Αφιέρωμα: 44 χρόνια από την πρώτη πτήση του Panavia Tornado

«Για να θυμίζει στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού ότι η Ευρώπη ξέρει ακόμα να σχεδιάζει και κατασκευάζει μαχητικά αεροσκάφη υψηλών επιδόσεων»
Υπό μία έννοια, το παραπάνω ήταν ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα της συγκεκριμένης σχεδίασης. Το γεγονός ότι ώθησε τις μεγαλύτερες αεροναυπηγικές βιομηχανίες της Ευρώπης να συνεργαστούν για να υπερκεράσουν τις διαφορές τους και να καταλήξουν σε ένα κοινό σχέδιο που θα μπορούσε να κατασκευαστεί σε μεγάλους αριθμούς καλύπτοντας πολλές διαφορετικές απαιτήσεις.

Το αποτέλεσμα ήταν ένα αεροσκάφος με πτέρυγες μεταβλητής γεωμετρίας, με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που αυτό συνεπαγόταν, που πράγματι προσαρμόστηκε σε πολλούς διαφορετικούς ρόλους, αν κι όχι χωρίς προβλήματα.
Το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμούσε κατά βάση ένα αναχαιτιστικό υψηλών επιδόσεων για την αντιμετώπιση των τότε κυμάτων σοβιετικών υπερηχητικών βομβαρδιστικών που αναμένονταν από τον βόρειο Ατλαντικό σε περίπτωση μαζικής πολεμικής αναμέτρησης.
Οι άλλες δυο χώρες της κοινοπραξίας όμως, Ιταλία και Γερμανία δεν ενδιαφέρονταν για κάτι τέτοιο και προσανατολίστηκαν σε μία έκδοση κρούσης, που τελικά αποκτήθηκε και από το Ηνωμένο Βασίλειο.

Έτσι λοιπόν, το Tornado κατασκευάστηκε σε τρεις κύριες εκδόσεις: Την ADV (Air Defense Variant) με ισχυρότερο ραντάρ σε διαμορφώσεις αέρος-αέρος, διαφορετικό συγκρότημα μετάκαυσης για καλύτερες επιδόσεις επιτάχυνσης καθώς και ικανότητα μεταφοράς τεσσάρων πυραύλων Skyflash για αναχαιτίσεις πέραν του ορίζοντα.
Τα πρώτα χρόνια, καθώς το ραντάρ ΑΙ.24 Foxhunter αντιμετώπισε προβλήματα με την ανάπτυξη κι ολοκλήρωσή του, προκειμένου τα αεροσκάφη να μπορούν να πραγματοποιούν έστω αναχαιτίσεις εντός οπτικού πεδίου, πετούσαν με τσιμεντένιο έρμα στην θέση του ραντάρ…
Η έκδοση ADV σχεδιάστηκε με βάση την έκδοση κρούσης, την IDS (Interdictor / Strike) που ήταν κι η βασική έκδοση που παράχθηκε και στους μεγαλύτερους αριθμούς. Η έκδοση αυτή εξελίχθηκε αρκετά με τα χρόνια και πιστοποιήθηκαν αρκετά όπλα και συστήματα.

Απέδειξε την αξία της στον πόλεμο του Κόλπου το 1991, όπου λόγω των δύσκολων αποστολών που τους ανατέθηκαν (προσβολές στόχων σε χαμηλό ύψος) είχαν αρκετές απώλειες και μάλιστα κρίθηκε απαραίτητο να επιστρατευθούν Blackburn Buccaneer για την συνοδεία τους λόγω του ότι είχαν ήδη πιστοποιηθεί στην μεταφορά και χρήση ατρακτιδίων κατάδειξης λέιζερ.
Η τρίτη έκδοση ήταν η έκδοση ECR (αναγνώρισης / ηλεκτρονικού πολέμου), που χρησιμοποιήθηκε κατά βάση σε αποστολές καταστολής αεράμυνας, ενώ ειδικά με την γερμανική Αεροπορία Ναυτικού χρησιμοποιήθηκε για αποστολές ναυτικής κρούσης με αντιπλοϊκούς πύραυλους Kormoran.
Συνολικά κατασκευάστηκαν 992 Tornado όλων των εκδόσεων και για τις τρεις χώρες της κοινοπραξίας και την Σαουδική Αραβία. Έχουν αποσυρθεί σε υπηρεσία στο Ηνωμένο Βασίλειο έχοντας αντικατασταθεί από τα Eurofighter Typhoon και πλέον και τα F-35B. Πρόκειται να αντικατασταθούν και σε ιταλική και γερμανική υπηρεσία, εν μέρει από τους ανωτέρω τύπους.

Με αφορμή την εν θέματι επέτειο, αναδημοσιεύουμε το παρακάτω αφιέρωμα στα Tornado σε υπηρεσία με την γερμανική Αεροπορία – Luftwaffe, όπως δημοσιεύθηκε στο τεύχος 89 της Π&Δ που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1992:
LUFTWAFFE TORNADO: ΔΕΚΑ XPONIA META
Δέκα χρόνια μας χωρίζουν από την ημέρα που το μαχητικό PANAVIA Τορνέιντο μπήκε για πρώτη φορά σε υπηρεσία στην Ομοσπονδιακή Γερμανική Πολεμική Αεροπορία, Λούφτβάφε. Στη διάρκεια αυτού του χρόνου το οπλικό σύστημα ωρίμασε τόσο όσον αφορά το αεροσκάφος και τα συστήματά του όσο και την επιχειρησιακή του χρήση. Είναι λοιπόν ο χρόνος κατάλληλος να σταματήσουμε και πάλι και να εξετάσουμε το Τορνέιντο από τεχνικής και επιχειρησιακής σκοπιάς.
Κείμενο και φωτογραφίες: Ρικάντο Νικόλι
Για την (τότε) Δυτική Γερμανία, το τριεθνικό Μαχητικό Πολλαπλών Ρόλων MRCA (Multi Role Combat Aircraft) αποτελούσε το μεγαλύτερο και πλέον φιλόδοξο στρατιωτικό πρόγραμμα που είχε λάβει χώρα στη μεταπολεμική Ευρώπη και περιλάμβανε τη σχεδίαση, εξέλιξη και κατασκευή ενός αεροσκάφους. Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και την περίοδο αυτή, όλα τα μαχητικά αεροπλάνα που είχαν ενταχθεί στη δύναμη της Λούφτβάφε είχαν αγοραστεί από το εξωτερικό ή είχαν κατασκευαστεί στη Γερμανία κατόπιν αδείας.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 η γερμανική όπως και άλλες αεροπορίες ευρωπαϊκών χωρών μελών του NATO επικέντρωναν την προσοχή τους στην αναζήτηση ενός αντικαταστάτη για το F-104 Στάρφάιτερ. Μερικές από τις ενδιαφερόμενες χώρες ευνοούσαν και πάλι την παραγωγή μετά από άδεια ενός, αμερικανικής σχεδίασης, αεροσκάφους (το F-16 επιλέχθηκε τελικά από το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Δανία και τη Νορβηγία), άλλες όπως η Βρετανία, η Γερμανία και η Ιταλία αποφάσισαν να συνεχίσουν με μιά δική τους σχεδίαση και κατασκευή. Κάτω από το χαρακτηρισμό του σαν αεροσκάφους πολλαπλών ρόλων, το μαχητικό έκρυβε τους συμβιβασμούς που είχαν γίνει απαραίτητοι για να καλυφθούν οι επιχειρησιακές ανάγκες των τριών χωρών. Παρ_ όλα αυτά το Τορνέιντο υπήρξε ένα από τα λίγα αεροσκάφη που σχεδιάστηκε εξαρχής σαν αεροσκάφος διώξεως-βομβαρδισμού. Το 1969 υπήρξε η χρονιά που ιδρύθηκε ο οργανισμός του NATO για την ανάπτυξη του MRCA, NAMMO και το διαχειριστικό του όργανο NAMMA. Τον ίδιο χρόνο σχηματίστηκε στη Γερμανία και η εταιρία Panavia Aircraft GmbH, με σκοπό την τεχνική διαχείριση και την εμπορική προώθηση του προγράμματος. Το πρόγραμμα των εργασιών διαμοιράστηκε ανάμεσα στους τρεις κύριους υποκατασκευαστές σε ποσοστά: 42,5% για την MBB, 42,5% για την BAC και 15% για την Αεριτάλια. H ανάπτυξη κινητήρων για το νέο αεροσκάφος αποτέλεσε αντικείμενο ξεχωριστής συμφωνίας με την ίδρυση της Turbo Union LTD με τη συμετοχή των Ρολς-Ρόις (40%), MTU (40%) και FIAT (20%). Οι εργασίες για την κατασκευή του πρώτου πρωτοτύπου (D-9541/P-01) ξεκίνησαν ταυτόχρονα στη Γερμανία και M. Βρετανία στις 25 Σεπτεμβρίου 1970. Το αεροπλάνο αυτό έκανε την παρθενική του πτήση στο Μάντνσιχ στις 14 Αυγούστου 1974 με πλήρωμα τους δοκιμαστές χειριστές Πολ Μίλετ και Νιλς Μάιστερ.
H αρχική συμφωνία προέβλεπε την αγορά από τη Βρετανική Πολεμική Αεροπορία, RAF 385 Τορνέιντο (σε δύο εκδόσεις), 100 αεροσκαφών από την Ιταλική Πολεμική Αεροπορία AMI, ενώ 324 Τορνέιντο θα επρομηθεύετο η Γερμανία (212 για τη Λούφτβάφε και 112 για την αεροπορία του Γερμανικού Ναυτικού). Το δεύτερο και σημαντικότερο βήμα για τη Γερμανία αποτέλεσε η πρώτη πτήση του δευτέρου πρωτοτύπου (D-9542/P-02) στις 2 Σεπτεμβρίου του επομένου χρόνου. Το αεροπλάνο αυτό καταστράφηκε πέντε χρόνια αργότερα με την απώλεια μάλιστα του πληρώματός του. Το τρίτο και τελευταίο “γερμανικό” πρωτότυπο (D-9806/P-07) πρωτοπέταξε στις 30 Μαρτίου 1976 και χρησιμοποιήθηκε στην αξιολόγηση του ραντάρ παρακολούθησης αναγλύφου και τις δοκιμές του αυτόματου πιλότου. Μετά τη σειρά αυτή των πρωτοτύπων ακολούθησε η κατασκευή των μοντέλων προπαραγωγής ανάμεσα στα οποία τα P-11, P-13 και P-16 αποτέλεσαν γερμανική ευθύνη. Τα τελευταία δύο από αυτά μετά την περάτωση των δοκιμών τροποποιήθηκαν σε μοντέλα παραγωγής και παραδόθηκαν σαν επιχειρησιακά αεροπλάνα στη Λούφτβάφε.
Το πρώτο Τορνέιντο παραγωγής από την αρχική παρτίδα (ακολούθησαν πολλές δεδομένου ότι όλα τα αεροπλάνα δεν παραγγέλθηκαν συγχρόνως) παραγγέλθηκε το 1976. Από αυτή, 17 αεροσκάφη προορίζοντο για τη Γερμανία. Τρία ήσαν του τύπου κρούσης GS (German Strike) και 14 της εκπαιδευτικής έκδοσης GT (German Trainer) με αριθμούς μητρώου 4301-4217. ‘Ολα παραδόθηκαν στο Γκότεσμορ όπου βρισκόταν και η τριεθνική εκπαιδευτική μοίρα των Τορνέιντο TTTE, με σκοπό την κοινή εκπαίδευση των πληρωμάτων από τις τρεις χώρες. Το πρώτο γερμανικό Τορνέιντο έφτασε στο Γκότεσμορ στις 3 Σεπτεμβρίου του 1980. H άφιξη των πρώτων αεροσκαφών της δεύτερης παρτίδας αγοράς (από τα οποία, 40 προορίζοντο για τη Γερμανία), επέτρεψε στη Λούφτβάφε να σχηματίσει την πρώτη επιχειρησιακή μοίρα WaffenausbildungsKommando (WaKo) στο ‘Εαρτινγκ. H μονάδα αυτή αρχικά ανέλαβε την εξοικείωση των πληρωμάτων της Λούφτβάφε και της Μαρινφλίγκερ με τα οπλικά συστήματα του αεροπλάνου. H επιχειρησιακή αξιολόγηση υπήρξε (και αποτελεί ακόμη και σήμερα έργο της μονάδας δοκιμών της Λούφτβάφε Erprobungstelle 61 Est. 61, σήμερα WTD.61).
H δύναμη της μοίρας WaΚο ήταν 16 αεροσκάφη στο τέλος του 1982. Την περίοδο αυτή η πρώτη πτέρυγα της Αεροπορίας του Γερμανικού Ναυτικού MFG-1 άρχισε να λαμβάνει τα νέα μαχητικά. Στην πραγματικότητα το Ναυτικό είχε πάρει την απόλυτη προτεραιότητα στο πρόγραμμα, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα 32 από τα 68 Τορνέιντο της τρίτης παρτίδας αγοράς να καταλήξουν σ’ αυτό. Τα αεροπλάνα εντάχθηκαν επιχειρησιακά στην 2 Staffel/MFG-1. H ειδική εκπαίδευση των γερμανικών πληρωμάτων λάμβανε χώρα στο Κάουφμπιούρεν, έδρα του Technischeschule der Luftwaffe (TSLw-1) που είχε παραλάβει τα πρώτα Τορνέιντο ενωρίς το 1982. Στο τέλος του ίδιου χρόνου, η μοίρα WaKo, ή πιό επίσημα TG-11 (Tornado Technische Gruppe 11) εντάχθηκε στην πτέρυγα LwVergRegt-1 (Luftwaffenversorungsregiment 1), έχοντας ουσιαστικά τερματίσει την αποστολή της εκπαιδεύοντας πέντε σειρές χειριστών. Πραγματικά, την 1η Ιουλίου 1983, στο Γιέβερ με αεροσκάφη από την WaKo σχηματίστηκε η μοίρα δίωξης-βομβαρδισμού JaboG-38 (Jagbombergeschwader 38) για την επιχειρησιακή εκπαίδευση των πληρωμάτων τόσο της Αεροπορίας όσο και του Ναυτικού.
H πρώτη μάχιμη μονάδα υπήρξε η JaboG-31 _Boelcke_ που άρχισε να εξοπλίζεται με Τορνέιντο τον Αύγουστο του 1983. Το πρώτο αεροπλάνο ένα GS με αριθμό μητρώου 4398 έφτασε στη βάση του Νόρβιχ την 2α Αυγούστου. Την περίοδο αυτή η Λούφτβάφε έλαβε την απόφαση να μειώσει τον αριθμό αεροσκαφών ανά Geschwader από 42 σε 36 μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι παραδόσεις. Το πρώτο γερμανικό Τορνέιντο που χάθηκε, ευτυχώς χωρίς θύματα ήταν ένα αεροπλάνο του Ναυτικού, το 4366 που συνετρίβη στη θάλασσα έξω από τη Δανική ακτή στις 1 Ιανουαρίου 1984. H τρίτη μονάδα της Λούφτβάφε που εξοπλίστηκε με τον τύπο υπήρξε η JaboG-32 με έδρα το Λάχφελτ που παρέλαβε τα αεροσκάφη της τον Αύγουστο του 1984. Μετά από μικρή διακοπή για τον εξοπλισμό της πτέρυγας MFG-2 του Γερμανικού Ναυτικού οι παραδόσεις Τορνέιντο προς την Αεροπορία επαναλήφθηκαν σε δύο μονάδες αντικαθιστώντας μαχητικά F-104G: την JaboG-33 στο Μπούχελ από τον Μάιο του 85 και αργότερα την JaboG-34 αρχίζοντας τον Αύγουστο του 87. Ακριβώς ένα χρόνο αργότερα παραδόθηκε στη μονάδα αυτή και το τελευταίο (212ο) Τορνέιντο με αριθμό μητρώου 4603. Θεωρητικά υπάρχει και μιά έκτη μονάδα Τορνέιντο στη Γερμανική Αεροπορία, η JaboG-39 που ενεργοποιείται όμως μόνον σε περίοδο πολέμου λαμβάνοντας αεροπλάνα σε διοικητικό παροπλισμό και από τη μοίρα TTTE.
Στη διάρκεια του 1985, η Λούφτβάφε ανακοινώνει την πρόθεσή της να παραγγείλει 40 επιπλέον αεροσκάφη στα πλαίσια μιάς έβδομης παρτίδας παραγωγής. Τα αεροσκάφη αυτά θα προορίζοντο να αναλάβουν αποκλειστικά τους ρόλους της αναγνώρισης και του ηλεκτρονικού πολέμου. H νέα έκδοση, γνωστή σαν ECR (Electronic Countermeasures and Recce) θα ενσωμάτωνε ισχυρότερο υπολογιστή, νέους αισθητήρες, επιπρόσθετη ικανότητα ηλεκτρονικών αντιμέτρων και δυνατότητα μεταφοράς νέων όπλων. Παράλληλα με τις αποστολές αναγνώρισης παντός καιρού, τα Τορνέιντο ECR θα αναλαμβάνουν αποστολές καταστολής της εχθρικής αεράμυνας, γνωστής στην USAF, σαν Wild Weasel. H σχεδίαση παγιώθηκε το Δεκέμβριο του 1985 και ανατέθηκε στην MBB να υλοποιήσει το πρόγραμμα. Το Μάρτιο του 1987 ξεκίνησε η ενσωμάτωση στο οπλικό σύστημα των πυραύλων αντιραντάρ AGM-88 HARM που πραγματοποιήθηκε από την MFG-1 χρησιμοποιώντας το μοντέλο προπαραγωγής P-13. Οι πτητικές δοκιμές του ECR ξεκίνησαν στις 18 Αυγούστου 1988 στο κέντρο δοκιμών της MBB. Τα αεροσκάφη που χρησιμοποιήθηκαν ήταν πρώην IDS: το 9803/P-16 και το 4575/GS-217 που διέθεταν κινητήρες RB. 199 Mk105. Στο μεταξύ, η αρχική παραγγελία ECR είχε μειωθεί από 40 σε 35 και το πρώτο από αυτά (με αριθμό μητρώου 6423) πρωτοπέταξε στις 26 Οκτωβρίου 1989 και συνέπεσε με την ολοκλήρωση των διαδικασιών πιστοποίησης του πυραύλου HARM. Τον Απρίλιο του 1990, το πρώτο αεροσκάφος ECR τοποθετήθηκε για αξιολόγηση σε μοίρα δοκιμών και ο επόμενος μήνας είδε την παράδοση των πρώτων αεροσκαφών σε δύο επιχειρησιακές μοίρες του JaboG-38. H δεύτερη μονάδα που εξοπλίστηκε ανάλογα υπήρξε η JaboG-32 στο Λέκφελτ, στις αρχές του 1991. H εισαγωγή αυτή σε υπηρεσία δεν υπήρξε χωρίς προβλήματα. Ενώ τα αεροσκάφη θα έπρεπε να είχαν ενταχθείεπιχειρησιακά στις μονάδες από το 1989, αυτό δεν έγινε πριν το 1991.
Μέχρι τα τέλη του 1991, η Λούφτβάφε έχει χάσει περίπου το 10% της δύναμης Τορνέιντο που διαθέτει, (περίπου 10 αεροσκάφη), όλα της έκδοσης IDS. Αυτό δεν είναι φυσικά το άρθρο που θα προχωρήσει σε εμπεριστατωμένη ανάλυση του μαχητικού. Αξίζει όμως τον κόπο να αναφερθούμε σε μερικά από τα χαρακτηριστικά της έκδοσης ECR. Θα πρέπει κατ_ αρχήν να τονιστεί ότι η έκδοση αυτή διατηρεί στο ακέραιο τις δυνατότητες εκτέλεσης των αποστολών που μπορεί να φέρει σε πέρας το Τορνέιντο IDS. Επιπλέον όμως ο πρόσθετος εξοπλισμός του επιτρέπει να εκτελεί αναγνώριση παντός καιρού, ημέρα και νύκτα, καθώς και καταστολή της εχθρικής αεράμυνας με παρεμβολές ή προσβολές των εχθρικών ραντάρ, κέντρων επικοινωνιών και διοικήσεως. Μιά άλλη αποστολή του θα είναι η επισήμανση των οδών διείσδυσης άλλων αεροσκαφών κρούσης (Pathfinder) αλλά και στόχων με δυνατότητα μετάδοσης των στοιχείων σε πραγματικό χρόνο καθώς και η υποστήριξη επιχειρήσεων ELINT. O εξοπλισμός που θα του επιτρέπει να εκτελεί την ποικιλία αυτή των αποστολών αποτελείται από: ϊ Ένα σύστημα επισήμανσης εκπομπών, της Τέξας Ίνστρουμεντς, που θα επιτρέπει τον προσδιορισμό του τύπου και της θέσης εχθρικών πομπών ραντάρ Σύστημα απεικόνισης στο υπέρυθρο φάσμα για οπτική αναγνώριση τοποθετημένο στο κάτω μέρος του επανασχεδιασμένου ρύγχους. ϊ Σύστημα ραδιοξεύξης ανάμεσα στο αεροσκάφος και σε σταθμούς εδάφους (ODIN, Operational Data Inteface). Προηγμένη σουίτα επικοινωνιών σε UHF, VHF και HF. ϊ Για ναυτιλία παντός καιρού χρησιμοποιείται FLIR, τοποθετημένο επίσης κάτω από το ρύγχος. Το σύνολο φυσικά αυτών των συστημάτων υποστηρίζεται από ισχυρό ηλεκτρονικό υπολογιστή που διαχειρίζεται τα συλλεγόμενα στοιχεία με τη σημαντική ικανότητα του επαναπρογραμματισμού πριν από κάθε αποστολή.
Όσον αφορά τον οπλισμό, το Τορνέιντο ECR μπορεί να μεταφέρει το σύνολο των συστημάτων που μεταφέρει και η έκδοση IDS, ενώ επιπλέον μπορεί να αξιοποιήσει πλήρως και τις δυνατότητες του πυραύλου αντι-ραντάρ AGM-88 HARM. Το αμερικανικής σχεδίασης αυτό βλήμα συγκεντρώνει πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους προκατόχους του επιτρέποντας προσβολές από μεγάλες αποστάσεις, ενώ παρουσιάζει ιδιαίτερη ευελιξία χρήσης χάρη στις τρεις διαφορετικές διαμορφώσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην επίθεση, τη μεγάλη διακριτική του ικανότητα και την αντοχή του στα ηλεκτρονικά αντίμετρα. Προσβολή των εχθρικών ραντάρ μπορεί επίσης να γίνει και με το βλήμα αέρος-εδάφους τύπου AGM-65D Maverick. O εγκλωβισμός του στόχου μπορεί να γίνει είτε με το FLIR, είτε με το ραντάρ ή τέλος με το ELS. Μια άλλη ουσιαστική διαφορά της έκδοσης ECR από την IDS είναι ότι για να βρεθεί χώρος για τα επιπλέον ηλεκτρονικά, χρειάστηκε να αφαιρεθεί το πυροβόλο των 27 χιλ. Για ενεργή και παθητική αυτοάμυνα, το ECR είναι ανάλογα εξοπλισμένο με το IDS: RWR της Itek AEG-Telefunken, διασπορέα αεροφύλλων/ παραπλανητικών φωτοβολίδων BOZ-107 και ατρακτίδιο ECM Cerberus II και III.
Όπως είναι γνωστό η καρδιά του Τορνέιντο ECR είναι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής που πάνω από όλα ελέγχει τη ναυτιλία και τα οπλικά συστήματα του αεροσκάφους. H Λούφτβάβε πρόσφατα αναβάθμισε τις ικανότητες όλων της των αεροσκαφών με ένα νέο υπολογιστικό σύστημα γνωστό σαν ATA, κατασκευασμένο από την Ντορνιέ. H εγκατάσταση του ATA έχει ξεκινήσει από τα Alpha Jet και προγραμματίζεται ακόμη να εξοπλίσει και το στόλο των F-4F. To σύστημα ενσωματώνει πολλές από τις καινοτομίες που είχε εισαγάγει το Τορνέιντο με τη δυνατότητα φόρτωσης των στοιχείων της αποστολής με ειδική κασέτα στο υπόστεγο του αεροσκάφους. Το ATA-T (Tornado) λειτουργεί με τον ακόλουθο τρόπο: Ένας ειδικός ηλεκτρονικός καταδείκτης _φορτώνει_ από έναν τοπογραφικό χάρτη τα σημεία που απαιτούνται για τη σχεδίαση της αποστολής χωρισμένης σε σκέλη. H καταγραφή γίνεται σε βιντεοταινία που συνεργάζεται με το σύστημα ναυτιλίας του αεροσκάφους. Το ATA ζητά από το βομβαρδιστή την εισαγωγή επιπρόσθετων στοιχείων που αφορούν στο προφίλ της αποστολής όπως τα ύψη πτήσης, τον καιρό που επικρατεί, τις λεπτομέρειες των διαφόρων σκελών, εναλλακτικές ενέργειες κ.α. H φόρτωση των στοιχείων αυτών γίνεται με κασέτα απ_ ευθείας στον υπολογιστή του αεροπλάνου, αλλά υπάρχει η δυνατότητα εκτύπωσης για μελλοντική ανάλυση. Χαρακτηριστικά σημεία της διαδρομής και σημεία αναφοράς μπορούν να εισαχθούν και να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή, ενώ η αποστολή μπορεί να επανασχεδιαστεί εν πτήσει. Οι δυνατότητες του συστήματος πάντως είναι σημαντικά μεγαλύτερες από τα στοιχεία που έχουν γίνει γνωστά.
Είναι όμως καιρός να συγκεντώσουμε την προσοχή μας στον έμψυχο παράγοντα, τους χειριστές και το πρόγραμμα εκπαίδευσης της Λούφτβάφε μετά από την αρχική τρίμηνη περίοδο στρατιωτικής εκπαίδευσηςστο Ροθ, οι νεαροί πιλότοι και βομβαρδιστές παρακολουθούν το σχολείο αξιωματικών Offizierschule der Luftwaffe (OsLw) με εντατικό πρόγραμμα διάρκειας εννέα μηνών. Αμέσως μετά ξεκινά η πτητική τους εκπαίδευση στο Φοίνιξ της Αριζόνα στις ΗΠΑ. Εκεί σε διάστημα τριών μηνών συγκεντρώνουν περίπου 18 ώρες πτήσης με ελαφρά αεροσκάφη Beech Bonanza. Στο σημείο αυτό γίνεται και η αρχική επιλογή στο ποιοί από αυτούς θα συνεχίσουν σαν πιλότοι και ποιοί σαν βομβαρδιστές/πλοηγοί. Οι πρώτοι μετακινούνται στην αεροπορική βάση Σέπαρντ στο Τέξας, όπου βρίσκεται το κοινό σχολείο πιλότων του NATO όπου θα συμπληρώσουν περίπου 200 ώρες σε αεροσκάφη T-37 και T-38. Οι δεύτεροι πηγαίνουν στην αεροπορική βάση Μάδερς στην Καλιφόρνια όπου ακολουθούν εννεάμηνο πρόγραμμα σχολείου εδάφους και εκπαίδευση σε αεροσκάφη T-37 και T-43. Τα πληρώματα επιστρέφουν στη συνέχεια στη Γερμανία όπου και αρχίζουν κοινή εκπαίδευση στην JaboG-49 χρησιμοποιώντας εκπαιδευτικά Alpha Jet. To επόμενο στάδιο αφορά ουσιαστικά τα Τορνέιντο και τη μετάβαση πιλότων και πλοηγών στην TTTE όπου συμπληρώνουν περίπου 40 ώρες σε διάστημα 3 μηνών. Εδώ εκτός από την εξοικείωση στον τύπο, οι χειριστές αξιοποιούν ένα μέρος της πτητικής εκπαίδευσης στην εισαγωγή στην επιχειρησιακή χρήση του Τορνέιντο. Μετά τη μετάθεσή τους στις μονάδες, πιλότοι και βομβαρδιστές/πλοηγοί παραμένουν για μικρό χρονικό διάστημα στην JaboG-38 όπου σε σειρές των 15-20 πληρωμάτων υφίστανται την ειδική επιχειρησιακή εκπαίδευση στα Τορνέιντο. Οι πιλότοι στα πλαίσια των πτητικών τους δραστηριοτήτων συμπληρώνουν περίπου 40 ώρες, ενώ οι συνάδελφοί τους στο πίσω κάθισμα δεν ξεπερνούν τις 30. Σκοπός της εκπαίδευσης αυτής είναι να δώσει στα πληρώματα μιά “γεύση” των αποστολών που θα κληθούν να εκτελέσουν στο μέλλον παρά να τους προσδώσει εμπειρία. Αυτό είναι αποστολή των επιχειρησιακών μονάδων.
Παράλληλα οι εκπαιδευόμενοι ασκούνται σε πτήσεις εξ όψεως και με όργανα, στο βομβαρδισμό, τις τεχνικές αυτοπροστασίας και εάν είναι δυνατόν σε τεχνικές προσβολών. H χρονική διάρκεια αυτών των δραστηριοτήτων ποικίλει ανάλογα με τον καιρό και τη διαθεσιμότητα των πεδίων βολής αλλά κυμαίνονται γενικά από 3-6 μήνες. Αυτό φυσικά δεν είναι και το τέλος της εκπαίδευσης για τους χειριστές που φτάνουν σε _περιορισμένη επιχειρησιακή ετοιμότητα_ μετά από έναν περίπου χρόνο. Μόλις τα πληρώματα ενταχθούν κανονικά στις επιχειρησιακές μονάδες υπολογίζεται ότι συγκεντρώνουν ετησίως 180-200 ώρες οι πιλότοι και 130-140 ώρες οι πλοηγοί/βομβαρδιστές. H Λούφτβάφε, όπως είδαμε διατηρεί πέντε πτέρυγες εξοπλισμένες με Τορνέιντο σε αποστολές κρούσης και βαθείας διείσδυσης και σύντομα αναγνώρισης και ηλεκτρονικού πολέμου με τα ERC. H αποστολή των JaboG-31, -33, – 34 έχει υποβαθμιστεί τελευταία, δεδομένης της διεθνούς κατάστασης και ενώ τα αεροπλάνα τους δεν είναι πλέον σε συναγερμό, η εκπαίδευση για αποστολές κρούσης/διείσδυσης συνεχίζεται. Τα Τορνέιντο είναι συνήθως εξοπλισμένα εκτός των πυροβόλων και δύο πυραύλων AIM-9L, με βόμβες Mk.82 και Mk.83, γαλλικές επιβραδυνόμενες βόμβες Ματρά, μαζί με το σύστημα διασποράς βομβιδίων Mehrzweckwaffe 1 (MW-1). Οι Γερμανοί παρά τα μαθήματα του Κόλπου εξακολουθούν να αποδίδουν μεγάλη σημασία στο οπλικό αυτό σύστημα για την προσβολή αεροδρομίων και κινουμένων φαλάγγων και δεν χρησιμοποιούν βόμβες βομβιδίων. H στενότητα διαθεσίμων πεδίων βολής είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που επηρεάζει την εκπαίδευση όπως είναι και η ευαισθησία των Γερμανών σε πτήσεις χαμηλού ύψους. Μόνον ένα πεδίο βολής, αυτό του Γκράφενγορφ είναι διαθέσιμο για χρήση πραγματικών πυρομαχικών, ενώ για επιχειρήσεις ηλεκτρονικού πολέμου έχουν εξασφαλιστεί δύο περίοδοι κάθε χρόνο στην περιοχή Σπαντάλεμ. ‘λλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα στο Γαλλο-αμερικανικό _πολύγωνο_ κοντά στο Ράμστάιν. H συνήθης πτητική εκπαίδευση περιλαμβάνει πτήσεις 2-4 αεροσκαφών πάντα πάνω από γερμανικό έδαφος (με εξαίρεση αυτό της πρώην ανατολικής Γερμανίας) όπου όμως τα τελευταία χρόνια έχει επιβληθεί μια σειρά σημαντικών περιορισμών στις ζώνες, ύψη, ώρες και συχνότητα που μπορούν να πετούν στρατιωτικά αεροσκάφη. Για περισσότερο ρεαλιστική εκπαίδευση, τα γερμανικά Τορνέιντο εκμεταλλεύονται πλήρως τις δυνατότητες που προσφέρει το γιγάντιο πεδίο εκπαίδευσης στο Γκούζ Μπέι του Καναδά. Δώδεκα αεροπλάνα μετακινούνται συνήθως στα τέλη Απριλίου ή τις αρχές ΜαΪου και μετά από μια οκτάωρη πτήση χωρίς σταθμό φτάνουν επιτέλους στην καναδική βάση όπου και παραμένουν μέχρι τον επόμενο Οκτώβριο. H μετακίνηση των πληρωμάτων γίνεται με συχνότητα έξι εβδομάδων όπου αναλαμβάνουν υπηρεσία σε τρεις βάρδιες των δύο εβδομάδων ώστε να εκμεταλλευτούν όλοι τη μοναδική αυτήν εμπειρία. Οι περιορισμοί στις στρατιωτικές πτήσεις στην κεντρική Ευρώπη είχαν οδηγήσει το NATO στην απόφαση να δημιουργήσει ένα νέο πεδίο εκπαίδευσης σε περιοχές με λιγότερες περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις. Οι δύο τοποθεσίες που είχαν προταθεί ήταν στον Καναδά και την κεντροανατολική Τουρκία. Το θέμα παρέμενε εκκρεμές για δύο περίπου χρόνια για να ανακληθεί τελικά η υλοποίησή του υπό το φως των διεθνών εξελίξεων.
Φυσικά η Λούφτβάφε συμμετέχει κάθε χρόνο σε πολλές ασκήσεις της συμμαχίας και μοίρες της επισκέπτονται για κοινή εκπαίδευση διάφορες χώρες. Σημαντική είναι η συμμετοχή των Τορνέιντο στο αμερικανικό πρόγραμμα εκπαίδευσης Red Flag στη Νεβάδα που ξεκίνησε το 1989. Τη χρονιά αυτή έλαβαν μέρος έξι αεροσκάφη της JadoG-31 και -32 μαζί με ιταλικά Τορνέιντο. H επόμενη συμμετοχή ήταν προγραμματισμένη για το Φεβρουάριο του 1992. Οι μέχρι στιγμής γερμανικές εμπειρίες από τον τύπο είναι πολύ καλές. Τα πληρώματα είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένα που έχουν την ευκαιρία να πετούν με το πλέον σύγχρονο αεροπλάνο που διαθέτει η Λούφτβάφε τουλάχιστον μέχρι την έλευση του EFA (εάν αυτό φυσικά γίνει τελικά). Ανεπίσημα δε, εκφράζονται ορισμένες δυσαρέσκειες για την μη συμμετοχή στον πόλεμο του Κόλπου. Αν και το μέλλον της Λούφτβάφε με την παρούσα μορφή είναι αβέβαιο, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για το Τορνέιντο. Αναμένεται να παραμείνει σε υπηρεσία (η Λούφτβάφε θα παραλάβει και τα μισά αεροπλάνα από την Αεροπορία του Ναυτικού) τόσο σε αποστολές κρούσης όσο και αναγνώρισης, ιδιαίτερα μετά την απόσυρση των RF-4E και τη διάλυση των μοιρών AG-51 και -52.
 
 

Most Popular