To άρθρο δημοσιεύτηκε στην Π&Δ τεύχος 100, το 1993!
ASPIS ΓΙΑ TA F-16C/D ΤΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ
H πρόσφατη επιλογή της Πολεμικής Αεροπορίας για το ολοκληρωμένο σύστημα αυτοπροστασίας των μαχητικών F-16 δημιούργησε αρκετές αντιδράσεις πριν και μετά τη λήψη της απόφασης. Με όλα τα υπάρχοντα στοιχεία επιχειρούμε μια ανασκόπηση της ιστορίας που ξεπερνά σε χρονική διάρκεια τα δέκα χρόνια αλλά και μια ανάλυση της ίδιας της απόφασης.
Του Πάνου Ευαγγέλου
H πολυετής εκκρεμότητα για το σύστημα Ηλεκτρονικού Πολέμου (EW) των μαχητικών αεροσκαφών F-16C/D της ΠΑ, έληξε με την επιλογή του Προηγμένου Ολοκληρωμένου Συνόλου Αυτο-Προστασίας (Advanced Self- Protection Integrated Suite: ASPIS) των εταιριών Litton, Raytheon και Tracor των ΗΠΑ.
H απόφαση επικυρώθηκε από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ) στις 17 Φεβρουαρίου 1993, μετά από ομόφωνη εισήγηση του Ανωτάτου Αεροπορικού Συμβουλίου (ΑΑΣ) που συνεδρίασε μια εβδομάδα ενωρίτερα. Το σύστημα ASPIS επικράτησε στην τελική φάση αξιολόγησης του Ολοκληρωμένου Συνόλου Αμυντικών Βοηθημάτων (Integrated Defensive Aids Suite: IDAS) ZEUS της βρετανικής GEC Marconi Defence Systems και της Northrop.
H ιστορία όμως ξεκινά πολύ ενωρίτερα και ίσως είναι σήμερα σκόπιμο να την υπενθυμίσουμε σε όλες τις γνωστές πτυχές της. Το πρόγραμμα Νέων Μαχητικών Αεροσκαφών (NMA) της ΠΑ περιλάμβανε εξαρχής την απαίτηση εσωτερικής εγκατάστασης ολοκληρωμένου συστήματος EW αποτελούμενου από Δέκτη Προειδοποίησης Radar (RWR), σύστημα ενεργών Ηλεκτρονικών Αντι-Μέτρων (ECM) ή παρεμβολέα (jammer) Radar και σύστημα παθητικών ECM ή διανομής αεροφύλλων (chaff) και θερμοβολίδων (flares).
Τον Οκτώβριο του 1982 συγκροτήθηκε από το ΓΕΑ ειδική επιτροπή για την εξέταση του θέματος και σχετικών προτάσεων, αλλά στις 14 Νοεμβρίου 1984 ανακοινώθηκε η πρόθεση της τότε Κυβέρνησης για την απόκτηση δύο διαφορετικών τύπων μαχητικών αεροσκαφών, η οποία δημιούργησε πρόσθετα δεδομένα στην επιλογή συστήματος EW: τα προφανή πλεονεκτήματα απόκτησης και υποστήριξης ενός κοινού συστήματος για τους δύο τύπους μαχητικών έπρεπε να συγκριθούν με τα προβλήματα και τον τεχνολογικό κίνδυνο λόγω των διαφορετικών δυνατοτήτων και απαιτήσεων εγκατάστασης και ολοκλήρωσης. Επιπλέον την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε διαθέσιμο πλήρως ανεπτυγμένο ολοκληρωμένο σύστημα EW με δυνατότητα εσωτερικής εγκατάστασης στα αεροσκάφη των συγκεκριμένων τύπων.
Έτσι στις 7 Δεκεμβρίου 1984 το ΑΑΣ αποφάσισε να παραγγείλει τα 34 F-16C και 6 F-16D χωρίς σύστημα EW, αλλά με τις ελάχιστες προβλέψεις της Αεροπορίας των ΗΠΑ (USAF) για την εγκατάσταση σχετικού εξοπλισμού στο μέλλον.
Υπενθυμίζεται πως τα F-16A/B και F-16C/D μέχρι τα αεροσκάφη του Block 40/42 παραδίδονται στην USAF και σε ορισμένες αεροπορικές δυνάμεις του εξωτερικού με RWR τύπου AN/ALR-69 κατασκευής Dalmo Victor ή Litton ATD και με σύστημα διανομής αεροφύλλων/θερμοβολίδων Tracor AN/ALE-40. Επίσης τα F-16C/D ενσωματώνουν δομικές προβλέψεις εσωτερικής εγκατάστασης του Προηγμένου Παρεμβολέα Αυτο-Προστασίας (ASPJ) AN/ALQ-165 των ITT και Westinghouse, ωστόσο η USAF αποσύρθηκε από το
πρόγραμμα ανάπτυξης το Δεκέμβριο του 1989, λόγω τεχνικών προβλημάτων και αύξησης του προβλεπόμενου κόστους ανά μονάδα σε $1,7 εκ.! Τελικά το πρόγραμμα ASPJ τερματίστηκε στις αρχές του 1993 λόγω ανυπέρβλητων δυσχεριών στη χρηματοδότησή του.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1984 το ΑΑΣ αποφάσισε να παραγγείλει επίσης χωρίς εξοπλισμό EW τα 36 MIRAGE 2000EG και 4 MIRAGE 2000BG της Dassault Aviation, φαίνεται όμως πως η αρχική σύμβαση “ΤΑΛΩΣ” προέβλεπε δυνατότητα εγκατάστασης του Ολοκληρωμένου Συστήματος Αντι-Μέτρων 2000 (Integrated Counter-Measures System: ICMS 2000) των γαλλικών εταιριών Thomson-CSF, Dassault Electronique και Matra με δαπάνη FFr 962,4 εκ. Ωστόσο η εγκατάσταση του ICMS 2000 ματαιώθηκε καθώς η ανάπτυξη του συστήματος δεν ολοκληρώθηκε εγκαίρως, ενώ παράλληλα η ΠΑ εξέταζε την εγκατάσταση κοινού συστήματος EW στους δύο τύπους. Μάλιστα την άνοιξη του 1986 το ΓΕΑ αποφάσισε την εγχώρια ανάπτυξη του συστήματος με κύριο φορέα το Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογίας
Αεροπορίας (KETA). H απόφαση αυτή είχε τότε χαρακτηριστεί ως ανεξήγητη καθώς η ανάπτυξη συστημάτων EW επαρκούς επίδοσης για τον εξοπλισμό προηγμένων μαχητικών αεροσκαφών, απαιτεί εξαιρετικά υψηλή τεχνολογία που όχι μόνο δεν είναι διαθέσιμη στην Ελλάδα, αλλά και περιορίζεται σε ελάχιστες εταιρίες των πλέον προηγμένων χωρών: το εγχείρημα ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένο και οδήγησε στην απώλεια πολύτιμου χρόνου, μέχρι την αναγνώριση της αποτυχίας και την προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού στις αρχές του 1988.
Τα ASPIS και ICMS 2000 προτάθηκαν από τους κατασκευαστές τους για αμφότερους τους τύπους μαχητικών με προϋπόθεση την εκτέλεση μετατροπών στα αεροσκάφη και τα συστήματα, έτσι η ΠΑ κατέληξε φυσιολογικά στην απόφαση επιλογής διαφορετικού συστήματος για κάθε τύπο. H προσφορά της ιταλικής Elettronica αφορούσε αποκλειστικά τα MIRAGE 2000EG/BG και περιλάμβανε το σύστημα RWR τύπου ELT/158 και τον παρεμβολέα ELT/558 που λειτουργεί στις χαμηλότερες συχνότητες ραντάρ: όπως όμως ήταν αναμενόμενο, στις 18 Ιουλίου 1992 ανακοινώθηκε η απόφαση εξοπλισμού των 38 MIRAGE 2000EG/BG που απομένουν με σύστημα ICMS 2000 στα πλαίσια των διευθετήσεων που περιέλαβαν την επίλυση των προβλημάτων του Radar Thomson-CSF RDM3.
Το ASPIS περιλάμβανε RWR τύπου General Instrument AN/ALR-66(VH)I: πρόκειται για αναβαθμισμένη έκδοση του AN/ALR-66(VE) της εταιρίας αυτής που διαθέτουν ήδη τα αεροσκάφη A-7H, MIRAGE F-1CG, F-4E και RF-4E της ΠΑ. H Raytheon προσέφερε το σύστημα ενεργών ECM του ASPIS, το οποίο αναφερόταν ως βελτιωμένη έκδοση του παρεμβολέα ΔΙΑΣ (Improved: I-DIAS). Υπενθυμίζεται πως το 1980 η ΠΑ παράγγειλε 60 παρεμβολείς τύπου ΔΙΑΣ κόστους $30 εκ. από την άγνωστη εταιρία Kuras Alterman των ΗΠΑ, την οποία εξαγόρασε κατόπιν η Raytheon. Τα συστήματα εγκαταστάθηκαν σε αεροσκάφη A-7H και F-4E, ακολούθησαν όμως έντονες φήμες περί παρωχημένης τεχνολογίας και προβλημάτων συνεργασίας με τους δέκτες AN/ALR-66(VE). Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένες πηγές οι επιδόσεις του ΔΙΑΣ παραμένουν ανεπαρκείς.
Για τον εξοπλισμό των F-16C/D προτάθηκε επίσης συνδυασμός συστήματος RWR της Dalmo Victor και του επαναληπτικού παρεμβολέα Northrop AN/ALQ-162, ο οποίος όμως περιορίζεται στην αντιμετώπιση απειλών Radar Συνεχούς Κύματος (CW). Το σύστημα αυτό εξοπλίζει τα αεροσκάφη F/A-18 του Αμερικανικού Ναυτικού, της Καναδικής και της Ισπανικής Αεροπορίας σε συνδυασμό με τον παλμικό παρεμβολέα παραπλάνησης Lockheed Sanders AN/ALQ-126B: φαίνεται όμως πως ο συνδυασμός αυτός είναι υπερβολικά ογκώδης για εσωτερική εγκατάσταση στα F-16C, όπως υποδεικνύει η προσαρμογή του σε ατρακτίδιο με κωδικό AN/ALQ-164 για τον εξοπλισμό των αεροσκαφών AV-8B του Σώματος Πεζοναυτών των ΗΠΑ.
Ορισμένες πληροφορίες ανέφεραν πως η Dalmo Victor προσέφερε σύστημα RWR τύπου P-46 χαμηλού κόστους: ίσως επρόκειτο για αναβαθμισμένη έκδοση του παλαιότερου AN/ALR-46, σύμφωνα με άλλες πηγές η εταιρία πρότεινε το AN/ALR-69. Τον Αύγουστο του 1988 η Dalmo Victor εξαγοράστηκε από την General Instrument που προτίμησε φυσικά να προωθήσει το σύστημα AN/ALR-66(VH)I του ASPIS: η εξέλιξη αυτή προκάλεσε το ενδιαφέρον της Litton, που είναι ο εναλλακτικός κατασκευαστής του AN/ALR-69 για την USAF και μπορούσε να προσφέρει το σύστημα στην ΠΑ αντί της Dalmo Victor. Δεν είναι γνωστό εάν υποβλήθηκε επίσημη προσφορά, εφόσον όμως περιλάμβανε παρεμβολέα θα προερχόταν από διαφορετικό κατασκευαστή καθώς η Litton δεν συμμετέχει σε προγράμματα ενεργών ECM.
Πάντως στα μέσα του 1991 η Litton εξαγόρασε τον Όμιλο Αμυντικών Συστημάτων της General Instrument που περιλάμβανε το σύνολο των δραστηριοτήτων EW της τελευταίας και την εταιρία Dalmo Victor. Στις 17 Ιανουαρίου 1992 το ΚΥΣΕΑ επέλεξε τα συστήματα ASPIS και ZEUS για τελική αξιολόγηση με κριτήρια τα τεχνικά και επιχειρησιακά χαρακτηριστικά τους, τους οικονομικούς όρους, τον απαιτούμενο χρόνο παράδοσης και εγκατάστασης, την πρόσβαση στον κώδικα του λογισμικού τους και την ελαχιστοποίηση του τεχνολογικού κινδύνου του προγράμματος.
Ωστόσο τα δεδομένα μεταβλήθηκαν και πάλι την 1η Σεπτεμβρίου 1992 με την απόφαση του ΚΥΣΕΑ για την απόκτηση 40 πρόσθετων μαχητικών F-16C/D Block 50. Τα αεροσκάφη του Block 50/52 της USAF παραδίδονται με RWR τύπου Loral AN/ALR-56M: πρόκειται για έκδοση του εξεζητημένου δέκτη AN/ALR-56C των αεροσκαφών F-15C/D και F-15E, προσαρμοσμένη για εγκατάσταση στα F-16C/D με μείωση του όγκου στο μισό. Προσβλέποντας στο χρονικό και οικονομικό πλεονέκτημα της παράδοσης των 40 μαχητικών στην ΠΑ με εξαρχής εγκατεστημένο RWR, η Loral πρότεινε το ολοκληρωμένο σύστημα AN/ALQ-202 αποτελούμενο από εξαγωγική έκδοση του AN/ALR-56M και τον παρεμβολέα AN/ALQ-178(V)3 του συστήματος RAPPORT III, το οποίο τοποθετείται στα F-16C/D της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας (THK).
Σχετικές αποκλειστικές πληροφορίες δημοσίευσε η ΠΤΗΣΗ στο τεύχος Οκτωβρίου 1992, φαίνεται όμως πως η εκπρόθεσμη υποβολή της προσφοράς υπήρξε μοιραία. Τελικά αποφασίστηκε ο εξοπλισμός των 39 F-16C/D Block 30 που απομένουν και των 40 υπό παραγγελία F-16C/D Block 50 με το σύστημα ASPIS: σύμφωνα με δηλώσεις του Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας κ. I. Σταθόπουλου, η προσφορά των κατασκευαστών του συστήματος ήταν $191,7 εκ. έναντι $208 εκ. της GEC Marconi για το σύστημα ZEUS.
Βεβαίως ανάλογες συγκρίσεις επηρεάζονται καθοριστικά από τους όρους χρηματοδότησης, τα επιτόκια, τις ισοτιμίες και τους χρόνους αποπληρωμής. Το πρόγραμμα θα χρηματοδοτηθεί με πιστώσεις FMF αλλά η σύμβαση θα είναι εμπορική, απευθείας με τους κατασκευαστές και όχι διακρατική μέσω των υπηρεσιών FMF.
Όπως είναι φυσικό, ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τα τεχνικά χαρακτηριστικά των συστημάτων που αξιολογήθηκαν. Στην περίπτωση του συστήματος ASPIS, φαίνεται πως η σημαντικότερη βελτίωση του RWR τύπου AN/ALR-66(VH)I είναι η προσθήκη υπερετερώδυνου (super-heterodyne) δέκτη με ικανότητα Ακαριαίας Μέτρησης Συχνότητας (Instantaneous Frequency Measurement: IFM) στους δέκτες κρυσταλλικού (crystal) video του προγενέστερου AN/ALR-66(VE). Οι κρυσταλλικοί δέκτες θεωρούνται αποτελεσματικότεροι κατά τερματικών απειλών λόγω ταχύτερης αντίδρασης και υψηλότερης πιθανότητας εντοπισμού των σημάτων Radar, ενώ το κόστος τους είναι χαμηλό.
H κατασκευή υπερετερώδυνων δεκτών ευρείας περιοχής συχνοτήτων ενέχει τεχνικές δυσχέρειες και σχετικά υψηλό κόστος, ενώ η ταχύτητα αντίδρασης και η πιθανότητα εντοπισμού σημάτων ραντάρ των απειλών είναι χαμηλότερες: ωστόσο οι δέκτες αυτοί παρουσιάζουν υψηλότερη ευαισθησία και συνεπώς αυξημένη εμβέλεια εντοπισμού σημάτων απειλών, καθώς και υψηλή επιλεκτικότητα. Έτσι η Litton θεωρεί πως ο συνδυασμός των δύο τύπων δεκτών σε συστήματα RWR εξασφαλίζει σημαντικά πλεονεκτήματα. Το AN/ALR- 66(VH)I παρέχει συνεχή κάλυψη των ζωνών συχνοτήτων C έως J -0,5 -20GHz- ενώ στο AN/ALR-66(VE) η κάλυψη των ζωνών C και D -0,5 – 2GHz- ήταν προαιρετική. H κάλυψη σε αζιμούθιο είναι φυσικά 360ψ και σε ανύψωση ρ45ψ, ενώ η Εύρεση Διεύθυνσης (Direction Finding: DF) είναι σημαντικά ακριβέστερη των 15ψ.
Το σύστημα AN/ALR-66(VE) διαθέτει ψηφιακό επεξεργαστή σήματος των 1,2 MOPS με συνολική μνήμη 64Kbytes, ενώ η επαναπρογραμματιζόμενη EEPROM βιβλιοθήκη απειλών περιέχει τα χαρακτηριστικά τουλάχιστον 100 πομπών και 1.000 διαμορφώσεων λειτουργίας τους: τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του AN/ALR-66(VH)I είναι πιθανότατα βελτιωμένα. Το σύστημα παρέχει προειδοποίηση και αναγνώριση των πλέον εξεζητημένων σημάτων ραντάρ τύπου CW, Διακοπτόμενου CW (ICW), Παλμικού Doppler (PD), Χαμηλής Πιθανότητας Υποκλοπής (LPI), πολλαπλής Συχνότητας Επανάληψης Παλμών (PRF), συμπίεσης παλμών και ευελιξίας συχνοτήτων. Οι άγνωστοι πομποί ταξινομούνται και παρουσιάζονται με βάση τα
χαρακτηριστικά συχνότητας, PRF, πλάτους παλμού και φονικότητας.
H οθόνη υψηλής φωτεινότητας απεικονίζει 15 απειλές σε θέσεις κατά προσέγγιση αντίστοιχες της διόπτευσης και της ακτίνας τους, με σύμβολα ταυτότητας και διαμόρφωσης που ελέγχονται από το λογισμικό και μπορούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες διαφορετικών αεροπορικών δυνάμεων. Προσφέρονται επιλογές απεικόνισης πραγματικής ή σχετικής διόπτευσης, ελεγχόμενης από τον επεξεργαστή ακουστικής προειδοποίησης για απειλές υψηλής προτεραιότητας, έναρξης μεταβίβασης πομπών στα συστήματα ECM από τους χειριστές, οι οποίοι μπορούν να επιλέξουν ειδικές διαμορφώσεις λειτουργίας του υπολογιστή.
Επίσης υπάρχει δυνατότητα πλήρους επαναπρογραμματισμού των αλγορίθμων επεξεργασίας και της βιβλιοθήκης απειλών: στην τελευταία περίπτωση απαιτείται χρόνος μόλις 90sec πριν από την πτήση. O Ενσωματωμένος Εξοπλισμός Δοκιμών (BITE) παρακολουθεί συνεχώς βασικές παραμέτρους του συστήματος, παρέχει ρύθμιση (calibration) της λειτουργίας του και εφόσον ζητηθεί από τους χειριστές εντοπίζει και απομονώνει το 95% των βλαβών. O Μέσος Χρόνος Μεταξύ Αστοχιών (MTBF) υπερβαίνει τις 700 ώρες λειτουργίας. Το σύστημα προσφέρει παράλληλες και σειριακές διασυνδέσεις με παρεμβολείς, συστήματα διανομής, τηλεμετρικές ζεύξεις και με ψηφιακό σύστημα καταγραφής δεδομένων για ανάλυση μετά την πτήση. Το βάρος της στοιχειώδους έκδοσης είναι 30kg και η απαίτηση ισχύος 450W, αυξάνονται όμως εφόσον προστεθούν προαιρετικές ικανότητες.
Το Σύστημα Διανομής Αντι-Μέτρων (CMDS) Tracor AN/ALE-47 ήταν κοινό στο σύνολο των προτάσεων εξοπλισμού EW των F-16C/D, καθώς οι διαστάσεις του ταυτίζονται με αυτές του AN/ALE-40 και συνεπώς μπορεί να εγκατασταθεί χωρίς οποιαδήποτε μετατροπή στα αεροσκάφη. Το σύστημα είναι προσαρμόσιμο στην απειλή (threat-adaptive) και ελέγχεται από επαναπρογραμματιζόμενο λογισμικό. O χειριστής μπορεί να επιλέξει μεταξύ τριών διαμορφώσεων λειτουργίας: σε χειροκίνητη διαμόρφωση παρέχεται δυνατότητα επιλογής μεταξύ 6 προκαθορισμένων διαδοχών εκτόξευσης φυσιγγίων αεροφύλλων και θερμοβολίδων, όπως ακριβώς στα συστήματα Loral AN/ALE-39 του USN και AN/ALE-40. Επιπλέον όμως το AN/ALE-47 είναι συμβατό με την τυποποιημένη ψηφιακή αρτηρία δεδομένων MIL-STD 1553B, επιτρέποντας τον αυτόματο έλεγχο του συστήματος διανομής από το RWR: έτσι σε ημιαυτόματη διαμόρφωση, τα κατάλληλα αναλώσιμα αντίμετρα και η διαδοχή εκτόξευσης επιλέγονται από το AN/ALE-47 με βάση πληροφορίες που παρέχουν ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός πτήσης και το RWR του αεροσκάφους.
Στις παραπάνω διαμορφώσεις η εντολή διανομής αναλωσίμων αντιμέτρων προέρχεται από τους χειριστές, ενώ αντίθετα η αυτόματη διαμόρφωση καθιστά περιττή οποιαδήποτε
παρέμβαση ή ενέργεια του πληρώματος: το σύστημα διανομής εκτελεί αυτόματα το σύνολο των λειτουργιών περιλαμβανομένων του καθορισμού προτεραιότητας αντιμετώπισης απειλών και φυσικά της επιλογής αντιμέτρων και διαδοχής εκτόξευσης. H χωρητικότητα κάθε μονάδας AN/ALE-47 ή AN/ALE-40 από τις δύο ενός F-16C/D είναι εναλλακτικά 30 φυσίγγια αεροφύλλων, 15 θερμοβολίδες MJU-7A/B ή 6 θερμοβολίδες MJU-10, ενώ είναι δυνατή η μεταφορά μικτού φορτίου. Ωστόσο το AN/ALE-47 παρέχει την πρόσθετη ικανότητα διανομής του μελλοντικού αναλώσιμου ενεργού μονοπαλμικού παρεμβολέα STRAP, για την ανάπτυξη του οποίου διαγωνίζονται οι Lockheed Sanders και Tracor.
O παρεμβολέας του ASPIS είναι ο AN/ALQ-187, επίσης της Raytheon: σύμφωνα με την περιγραφή του συστήματος, στα χαρακτηριστικά του περιλαμβάνονται η διαχείριση ισχύος και η αντιμετώπιση πολλαπλών απειλών παλμικών, PD και CW Radar. Οι αγοραστές μπορούν να επιλέξουν την κάλυψη ζωνών συχνοτήτων, ενώ τα δεδομένα απειλών και οι τεχνικές ECM προγραμματίζονται από τους χρήστες για τον αυτόματο εντοπισμό και την αντιμετώπιση πολλαπλών απειλών ραντάρ κοινής ή διαφορετικής τεχνολογίας.
H δυνατότητα επαναπρογραμματισμού μόλις πριν από την πτήση επιτρέπει την ενσωμάτωση των πλέον πρόσφατων πληροφοριών για τα δεδομένα απειλών και κατάλληλα τροποποιημένων αρχείων τεχνικών ECM. Δεν αποκλείεται ο παρεμβολέας I-DIAS να έλαβε τον κωδικό AN/ALQ-187, σε κάθε περίπτωση όμως πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στον ημερήσιο Τύπο αναφέρουν πως η ολοκλήρωση της ανάπτυξης του συστήματος θα απαιτήσει χρονικό διάστημα ενός έως τριών ετών! Επιπλέον, εφόσον ο παρεμβολέας του ASPIS κατάγεται από το σύστημα ΔΙΑΣ είναι φυσικό να δημιουργούνται ανησυχίες για τις επιδόσεις του εξοπλισμού EW των F-16C της ΠΑ. H δυνατότητα εγκατάστασης και λειτουργίας του ASPIS στα αεροσκάφη αυτά φαίνεται πως θεωρείται δεδομένη, έτσι η ολοκλήρωση της ανάπτυξης του παρεμβολέα είναι η κύρια πηγή τεχνολογικού κινδύνου, ο οποίος όμως προφανώς θεωρήθηκε από την ΠΑ χαμηλότερος του αντίστοιχου για την πιστοποίηση της εγκατάστασης και λειτουργίας του συστήματος ZEUS σε F-16C.
Υπενθυμίζεται πως το σύστημα της GEC Marconi είναι πλήρως ανεπτυγμένο και ήδη τέθηκε σε επιχειρησιακή χρήση από την RAF. Επιπλέον το ZEUS σχεδιάστηκε εξαρχής ως ολοκληρωμένο σύστημα EW, ενώ αντίθετα το ASPIS αποτελείται από ανεξάρτητα συστήματα που ολοκληρώνονται με πυρήνα οποιοδήποτε από τα RWR της Litton επιλέξει κάποιος αγοραστής. Μάλιστα η ΠΑ είναι προς το παρόν η μοναδική αεροπορική δύναμη που επέλεξε το σύστημα ASPIS ως ολοκληρωμένο σύνολο και ειδικά τον παρεμβολέα: η επιλογή εμπορικής αντί διακρατικής σύμβασης παρά τις διακηρυγμένες προτιμήσεις της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, ίσως εξηγείται από την επιθυμία άμεσου ελέγχου των κατασκευαστών και πρόσθετης εξασφάλισης με ρήτρα αποζημίωσης σε περίπτωση αποτυχίας του προγράμματος ανάπτυξης.
Βεβαίως η επιλογή του ASPIS δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς μόνον η ΠΑ διαθέτει το σύνολο των στοιχείων για το σύστημα αυτό και τα ανταγωνιστικά του, όπως και τα εξειδικευμένα στελέχη για την αξιολόγηση των προσφορών. Καθώς όμως η παράδοση και εγκατάσταση των συστημάτων αναμένεται νααπαιτήσει τουλάχιστον πέντε έτη, αναδεικνύεται ο κίνδυνος συρρίκνωσης των τεχνολογικών περιθωρίων αναβάθμισης για την αντιμετώπιση μελλοντικών απειλών, εφόσον το ASPIS προσφέρθηκε αρχικά το 1988 και στην έκδοση για την ΠΑ προέρχεται από εξέλιξη ακόμη παλαιοτέρων συστημάτων. Πέραν της αξιοποίησης των ραγδαίων εξελίξεων στην τεχνολογία των κεραιών, δεκτών και μικροεπεξεργαστών, ήδη διαφαίνεται απαίτηση της κάλυψης συχνοτήτων τουλάχιστον του RWR στην K ζώνη -20 – 40GHz- της οποίας η χρήση επεκτείνεται σε συστήματα κατευθυνομένων βλημάτων.
Είναι γνωστή η παραγγελία βλημάτων αέρος-αέρος Hughes AIM-120 AMRAAM από την THK, των οποίων ο ενεργός ερευνητής PD Radar πιθανολογείται πως λειτουργεί σε συχνότητα 24,05-24,25GHz. Επίσης ο Τουρκικός Στρατός και η THK διαθέτουν συνολικά 72 μονάδες βολής βλημάτων εδάφους-αέρος RAPIER με 28 Radar ιχνηλάτησης στόχου τύπου DN181 BLINDFIRE της GEC Marconi: από την περιγραφή του ως ραντάρ χιλιοστομετρικού μήκους κύματος συνάγεται πως λειτουργεί σε συχνότηταμ 33,4-36GHz. Πρόσθετη πιθανή μελλοντική απαίτηση είναι η ολοκλήρωση συστήματος Προειδοποίησης Προσέγγισης Βλημάτων (Missile Approach Warning: MAW) τύπου PD Radar ή υπερύθρων (IR) στα συστήματα EW τακτικών αεροσκαφών: είναι αυτονόητο πως οι δέκτες RWR δεν παρέχουν προειδοποίηση για βλήματα παθητικής καθοδήγησης IR όπως το FIM-92B Stinger RMP, συνεπώς η εγκατάσταση συστήματος MAW ειδικά σε αεροσκάφη προσβολής είναι κρίσιμη.
Ακόμη και τα βλήματα AIM-9L μπορούν να εκτοξευθούν χωρίς να λειτουργεί το ραντάρ του αεροσκάφους και συνεπώς τα RWR των στόχων δεν παρέχουν προειδοποίηση. H διαδικασία επιλογής συστήματος EW για τα σύγχρονα μαχητικά της ΠΑ αποτελεί το πλέον εξωφρενικό δείγμα ανεπάρκειας και αποτυχίας του συστήματος προμηθειών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων: μετά την τραγική απόφαση εγχώριας ανάπτυξης του συστήματος, θα ανέμενε κανείς την ταχύτατη και απρόσκοπτη κατακύρωση του διαγωνισμού του 1988. Αντίθετα ακολούθησε ακατανόητη πενταετής καθυστέρηση για την επιλογή του ASPIS, ενώ η THK επέλεξε ήδη από το 1989 το μοναδικό διαθέσιμο τότε ολοκληρωμένο σύστημα EW εσωτερικής εγκατάστασης για F-16C/D, τύπου Loral RAPPORT III. Εξαιτίας της καθυστέρησης και της επιμονής στις αρχικές προσφορές, αποκλείστηκαν από την αξιολόγηση προηγμένα συστήματα που δεν ήταν όμως διαθέσιμα το 1988.
Ακόμη και αν αγνοηθεί η πρόταση της Loral και πέραν των συστημάτων που αναφέρθηκαν ήδη, η Dalmo Victor ως τμήμα της General Instrument διαφήμιζε στις αρχές του 1989 το σύστημα AN/ALR-87 ως κορυφαίο RWR μεταξύ των προϊόντων της. Είναι άλλωστε βέβαιο πως εάν επιτρεπόταν η υποβολή πρόσθετων προτάσεων, μετά την εξαγορά των δραστηριοτήτων EW της General Instrument στα μέσα του 1991 η Litton θα προσέφερε κάποιο από τα δικά της RWR αντί του AN/ALR-66(VH)I: μεταξύ των προϊόντων
της μάλιστα, η εταιρία θεωρεί κορυφαίο RWR το AN/ALR-74(V)5.
Πάντα ενδεικτικά, είναι πλέον διαθέσιμο το ολοκληρωμένο Σύστημα Ηλεκτρονικού Πολέμου 16 (EWS 16) της Dassault Electronique, που σχεδιάστηκε ειδικά για εσωτερική εγκατάσταση σε F-16A/B και F-16C/D: η Βελγική Αεροπορία ήδη επέλεξε την έκδοση CARAPACE του υποσυστήματος RWR του EWS 16 για τον εξοπλισμό των F-16A/B μετά την ακύρωση του RAPPORT III! Τα παραπάνω βεβαίως δεν θα ίσχυαν εάν η επιλογή ήταν έγκαιρη, οπότε τα F-16C/D θα διέθεταν ήδη συστήματα EW. Στην περίπτωση του παρεμβολέα εσωτερικής εγκατάστασης υπήρχαν αντικειμενικά προβλήματα λόγω των ελάχιστων εναλλακτικών επιλογών προέλευσης ΗΠΑ: αξίζει πάντως να επισημανθεί πως ο παρεμβολέας AN/ALQ 178(V)3 (που επέλεξε η Τουρκία) εξετάζεται από την USAF ως εναλλακτική επιλογή αντί του AN/ALQ-165 ASPJ για εσωτερική εγκατάσταση στα F-16C/D, σε αντίθεση με τον παρεμβολέα του ASPIS.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο πως για λόγους κόστους δεν θα εξοπλιστεί με παρεμβολέα το σύνολο των 79 F-16C/D: αυτό ήταν αναμενόμενο για τα F-16D, αλλά εάν ο αριθμός παρεμβολέων είναι υπερβολικά χαμηλός τότε η λογική καθεαυτή της εσωτερικής εγκατάστασης αμφισβητείται. Πράγματι στην περίπτωση αυτή, η καθήλωση για επισκευή ή συντήρηση των αεροσκαφών με παρεμβολείς θα συνεπάγεται επίσης την αδρανοποίηση των τελευταίων που θα είναι ήδη ανεπαρκείς σε αριθμό.
Υπό ανάλογες συνθήκες θα ήταν ίσως προτιμότερη η επιλογή ατρακτιδίων ενεργών ECM, όπως το κορυφαίο Westinghouse AN/ALQ-131(V) Block II και το χαμηλότερου κόστους Raytheon AN/ALQ-184 παρά τον περιορισμό του μεταφερομένου οπλικού φορτίου λόγω της δέσμευσης ενός φορέα του αεροσκάφους. Είναι αξιοσημείωτη η ευρηματική επιλογή της Αεροπορίας της Δανίας που συνεργάστηκε με τις εταιρίες Per Udsen και TERMA Elektronik για την ενσωμάτωση του AN/ALQ-162 σε πυλώνα βομβών MAU-12 (ECMIPS) επιτρέποντας την ανάρτηση του παρεμβολέα στον έβδομο πτερυγικό φορέα των F-16A/B και F-16C/D χωρίς να μειώνεται η ικανότητα μεταφοράς οπλικού φορτίου!
Τέλος πρέπει να σημειωθεί πως δεν υπάρχουν πληροφορίες για την εγχώρια συμμετοχή στην κατασκευή ή συναρμολόγηση των συστημάτων, αλλά θεωρείται βέβαιο πως η εγκατάσταση θα ανατεθεί στην EAB. Πάντως δόθηκαν διαβεβαιώσεις πως η ΠΑ θα διαθέτει πλήρη πρόσβαση στον κώδικα του λογισμικού του ASPIS, για τον επαναπρογραμματισμό των αλγορίθμων επεξεργασίας και της βιβλιοθήκης απειλών ώστε να προσαρμόζονται στις ειδικές απαιτήσεις αντιμετώπισης της Τουρκικής απειλής.
ZEUS
H Βρετανική GEC Marconi Defence Systems ανέπτυξε το Ολοκληρωμένο Σύνολο Αμυντικών Βοηθημάτων (Integrated Defensive Aids Suite: IDAS) ZEUS για τον εξοπλισμό των αεροσκαφών HARRIER GR.5 και GR.7 της RAF: καθώς τα αεροσκάφη αυτά προορίζονταν για ρόλους εγγύς υποστήριξης στην Κεντρική Ευρώπη, στο πλέον επικίνδυνο και εχθρικό περιβάλλον αεροπορικών επιχειρήσεων διεθνώς, το ZEUS ενσωματώνει προηγμένη τεχνολογία, ενώ τέθηκε σε επιχειρησιακή χρήση μόλις το 1991. Το υψηλών επιδόσεων υποσύστημα RWR καλύπτει τις ζώνες συχνοτήτων C έως J με διαφορετικές κεραίες χαμηλής και υψηλής περιοχής συχνοτήτων που καλύπτουν αζιμούθιο 360ψ και ανύψωση ρ45ψ, ενώ η ακρίβεια DF εξαρτάται από την εγκατάσταση σε διαφορετικά αεροσκάφη: το υποσύστημα χρησιμοποιεί πολυδιαυλικό υπερετερώδυνο δέκτη με ικανότητα IFM που τροφοδοτεί τον Αποδιαμορφωτή Σημάτων Video (VSD).
H μονάδα VSD εκτελεί μέτρηση των χαρακτηριστικών παλμικών και CW σημάτων ραντάρ περιλαμβανομένων των δεδομένων Διεύθυνσης ‘φιξης (DOA), Χρόνου Άφιξης (TOA), συχνότητας, Διάκενου Επανάληψης Παλμών (PRI), πλάτους και εύρους παλμών, καθώς και ρυθμού σάρωσης. H Μονάδα Επεξεργαστή Δεδομένων (DPU) συνολικής μνήμης 64Kbytes συγκρίνει τα δεδομένα αυτά με τα χαρακτηριστικά τουλάχιστον 1.000 πομπών της βιβλιοθήκης απειλών παρέχοντας ακριβή αναγνώριση. H μονάδα DPU επικοινωνεί μέσω της αρτηρίας δεδομένων του συστήματος ZEUS με εξειδικευμένη μονάδα ελέγχου και οθόνη, ενώ εναλλακτικά είναι δυνατή η χρήση των διαθέσιμων μονάδων ελέγχου και οθονών του αεροσκάφους.
Επίσης μέσω της αρτηρίας η μονάδα DPU μεταβιβάζει τα δεδομένα των λαμβανομένων σημάτων στον παρεμβολέα του συστήματος ZEUS που ανέπτυξε η Northrop ως υποκατασκευαστής της GEC Marconi. H Μονάδα Παραγωγής Τεχνικών (TGU) επιλέγει την κατάλληλη μέθοδο για την αντιμετώπιση κάθε απειλής και διαμορφώνει τα σήματα παρεμβολής που κατόπιν ενισχύονται από δύο πομπούς και εκπέμπονται με κυκλική πόλωση μέσω τριών κεραιών στην περίπτωση του F-16C. Οι τεχνικές ενεργών ECM περιλαμβάνουν παρεμβολή θορύβου με Διαμόρφωση Εύρους (AM) ή Συχνότητας (FM), παρεμβολή Παραπλάνησης και Απόσπασης Θύρας Ταχύτητας (VGPO). H τεχνική VGPO παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση PD Radar που χρησιμοποιούν φίλτρα στενής περιοχής συχνότητας, τα οποία εκτελούν πρόσκτηση της μετατόπισης συχνότητας Doppler του στόχου και ιχνηλατούν τη μεταβολή της: ο παρεμβολέας αναπαράγει και εκπέμπει το λαμβανόμενο σήμα με παραποιημένη ή μηδενική μετατόπιση Doppler ώστε το εχθρικό ραντάρ να εξάγει ταχύτητα στόχου διαφορετική της πραγματικής ή να θεωρηθεί ο στόχος ακίνητος, με συνέπεια να διακοπεί η πρόσκτηση.
Αξίζει επίσης να επισημανθεί η ικανότητα αντιμετώπισης βλημάτων με διαμόρφωση παθητικής καθοδήγησης εναντίον πηγών παρεμβολής (HOJ) όπως το Hughes AIM-120 AMRAAM: εφόσον διαπιστωθεί πως το ραντάρ καθοδήγησης του βλήματος δεν λειτουργεί, διακόπτεται αυτόματα η λειτουργία του παρεμβολέα. Βεβαίως η ικανότητα αυτή προϋποθέτει επέκταση της κάλυψης συχνότητας του υποσυστήματος RWR στην Κ-ζώνη η οποία σύμφωνα με δημοσιευμένες πληροφορίες προσφέρθηκε στην ΠΑ. H ταχύτητα αντίδρασης του παρεμβολέα είναι τυπικά 1sec, το εύρος συχνοτήτων παρεμβολής προσαρμόζεται στις ειδικές απαιτήσεις αντιμετώπισης κάθε απειλής, ενώ ο αριθμός των ταυτόχρονα εμπλεκομένων παλμών ραντάρ και η Αποτελεσματική Εκπεμπόμενη Ισχύς (ERP) καλύπτουν τις απαιτήσεις αντιμετώπισης των χειρότερων συνθηκών πυκνότητας απειλών Radar.
Το σύστημα διαθέτει εξοπλισμό BITE για τον εντοπισμό βλαβών σε επίπεδο αντικαταστάσιμων μονάδων (LRU). H βιβλιοθήκη απειλών και οι τεχνικές παρεμβολής μπορούν να επαναπρογραμματιστούν προ της πτήσης. H μέγιστη απαίτηση ισχύος είναι 4kVA, το συνολικό βάρος φθάνει τα 118kg και ο όγκος τα 112lt. H μονάδα DPU μπορεί να διασυνδεθεί με την αρτηρία δεδομένων του αεροσκάφους και μέσω αυτής με τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό πτήσης και αποστολής. Επίσης μέσω της εσωτερικής αρτηρίας του, το ZEUS ενεργοποιεί και ελέγχει το σύστημα διανομής αεροφύλλων/θερμοβολίδων.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως το ZEUS μπορεί να ολοκληρωθεί με το ενεργό σύστημα Προειδοποίησης Προσέγγισης Βλημάτων (MAW) τύπου GEC Plessey Avionics PVS2000: πρόκειται για PD Radar που παρέχει προειδοποίηση επερχομένων βλημάτων από το ουραίο ημισφαίριο σε επαρκή ακτίνα για την εκτόξευση αναλωσίμων αντιμέτρων. Το σύστημα αποτελείται από 5 LRU με συνολικό βάρος 14,5kg. Οι παραδόσεις του PVS2000 για εγκατάσταση στα HARRIER GR.5 και GR.7 της RAF άρχισαν στα τέλη του 1991, ενώ η GEC
Plessey Avionics ανέλαβε επίσης την προσαρμογή του συστήματος στο αεροσκάφος TORNADO GR.1 IDS.