Το Sobibor μαζί με το Auschwitz, το Belzec και την Treblinka ήταν τα τέσσερα φονικότερα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όπου δημιουργήθηκαν στα πλαίσια της μυστικής επιχειρήσεως «Reinhardt» για τη μαζική εξόντωση των Εβραίων. Στις 14 Οκτωβρίου του 1943, μια εξέγερση ενορχηστρώθηκε από μικρή ομάδα κρατουμένων, επιτυγχάνοντας τον πλήρη αιφνιδιασμό των Γερμανών φρουρών τους. Η εξέγερση ήταν μονόδρομος μετά τις φήμες που είχαν ξεκινήσει από κρυφά σημειώματα ραμμένα στα ρούχα των τελευταίων μελλοθανάτων Εβραίων οι οποίοι είχαν μεταφερθεί εκεί από κοντινό στρατόπεδο που έκλεινε και προειδοποιούσαν: «Δουλεύαμε στο Belzec για έναν χρόνο και δε γνωρίζαμε που θα σταλούμε μετά. Μας είπαν πως θα μας έστελναν στη Γερμανία…Τώρα είμαστε στο Sobibor και ξέρουμε τι μας περιμένει. Μάθετε πως κι εσείς θα εκτελεσθείτε επίσης. Εκδικηθείτε για εμάς!» Και η εκδίκηση πραγματοποιήθηκε!
Να ενημερώσουμε προκαταβολικά πως λόγω της φύσεως του θέματος και της ροής των γεγονότων, προτιμήσαμε να μην το χωρίσουμε σε δύο μέρη, ολοκληρώνοντάς το την προσεχή Δευτέρα, αλλά να κάνουμε ολόκληρη την προυσίαση σήμερα.
Από όσους εστάλησαν στο Sobibor μεταξύ Μαΐου του 1942 και Οκτωβρίου του 1943, μόνο οι λίγοι που επιλέγονταν για καταναγκαστική εργασία κατά την άφιξή τους απέφυγαν τον άμεσο θάνατο (oι υπόλοιποι οδηγούνταν από τους Ες-Ες και Ουκρανούς φρουρούς με μαστίγια και σκύλους στους θαλάμους αεριών). Αρχικά ήταν μόνο άνδρες αλλά αργότερα συμπεριελήφθησαν και γυναίκες. Αυτοί που τοποθετούνταν στο απομονωμένο τμήμα του στρατοπέδου, το Lager III, ήταν υποχρεωμένοι να εκτελούν τις πιο φρικώδεις εργασίες: το άδειασμα των θαλάμων και το κάψιμο των σωμάτων των θυμάτων σε σκαμμένους λάκκους, αφού κρεματόρια εκεί δεν κατασκευάστηκαν πότε.
Το σύστημα ελέγχου και πειθαρχίας ήταν βάναυσο και απάνθρωπο, οπότε η απόδραση καθίστατο ως η μόνη ευκαιρία για επιβίωση. Κάθε απόπειρα φυγής τιμωρείτο με θάνατο, όχι μόνο για τους ιδίους τους δραπέτες αλλά και για άλλους, αφού εφαρμόζετο η αρχή της συλλογικής ευθύνης. Στις 23 Ιουλίου του 1943, είκοσι οκτώ Εβραίοι που είχαν εργασία στο δάσος εκτός του στρατοπέδου δραπέτευσαν. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας που απέτυχαν, δολοφονήθηκαν μπροστά στα μάτια των συγκρατουμένων τους για παραδειγματισμό. Παρά το ανθρωποκυνηγητό που ακολούθησε, πέντε Εβραίοι κατάφεραν να ξεφύγουν οριστικά.
Η ιδέα εκκολάπτεται
Η ιδέα μιας οργανωμένης εξεγέρσεως συνελήφθη για πρώτη φορά την Άνοιξη του 1943 από τον Πολωνό Leοn Felhendler, γιο ραβίνου. Εξετάστηκαν διάφοροι τρόποι, όπως η δηλητηρίαση των μελών του προσωπικού του στρατοπέδου. Μια ξεχωριστή ομάδα Ολλανδών Εβραίων, καθοδηγουμένη από έναν αιχμάλωτο αξιωματικό του ναυτικού, τον Joseph Jacobs, σχεδίαζε απόδραση σε συνεργασία με κάποιους φύλακες. Προδόθηκαν όμως από έναν Kapo που είχαν επιλέξει οι Ναζί για την αστυνόμευση. Ο αξιωματικός των Ες-Ες Johann Niemann, στον οποίον θα επανέλθουμε, διέταξε την εκτέλεση όλων των Ολλανδών κρατουμένων ως αντίποινα.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1943, μια ομάδα 2.000 αιχμαλώτων περίπου (η πλειοψηφία τους ήταν σοβιετικοί στρατιώτες εβραϊκής καταγωγής) έφτασε στο Sobibor. Ένας από αυτούς ήταν ο Alexander Pechersky, που είχε βιώσει στη Λευκορωσία τη γερμανική εισβολή και για την πολεμική του δράση είχε σύντομα προαχθεί σε ανθυπολοχαγό. Όταν η 19η Στρατιά προσπάθησε τον Οκτώβριο να ανακόψει την προέλαση της Βέρμαχτ προς τη Μόσχα, η μονάδα του Pechersky περικυκλώθηκε και συνελήφθη. Ως αιχμάλωτος, είχε επιτύχει να κρύψει τις εβραϊκές του ρίζες. Μετά όμως από μια αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης κατά το Μάϊο του 1943, οι Γερμανοί τον μετέφεραν στο Stalag 352, ένα από τα πιο χειρότερα στρατόπεδα αιχμαλώτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Αύγουστο, σε αιφνιδιαστικό έλεγχο για αναζήτηση περιτετμημένων στρατιωτών, αποκαλύφθηκε η καταγωγή του. Με την άφιξή του στο Sobibor δήλωσε ξυλουργός, οπότε απέφυγε τον άμεσο θάνατο μαζί με 80 περίπου άλλους αιχμαλώτους.
Σύντομα ήρθε σε επαφή με τον Felhendler ο οποίος ήταν έγκλειστος περίπου ένα χρόνο ήδη. Από τη μία οι μάχιμες εμπειρίες των νεοαφιχθέντων Σοβιετικών στρτιωτών και από την άλλη η καλή γνώση του χώρου και οι σημαντικές επαφές του Πολονωεβραίου έκαναν το όραμα της εξεγέρσεως πιο βιώσιμο. Αντιλαμβανόμενος τις δεξιότητες του Pechersky, ο Felhendler συμφώνησε να του παραχωρήσει την οργάνωση της αποδράσεως. Στις 7 Οκτωβρίου συναντήθηκαν με το πρόσχημα μιας παρτίδας σκακιού, όπου συζήτησαν προσεκτικά τη δυνατότητα διανοίξεως σήραγγας και μαζικής φυγής 600 κρατουμένων. Τελικώς την απέρριψαν, αντιλαμβανόμενοι πως δεν υπήρχε αρκετός χρόνος απομακρύνσεώς τους προς το δάσος πριν από το ξημέρωμα.
Το πλάνο αποδράσεως
Η εναλλακτική στην οποία κατέληξαν απαιτούσε συγχρονισμό, ικανότητα με τα όπλα, απόφαση να ρισκάρουν τα πάντα, αλλά και αρκετή τύχη. Μόνο μια μικρή ομάδα γνώριζε το σχέδιο. Είχαν ήδη μαζευτεί όπλα (τσεκούρια, ξυράφια, μαχαίρια, καθώς και μερικά τουφέκια). Κρυφά με το μέρος τους ήταν επίσης και ένας Kapo εκ των Εβραίων κρατουμένων. Γερμανοί αξιωματικοί θα δελεάζονταν να προσέλθουν στα εργαστήρια όπου και θα εξοντώνονταν. Αυτό έπρεπε να γίνει εντός μίας ώρας, πριν από την ονομαστική αναφορά της πέμπτης απογευματινής. Τότε θα δινόταν η εντολή προσελεύσεως στη μπροστινή πύλη απ’ όπου θα εξέρχονταν. Θα υπήρχε αρκετό ημερήσιο φως ώστε να προλάβουν να εξολοθρεύσουν τους Ες-Ες φρουρούς και να σπείρουν σύγχυση ανάμεσα στους Ουκρανούς Kapo πριν τραπούν σε φυγή. Δεδομένου ότι η διάρκεια της ημέρας είναι ήδη αρκετά μικρή τον Οκτώβριο, οι Ναζί δεν θα είχαν πολύ χρόνο να αντιδράσουν πριν έλθει η νύκτα.
Το σχέδιο ετέθη σε εφαρμογή στις 3:30 μ.μ. της 14ης Οκτωβρίου του 1943. Ήταν βολικό το ότι ο γενικός διοικητής του στρατοπέδου Franz Reichleitner και ο μοχθηρός βασανιστής Gustav Wagner απουσίαζαν τη συγκεκριμένη ημέρα. Ο παράγων του αιφνιδιασμού ήταν ζωτικής και καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία του. Όπως είχε συμφωνηθεί, ένας-ένας οι άνδρες των Ες-Ες θα έπρεπε να παρασύρονταν με συγκεκριμένες αιτιολογίες στα εργαστήρια, να εξοντώνονταν και να αφοπλίζονταν.
Ο πρώτος που εξουδετερώθηκε ήταν ο ο εν ενεργεία διοικητής του στρατοπέδου Johann Niemann. O ράφτης τον κάλεσε για να του δώσει ένα δερμάτινο παλτό που είχε από κάποιον νεκρό Εβραίο. Ο άπληστος Niemann δελεάστηκε και πήγε, έχοντας μαζί του, όπως πάντοτε, το πιστόλι του και το μαστίγιο. Εκεί τον περίμενε με ένα τσεκούρι ο Alexander Shubayev, συστρατιώτης του Pechersky. Όταν ο Niemann ρώτησε για το τσεκούρι, έλαβε την απάντηση πως θα διόρθωνε με αυτό το τραπέζι. Κάποια στιγμή, ο ράφτης ζήτησε από το διοικητή να αφαιρέσει τη ζώνη του με το πιστόλι και να γυρίσει την πλάτη του, ώστε να του πάρει τα μέτρα. Ο Shubayev κινήθηκε αστραπιαία και κάρφωσε το τσεκούρι στο πίσω μέρος του κρανίου του, σκοτώνοντάς τον ακαριαία και κρύβοντας κατόπιν το πτώμα.
Ακολούθησαν άλλοι, εξολοθρεύοντας συνολικά δώδεκα αξιωματικούς των Ες-Ες και κάποιους φύλακες. Για να αποτρέψουν την έκκληση ενισχύσεων, οι εξεγερθέντες έκοψαν το ρεύμα και τις τηλεφωνικές γραμμές λίγο πριν τις 4:30 μ.μ. Σε άλλα σημεία του στρατοπέδου όμως τα πράγματα δεν κύλησαν τόσο ομαλά και η προσπάθεια να πάρουν τον έλεγχο του οπλοστασίου απέτυχε. Στις 5:00 οι Κάπο κάλεσαν το σχηματισμό των παρατάξεων για την ονομαστική αναφορά στο μπροστινό μέρος του στρατοπέδου. Κανένας από τους αξιωματικούς των Ες-Ες δεν εμφανίσθηκε τότε. Οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν είχαν ιδέα για το τι είχε προηγηθεί, ενώ οι μυημένοι στην εξέγερση προσποιήθηκαν απλώς συμμετοχή, περιμένοντας το σύνθημα της φυγής.
Ο Pechersky φώναξε να κατευθυνθούν στην πύλη και οι πιο πολλοί έτρεξαν προς τα εκεί, ενώ άλλοι μετέβησαν στο οπλοστάσιο από το οποίο κατάφεραν να αρπάξουν μερικά όπλα και πυρομαχικά. Οι αποπροσανατολισμένοι Ουκρανοί και οι άνδρες των Ες-Ες άρχισαν να πυροβολούν. Οι Σοβιετικοί ανταπέδωσαν τα πυρά, αλλά αναγκάστηκαν να αποσυρθούν υπό τις συνεχείς ριπές των πολυβόλων που δέχονταν από τους πύργους. Ως εκ τούτου, απέτυχαν να φτάσουν στην κεντρική είσοδο. Η μοναδική οδός διαφυγής ήταν πλέον το συρματόπλεγμα στη δυτική πλευρά, μπροστά από το οποίο βρισκόταν το ναρκοπέδιο που προστάτευε το Sobibor από πιθανές επιθέσεις παρτιζάνων. Κάποιοι ξεκίνησαν γρήγορα να το κόβουν, ενώ άλλοι πιο πανικοβλημένοι προτίμησαν να σκαρφαλώσουν και να χαθούν μέσα στο δάσος που εκτείνετο πιο κάτω.
Η αγνωνιώδης φυγή και καταδίωξη
Το σκοτάδι που ερχόταν επέτρεψε σε 300, από τους σχεδόν 600 κρατούμενους του στρατοπέδου, να δραπετεύσουν (όσοι κρατούμενοι ήταν κλειδωμένοι στο Lager III, δεν μπόρεσαν να βγουν και να ενωθούν με τους υπόλοιπους). Οι περισσότεροι βέβαια σκοτώθηκαν από τις νάρκες και τα πυρά των καταδιωκτών τους. Κάποια στιγμή μέσα στο δάσος, ο Pechersky με μερικούς από τους άντρες του αποκόπηκαν από το μεγάλο όγκο. Ο ίδιος το αιτιολόγησε αργότερα ως πράξη επιβιώσεως, καθότι μικρότερα τμήματα είχαν περισσότερες πιθανότητες να διαφύγουν από γερμανικές περιπόλους ή ντόπιους Πολωνούς που αναζητούσαν φυγάδες έναντι κάποιου χρηματικού αντιτίμου από τους Ναζί.
Οι Πολωνοί δραπέτες κατευθύνθηκαν προς Δυσμάς, ενώ ο Pechersky κινείτο μονάχα το βράδυ χωρίς να ανταλλάσσει ούτε μία λέξη με τα μέλη της ομάδας του. Φαγητό και πληροφορίες για τις γερμανικές περιπόλους ελάμβαναν από ντόπιους Πολωνούς. Τον Οκτώβριο της 19ης προς την 20η Οκτωβρίου κατόρθωσε με τους άνδρες του να διασχίσει κολυμπώντας τον ποταμό Mπουκ και να φτάσει εντός σοβιετικού εδάφους, όπου μερικές ημέρες αργότερα ήρθε σε επαφή με μια ομάδα παρτιζάνων. Κατόπιν, η ομάδα του ενσωματώθηκε στον Κόκκινο Στρατό και ο ίδιος ο Pechersky τοποθετήθηκε σε ειδικό τάγμα ποινικών, λόγω του ότι με την αιχμαλωσία του είχε παραβιάσει την από 16ης Αυγούστου του 1941 εντολή του Στάλιν, Νο.270, βάσει της οποίας υποχρεώνονταν οι πάντες να πολεμούν μέχρις εσχάτου, απαγορεύοντας ουσιαστικά σε αξιωματικούς να παραδίδονται υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Την επόμενη ημέρα, ο αρχηγός των Ες-Ες και της αστυνομίας του Λούμπλιν, Jakob Sporrenberg, έφτασε στο στρατόπεδο. Με εντολή του, όσοι Εβραίοι βρίσκονταν μέσα εκτελέσθηκαν. Εν τω μεταξύ, εξαπολύθηκε άγριο ανθρωποκυνηγητό για τους δραπέτες κατά το οποίο επιστρατεύθηκαν επάνω από 100 στρατιώτες της Βέρμαχτ, 100 έφιπποι αστυνομικοί και 150 Ουκρανοί και Ες-Ες. Προσετέθησαν σε αυτούς και συμπληρωματικές μονάδες της τοπικής αστυνομίας, Πολωνοί κυνηγοί φυγάδων, καθώς και δύο αεροσκάφη της Luftwaffe. Έως τις αρχές Νοεμβρίου, κατάφεραν να εντοπίσουν και να σκοτώσουν τους περισσοτέρους. Το τραγικό είναι πως μερικοί από όσους έφτασαν στο δάσος, νοιώθοντας πλήρη κόπωση, τρόμο και εξάντληση από την πορεία και την έλλειψη τροφίμων, αποφάσισαν αυτοβούλως να επιστρέψουν στο Sobibor και φυσικά στο βέβαιο θάνατο. 58 άτομα τα κατάφεραν και επέζησαν έως τη λήξη του πολέμου.
Κατάληξη
Ο ίδιος ο Pechersky πέθανε το 1990 στο Rostov-on-Don. Ο Felhendler με έναν ακομη δραπέτη βρήκαν καταφύγιο σε μια πολωνική οικογένεια κοντά στη Żółkiewka. Επέζησε μέχρι το τέλος της γερμανικής κατοχής και ήταν από τους πρώτους που μαρτύρησαν περί του τι συνέβαινε μέσα στο στρατόπεδο του θανάτου.
Η εξέγερση των κρατουμένων και η απόδραση σφράγισαν και τη μοίρα του στρατοπέδου που είχε ήδη παίξει τον φρικτό του ρόλο του στη διαδικασία εξοντώσεως των Εβραίων, όπου μόλις τους πρώτους τρεις μήνες λειτουργίας του υπολογίζεται πως είχε εξολοθρέψει 90-100.000 αιχμαλώτους, ενώ δυσκολίες μεταφοράς περισσοτέρων είχε επιφέρει μια μικρή παύση μεταξύ των τελών Ιουλίου έως τον Οκτώβριο του 1942, όταν και επανεκκίνησαν οι συστηματικοί σκοτωμοί.
Μετά την εξέγερση, στις 19 Οκτωβρίου, ο Χίμλερ διέταξε το οριστικό κλείσιμο του Sobibor. Ομοίως με άλλα στρατόπεδα θανάτου κατά την επιχείρηση «Reinhardt», οι Γερμανοί προχώρησαν στην εξάρθρωση της υποδομής του, ώστε να εξαφανισθούν τα στοιχεία των εγκλημάτων τους. Για την επιτάχυνση των διαδικασιών, κάποιες εκατοντάδες Εβραίων κρατουμένων μεταφέρθηκαν από την Treblinka. Οι θάλαμοι αερίων καθώς και τα περισσότερα κτίσματα ισοπεδώθηκαν. Η δουλειά ολοκληρώθηκε σύντομα, αλλά για να διασφαλισθεί πως ουδείς θα μαρτυρούσε ποτέ, όλοι πυροβολήθηκαν μετά το τέλος της χωρίς να υπάρξουν επιζώντες.