Το 1985, η Σοβιετική εμπλοκή στο Αφγανιστάν, βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Η ΕΣΣΔ είχε ξεκινήσει να αποστέλλει στρατεύματα στη περιοχή από το 1979 και ως το 1985, είχε το πρώτο λόγο στις επιθετικές κινήσεις, αδυνατώντας ωστόσο να σπάσει τη ραχοκοκκαλιά των ανταρτών μουτζαχεντίν και να εδραιωθεί πλήρως. Στις αρχές του 1985, η CIA άρχισε μυστικά να προμηθεύει τους αντάρτες με αριθμό φορητών αντιαεροπορικών πυραύλων Stinger. Επρόκειτο για ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό, εύκολα μεταφερόμενο πυραυλικό σύστημα, που θα άλλαζε τους κανόνες του παιχνιδιού στο Αφγανιστάν. Πράγματι, οι Σοβιετικοί παρακολουθούσαν με τρόμο τις απώλειες σε αεροσκάφη και ελικόπτερα να αυξάνονται γεωμετρικά.
Αυτή η κατάσταση ανάγκασε τις Σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες (KGB), να ψάξουν τρόπους για να αποκτήσουν είτε τα σχέδια του Stinger, είτε τον ίδιο το πύραυλο. Όλα αυτά σε μια προσπάθεια να μελετηθούν οι αδυναμίες του και να βρεθούν τρόποι αντιμετώπισής του. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε στην Ελλάδα και οδήγησε σε διπλωματικό θρίλερ τις Ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Στα μέσα του 1985, ύστερα από Αμερικανικές υποδείξεις, 3 Έλληνες συλλαμβάνονται από τις αρχές, με τη κατηγορία της κατασκοπίας υπέρ των Σοβιετικών. Ο ένας ήταν κατώτερος αξιωματικός που Πολεμικού Ναυτικού και οι άλλοι 2 πολίτες. Την ίδια στιγμή, ο τότε πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, διακηρύσσει προς πάσα κατεύθυνση, ότι δε τίθεται ζήτημα κατασκοπίας υπέρ της ΕΣΣΔ από την Ελλάδα. Ενώ οι 2 κατηγορούμενοι αθωώθηκαν, ο 3ος, ονόματι Μιχαήλ Μεγαλοοικονόμου, παραδέχτηκε ότι εργαζόταν για λογαριασμό του κλιμακίου της KGB που είχε έδρα την Αθήνα και ότι διοχέτευσε στρατιωτικά μυστικά προς αυτούς. Ο Μεγαλοοικονόμου ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της Standard Electric, θυγατρικής του αμερικανικού κολοσσού ΙΤΤ. Έτσι, είχε πρόσβαση σε απόρρητα σχέδια οπλικών συστημάτων. Ο κατασκευαστικός όμιλος ITT έχει αναπτύξει ένα ευρύτατο πεδίο ετερογενών δραστηριοτήτων που περιλαμβάνει από απλές μέχρι δορυφορικές επικοινωνίες, συστήματα ελέγχου οπλικών συστημάτων, συστήματα ασφάλειας ελέγχου και επιτήρησης προηγμένης τεχνολογίας, οπτικές ίνες ελέγχου, καθώς επίσης πλήθος οργάνων, εξαρτημάτων και συσκευών που αφορούν μεταφορές, πολεμικές και αεροδιαστημικές βιομηχανίες. Η ΙΤΤ ήταν, μεταξύ άλλων, υποκατασκευαστής συστημάτων του Stinger. Ο Μεγαλοοικονόμου παραπέμφθηκε σε δίκη 2 χρόνια αργότερα με τις κατηγορίες της κατασκοπίας υπέρ της ΕΣΣΔ και της παροχής σχεδίων του αντιαεροπορικού πυραύλου Stinger.
Στην απολογία του, ο Μεγαλοοικονόμου παραδέχτηκε τη συνεργασία του με Σοβιετικούς πράκτορες, αλλά υποστήριξε ότι δε γνώριζε πως τους παρέδιδε διαβαθμισμένες πληροφορίες. Αναφέρθηκε σε 3 πράκτορες που τον προσέγγισαν για πρώτη φορά το 1975, για δήθεν μελλοντικές εμπορικές συνεργασίες. Όταν ανακάλυψε ότι είχε να κάνει με τη KGB προσπάθησε να διακόψει τις επαφές του, αλλά δε μπόρεσε διότι αφενός εκβιαζόταν και αφετέρου δωροδοκούταν. Το 1984, κατέθεσε ότι παρέδωσε στους Σοβιετικούς 400 μικροδιαφάνειες με τα σχέδια του Stinger. Τέλος, είπε πως σε μια περίπτωση ταξίδεψε στην Αυστρία με πλαστό διαβατήριο και κατόπιν στη Σοβιετική Ένωση, όπου έλαβε εκπαίδευση πάνω στη στρατιωτική και βιομηχανική αντικατασκοπεία. Το 1988, έληξε η δίκη και ο Μεγαλοικονόμου αθωώθηκε στη βάση ότι δε γνώριζε πως παρέδιδε απόρρητα μυστικά στους Σοβιετικούς και ότι οι πράξεις του δεν συνιστούσαν κατασκοπεία εις βάρος της Ελλάδος.
Η διαρροή των σχεδίων του Stinger, προκάλεσε διπλωματική κρίση στις Ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Οι Αμερικάνοι απαίτησαν τη παραδειγματική τιμωρία των εμπλεκομένων (κάτι που δε συνέβη) και πάγωσαν για ένα διάστημα τις εξαγωγές στρατιωτικού υλικού προς την Ελλάδα.
Tο παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 7 Οκτωβρίου 2017