1945: Ο δήμιος της Κρήτης και της Μακεδονίας, επιλοχίας Ες Ες Φριτζ Σούμπερτ, στο δόκανο της Ελληνικής Αστυνομίας, Β’μέρος

Από την «τσιμπίδα» του Αλλοδαπών στο εκτελεστικό απόσπασμα

Για ανεξήγητους μέχρι σήμερα λόγους ο Σούμπερτ στις αρχές Μάιου του 1945 μετέβη στην πόλη Σβατς της Αυστρίας και παραδόθηκε στις αμερικανικές αρχές λέγοντας ότι ονομάζεται Τάκης Κωνσταντινίδης ώστε να χαρακτηρισθεί εκτοπισμένος από τις συμμαχικές δυνάμεις και να μπει στην λίστα των επαναπατρισθέντων. Σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία κρατήθηκε σε στρατόπεδο μαζί με άλλους Έλληνες που θα επαναπατριζόταν, και στις 4 Σεπτεμβρίου του 1945 επιβιβάσθηκε σε ένα C-47 Skytrain με προορισμό το αεροδρόμιο της Ελευσίνας.

1945: Ο δήμιος της Κρήτης και της Μακεδονίας, επιλοχίας Ες Ες Φριτζ Σούμπερτ, στο δόκανο της Ελληνικής Αστυνομίας, A’μέρος

Λίγες ώρες αργότερα το μεταγωγικό αεροσκάφος προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας όπου περίμενε ένα κλιμάκιο του Κέντρο Αλλοδαπών, το οποίο ήταν επιφορτισμένο να εξετάσει τους Έλληνες και ξένους που έφθαναν στην Ελλάδα που είτε είχαν συλληφθεί από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής και είχαν οδηγηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, είτε  διώκονταν από τους Γερμανούς την περίοδο του πολέμου. Σημειώνεται ότι μετά την απελευθέρωση η υπηρεσία του Κέντρου Αλλοδαπών ασχολούταν με υποθέσεις δοσίλογων, κατασκόπων, μαυραγοριτών και γενικά όσων είχαν οικονομικές σχέσεις με τους γερμανούς κατακτητές. Στο πλαίσιο αυτό εξέταζαν και τους παλιννοστούντες και την ημέρα που κατέφθασε ο Σούμπερτ στην Ελλάδα στην Ελευσίνα είχε μεταβεί το κλιμάκιο του Αλλοδαπών αποτελούμενο από έξι άτομα, πέντε αστυφύλακες και τον επικεφαλής υπαρχιφύλακα Αναστασιάδη. Μετά την προσγείωση ο κυβερνήτης του αεροσκάφους παρέδωσε σε ένα  υπαστυνόμο την κατάσταση των επιβατών και ένα φάκελο της Επιτροπής Παλιννοστήσεως Ομήρων, ο οποίος με τη σειρά του τον παρέδωσε στον Αναστασιάδη για να ξεκινήσει η διαδικασία. Ο Αναστασιάδης φώναζε τα ένα- ένα τα ονόματα από την κατάσταση, οι παλιννοστούντες απαντούσαν παρών και ένας αστυφύλακας τους οδηγούσε σε ένα διπλανό γραφείο όπου γινόταν η αρχική ταυτοποίηση των στοιχείων. Καθώς η διαδικασία εξελισσόταν κανονικά, ο Αναστασιάδης φωνάζει και το όνομα Τάκης Κωνσταντινίδης και ακούει ένα «παρών» με περίεργη και βαρεία προφορά.

Η πλαστή ταυτότητα του Σούμπερτ ως Κωνσταντινίδης

Αυτό του κινεί υποψίες, αλλά κοιτά δήθεν αδιάφορα τον άνδρα που του απάντησε, ο οποίος βρίσκεται στην γραμμή με τους άλλους παλιννοστούντες. Πρόκειται για ένα λιπόσαρκο μεσήλικα, κοινής φυσιογνωμίας, μετρίου αναστήματος με φαλάκρα και γυαλιά. Ο Αναστασιάδης τον ρωτά με χαλαρό ύφος από που κατάγεται και εκείνος του απαντά ότι είναι έλληνας από την Βέροια, το οποίο όμως ηχεί περίεργα στα αυτιά του έμπειρου αστυνομικού. Πλέον είναι πεπεισμένος ότι η προφορά του είναι ξενική , ενώ η απάντηση τον βάζει επίσης σε σκέψεις διότι η συνηθισμένη απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση είναι ο τόπος καταγωγής και όχι η επισήμανση ότι είναι Έλληνας. Παρόλα αυτά ο Αναστασιάδης είπε στον υποτιθέμενο Κωνσταντινίδη να καθίσει σε ένα πάγκο και με τρόπο έκανε νόημα σε ένα αστυφύλακα να παρακολουθεί τις αντιδράσεις του. Στην συνέχεια ασχολήθηκε με τους υπόλοιπους παλιννοστούντες και όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της εκφώνησης όλων το ονομάτων, εξέτασε προσωπικά έναν έναν τους συνεπιβάτες του Κωνσταντινίδη στο αεροπλάνο για να διαπιστώσει στοιχεία της ταυτότητας τους.

Ο δήμιος της Κρήτης και της Μακεδονίας στο δικαστήριο

Με έκπληξη διαπίστωσε ότι κανείς δεν τον γνώριζε πριν το στρατόπεδο της Αυστρίας στο Σβατς, και από πουθενά δεν προέκυπτε ότι ήταν έλληνας από την Βέροια. Αυτό προβλημάτισε ακόμη περισσότερο τον έλληνα υπαρχιφύλακα που πλέον ήταν πεπεισμένος   ότι ο Κωνσταντινίδης έκρυβε κάποιο μυστικό. Ωστόσο μια από τις γυναίκες που επέβαινε και αυτή στο αεροπλάνο, η Άννα Πίντερ,  αποκάλυψε στο Αναστασιάδη ότι είναι αυστριακή  χορεύτρια από την Βιέννη η οποία παντρεύτηκε έλληνα για να γλιτώσει από τους Ρώσους και είχε πλέον έλθει στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί μόνιμα. Αν και σύμφωνα με κάποιες πηγές η Πίντερ ανακρινόταν και ως ύποπτη για δοσιλογισμό, το μόνο βέβαιο είναι ότι στην συζήτηση της με τον Αναστασιάδη δήλωσε ότι ο Κωνσταντινίδης είναι γερμανός είτε από αφέλεια είτε εσκεμμένα, αν και ποτέ δεν έγιναν γνωστοί οι λόγοι που η αυστριακή χορεύτρια έδωσε ένα τόσο σημαντικό στοιχείο στις ελληνικές αρχές. Πλέον ώρα έχει περάσει και οι παλιννοστούντες συνοδεία των ανδρών του Αλλοδαπών μεταφέρονται στον Πειραιά για τις υπόλοιπες διαδικασίες επαναπατρισμού.

Ο Σούμπερτ, (πρώτος δεξιά) στο εδώλιο μαζί με επτά δοσίλογους, εκτελεστικά του όργανα.

Φθάνοντας στην έδρα της υπηρεσίας του, ο Αναστασιάδης έχοντας πεισθεί ότι ο Κωνσταντινίδης δεν είναι έλληνας αναφέρει όλα τα πεπραγμένα στον Αστυνόμο Αβραάμ Βαλσάμη.  Ο Βαλσάμης μαζί με τον ανθυπαστυνόμο Γεώργιο Δουκάκη αντιλαμβάνονται ότι πιθανό στο χέρια τους να έχουν κάποιον κατάσκοπο ή δοσίλογο και ξεκινούν εντατικές ανακρίσεις εκ περιτροπής. Ο Κωνσταντινίδης ξέρει καλά το μάθημα του ως παλαιός κατάσκοπος και απαντά στερεότυπα στις ερωτήσεις των ανακριτών του, υποστηρίζοντας ότι είναι έλληνας από την Βέροια και βρισκόταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Γερμανία κατά την διάρκεια του πολέμου.   Κάποιες φορές προσπαθεί να συγκινήσει στους αστυνομικούς λέγοντας ότι ενώ έχει υποφέρει τα πάνδεινα τόσα χρόνια από του γερμανούς, έρχεται την χώρα του να αντί οι αρχές να τον βοηθήσουν τον ταλαιπωρούν με άσκοπές ανακρίσεις. Ωστόσο ο έμπειρος Βαλσάμης δεν πέφτει στην παγίδα και κλείνει το Κωνσταντινίδη στο κρατητήριο αφήνοντας τον εκεί για δύο ημέρες. Στην συνέχεια αναλαμβάνει την ανάκριση ο Δουκάκης και ο Κωνσταντινίδης αλλάζει τακτική λέγοντας ότι είναι γερμανός και επέστρεψε στην Ελλάδα για να βρει και να παντρευτεί μια ελληνίδα από την Θεσσαλονίκη που είχε γνωρίσει την περίοδο του πολέμου. Παρόλο που ο γερμανός έπαιξε πειστικά το ρόλο του υποστηρίζοντας τον με  λογικά ανθρώπινα επιχειρήματα – δεν ήταν η πρώτη φορά που η αστυνομία αντιμετώπιζε μια τέτοια υπόθεση – το αστυνομικό δαιμόνιο του Δουκάκη που έλεγε ότι αυτό ο άνθρωπος κρύβει κάτι σκοτεινό. Έτσι συνέχισε επί ώρες την ανάκριση και κάποια στιγμή χτύπησε η πόρτα και στο χώρο ανάκρισης εισήλθε ο κάποιος Κουρκούτης ναυτικός πράκτορας στο επάγγελμα ο οποίος είχε μεταβεί στο Κέντρο Αλλοδαπών ως μάρτυρας σε μια υπόθεση δοσιλογισμού στα Χανιά.

Ενώ μιλούσε με τον Δουκάκη ο έμπειρος ανθυπαστυνόμος παρατήρησε ότι ο Κουρκούτης έστρεφε συνεχώς το βλέμμα στον Κωνσταντινίδη σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί ποιος είναι. Ο Δουκάκης διέκοψε προσωρινά την ανάκριση και πήγε με τον Κουρκούτη σε ένα άλλο δωμάτιο, όπου ο ναυτικός πράκτορας είπε στον ανθυπαστυνόμο ότι είναι σχεδόν βέβαιος ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ο επικηρυγμένος από τις ελληνικές αρχές εγκληματίας πολέμου Φρίτζ Σούμπερτ. Πλέον το καλά κρυμμένο μυστικό του Σούμπερτ ήταν θέμα χρόνου να αποκαλυφθεί πλήρως. Πλέον αναλαμβάνει τα ηνία της ανάκρισης ο Βαλσάμης ο οποίος ανακοινώνει στον Κωνσταντινίδη ότι αναγνωρίσθηκε ως ο διαβόητος εγκληματίας πολέμου Σούμπερτ. Φυσικά ο πρώην γερμανός κατάσκοπος συνεχίζει να υποστηρίζει ότι δεν είναι εγκληματίας πολέμου προβάλλοντας λογικά επιχειρήματα, όπως γιατί να επιστρέψει εφόσον καταζητείτο αλλά βρίσκεται και άλλος ένας μάρτυρας ο συνταγματάρχης Οικονόμου που είχε πολεμήσει στην Κρήτη και αναγνώρισε τον δημιουργό του Jagdkommando Schubert. Φυσικά η κατηγορία να σταθεί το δικαστήριο να έπρεπε να υπάρξουν και άλλα στοιχεία και για το λόγο αυτό ο Βαλσάμης στέλνει τον υπαστυνόμο Κανακάκη στην Κρήτη και τον υπαρχιφύλακα Φακή στην Θεσσαλονίκη για να συλλέξουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο Κωνσταντινίδης είναι ο Σούμπερτ. Παράλληλα ο Βαρσάμης έχοντας το φάκελο με τις θηριωδίες του Σούμπερτ εξαπέλυσε ένα δριμύ κατηγορητήριο για τα εγκλήματα του στην Κρήτη και την Μακεδονία αλλά ο Σούμπερτ συνέχιζε να υποστηρίζει ότι δεν έχει καμία σχέση με τον γερμανό επιλοχία. Κάποια στιγμή όμως άλλαξε τακτική υποστηρίζοντας ότι είναι μεν ότι είναι Σούμπερτ αλλά δεν θυμάται τίποτε διότι του είχαν κάνει κάποια περίεργη ένεση στο Βερολίνο. Το γεγονός όμως ότι ο Σούμπερτ υποστήριζε πως θυμόταν το όνομα του αλλά όχι τις πράξεις τους ήταν σαφές σημείο κόπωσης που έκανε τον Βαλσάμη να ασκήσει μεγαλύτερη ψυχολογική πίεση κατά την ανάκριση ώστε να τον αναγκάσει να «σπάσει». Πράγματι ο Σούμπερτ κάποια στιγμή παραδέχεται τα εγκλήματα του αλλά προσπαθεί να επιρρίψει ευθύνες περί ηθικής αυτουργίας στους στρατηγούς Μύλλερ και Μπρόιερ για να πέσει στα μαλακά, υποστηρίζοντας πως αυτός ήταν ένας χαμηλόβαθμος υπαξιωματικός που εκτελούσε εντολές. Μετά την ομολογία του ο Σούμπερτ οδηγήθηκε στη φυλακή όπου και παρέμεινε δύο χρόνια έως ότου δικασθεί. Οι Κανακάκης και Φακής συγκέντρωσαν τόσα στοιχεία και βρήκαν τόσους μάρτυρες να καταθέσουν κατά του Σούμπερτ που το αποτέλεσμα την δίκης ήταν προδιαγεγραμμένο. Ακόμη και οι γερμανοί στρατηγοί κατέθεσαν ότι ο Σούμπερτ ήταν ανεξέλεγκτος. Η δίκη του Σούμπερτ ξεκίνησε στις 6 Οκτωβρίου του 1947 και το δικαστήριο έβγαλε ξεχωριστή απόφαση για κάθε περιοχή που πραγματοποίησε θηριωδίες ο Σούμπερτ. Το κατηγορητήριο ήταν τόσο μεγάλο που θα χρειαζόταν όλες οι σελίδες της παρούσας έκδοσης για να το παραθέσουμε. Ο Σούμπερτ δεν παραδέχθηκε ποτέ ότι ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τη δράση των ανδρών του, ούτε ότι προσωπικά είχε οποιαδήποτε συμμετοχή σε φόνους και βασανιστήρια . Για τα εγκλήματα του στην Κρήτη καταδικάσθηκε 16 φορές σε θάνατο και για την Μακεδονία εννέα. Το τελικό κομμάτι της καταδικαστικής απόφασης του δικαστηρίου έχει ως εξής:

«  Καταδικάζει τον κηρυχθέντα ένοχον Φριτς Σούμπερτ

1. Δι’εκάστην των πράξεων των φόνων εις την ποινήν του θανάτου

2. Δι’εκάστην πράξιν εμπρησμών εις την ποινήν των προσκαίρων δεσμών είκοσι (20) ετών.

3. Δι’εκάστην πράξιν κλοπών, εις την ποινήν ειρκτής δέκα (10) ετών.

4. Δια την δήωσιν της χώρας εις την ποινήν των προσκαίρων δεσμών δεκαπέντε (15) ετών και

  1. Δια τον βιασμόν εις την ποινήν της ειρκτής δέκα (10) ετών.Συγχωνεύει απάσας τας ποινάς εις την μείζονα ποινήν του θανάτου, μη επιτεινομένην και ορίζει τόπον εκτελέσεως της επιβληθείσης θανατικής ποινής την περιοχήν των Αθηνών.Και επιβάλλει εις βάρος αυτού την δικαστικήν δαπάνην.Εκρίθη, την 28ην 29ην 31ην Ιουλίου 1947, 2αν και 5ην Αυγούστου 1947, απεφασίσθη δε και εδημοσιεύθη την 5ην Αυγούστου 1947 υπογραφείσα νομίμως».
Η εκτέλεση του Σούμπερτ πίσω από τις φυλακές Επταπυργίου στις 22 Οκτωβρίου 1947.

Στις 22 Οκτωβρίου του 1947 το καμιόνι με το εκτελεστικό απόσπασμα και τον δήμιο της Κρήτης και της Θεσσαλονίκης επιλοχία Φριτζ Σούμπερτ κατευθυνόταν προς τον τόπο εκτέλεσης μια περιοχή πίσω από τις φυλακές του Επταπυργίου. Στις 5.10 το πρωί όλα είχαν τελειώσει στον Χορτιάτη, στην περιοχή που τρία χρόνια πριν στις 3 Σεπτεμβρίου 1944, ο Σούμπερτ είχε δώσει εντολή να καούν ζωντανοί 145 έλληνες.

 

.

Most Popular