Κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ, μία από τις βασικές προτεραιότητες των υπηρεσιών πληροφοριών όλων των εμπλεκόμενων χωρών, ήταν να αποκομίσουν όσο το δυνατόν περισσότερη τεχνογνωσία πάνω στα εχθρικά συστήματα, ώστε να μπορέσουν να βελτιώσουν αντίστοιχα τα δικά τους και να αναπτύξουν κατάλληλα αντίμετρα και τακτικές.
Στα πλαίσια αυτά, εχθρικά αεροσκάφη (που μας αφορούν στο παρόν άρθρο) που έπεφταν στα χέρια των φίλιων δυνάμεων υπολογίζονταν το βάρος τους σε χρυσάφι αφού ήταν μία πρώτης τάξης ευκαιρία να τα εξετάσουν από κοντά, ακόμα και να τα επισκευάσουν, αν είχαν ζημιές, και να τα επαναφέρουν σε πτήσιμη κατάσταση ώστε να δοκιμάσουν τακτικές μάχης σε όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικές συνθήκες.
Σχεδόν όλες οι χώρες είχαν τις ευκαιρίες τους. Οι Αμερικάνοι για παράδειγμα, κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν ένα υπερμαχητικό για την εποχή Mitsubishi A6M Zero, όπου και διαπίστωσαν όταν ήταν ανώτερο από όλα τα μέχρι τότε μαχητικά τους σε όλους σχεδόν τους τομείς και η ιδανικότερη τακτική εναντίον του για τους Αμερικανούς πιλότους μαχητικών ήταν… να αποφύγουν την αερομαχία μαζί του!
Ωστόσο, η γνώση αυτή στάθηκε κρίσιμη αφού όλα τα μετέπειτα αμερικανικά μαχητικά σχεδιάστηκαν με αυτές τις προδιαγραφές υπ’ όψιν, κι έτσι στο τελευταίο μέρος του πολέμου όλες οι αερομαχίες διεξάγονταν με τα γιαπωνέζικα μαχητικά σε μειονεκτική θέση.
Στη ναζιστική Γερμανία υπήρχε μία ολόκληρη μονάδα με την εύγλωττη ονομασία Zirkus Rosarius (Το Τσίρκο του Ροζάριους) που ήταν επιφορτισμένη με την μελέτη εχθρικών αεροσκαφών που έπεφταν στα χέρια των Ναζί ακριβώς για την ανάπτυξη τακτικών κι αντιμέτρων εναντίον τους.
Μεταξύ άλλων, ορισμέν P-51 Mustang έπεσαν σε γερμανικά χέρια κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και χρησιμοποιήθηκαν από τη Luftwaffe και την μονάδα αυτή για δοκιμές και αξιολόγηση. Αναμενόμενα, λόγω του μεγάλου αριθμού αποστολών που πέταξαν τα Mustang στην Ευρώπη, πολλά από αυτά συνετρίβησαν στο έδαφος ή πραγματοποίησαν αναγκαστικές προσγειώσεις.
Έτσι αρκετά από αυτά συλλέχθηκαν κι επισκευάστηκαν από τους τεχνικούς των Ναζί και πέταξαν σε αρκετές πτήσεις αξιολόγησης. Ωστόσο πιστεύεται ότι κανένα δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε πραγματική μάχη με τη μεριά των Ναζί.
Οι Άγγλοι από την πλευρά τους είχαν κι αυτοί μία μονάδα εξειδικευμένη για την μελέτη κι αξιολόγηση ναζιστικών αεροσκαφών που έπεφταν στα χέρια τους, την «Πτήση 1426» γνωστή και ως “Rafwaffe”, λογοπαίγνιο από τις λέξεις RAF και Luftwaffe.
H μονάδα αυτή «απέκτησε» αρκετά γερμανικά αεροσκάφη στην πορεία του πολέμου κι είχε την ευκαιρία να πετάξει με πολλά από αυτά εξάγοντας χρήσιμα συμπεράσματα που την βοήθησαν να πάρει το πάνω χέρι στους ουρανούς πρώτα πάνω από την Αγγλία κι έπειτα και πάνω από την Ευρώπη.
Μεταξύ άλλων, η Πτήση 1426 είχε καταφέρει να αποκτήσει, ολόκληρα ή συνθέσεις από κομμάτια πολλών αεροσκαφών, τα πιο βασικά αεροσκάφη των Ναζί, όπως το Focke-Wulf Fw 190, το Messerschmitt Bf 109 και το Junkers Ju 88.
Οι Ιάπωνες από την πλευρά τους, είχαν την τύχη να αποκτήσουν κι αυτοί με την σειρά τους ένα P-51 Mustang, αλλά στα τέλη του πολέμου όταν ήταν πια πολύ αργά.
Επρόκειτο για ένα Ρ-51C που αφού δέχθηκε πυρά κατά την διάρκεια της αποστολής του κι αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει αναγκαστική προσγείωση στο αεροδρόμιο Σουτσίν στην Κίνα, που τότε ήταν υπό γιαπωνέζικη κατοχή. Με συνοπτικές διαδικασίες το αεροσκάφος μεταφέρθηκε στην Ιαπωνία.
Μεταξύ άλλων διαπιστώθηκε ότι ήταν σημαντικά ανώτερο από κάθε άλλο διαθέσιμο τότε ιαπωνικό μαχητικό, ότι είχε εξαιρετικά αξιόπιστα όργανα πτήσης, ειδικά σε σχέση με τα γιαπωνέζικα αντίστοιχα αλλά και ότι μετά από μετρήσεις κατανάλωσης του κινητήρα του, ήταν σε θέση να πετάξει μέχρι την Ιαπωνία από την Ίβο Τζίμα, που μόλις είχε καταληφθεί από τους Αμερικάνους.
Σύντομα, όταν ξεκίνησαν οι αποστολές βομβαρδισμού της μητροπολιτικής Ιαπωνίας, οι Ιάπωνες διαπίστωσαν ότι η εκτίμησή τους για την ακτίνα δράσης του Ρ-51 επιβεβαιώθηκε, αφού τα Β-29 είχαν πλέον συνοδεία μαχητικών…
Με τον ίδιο περίπου τρόπο, οι Ιάπωνες μπόρεσαν να αποκτήσουν κι ένα ναυτικό μαχητικό Hellcat. Επρόκειτο για ένα F6F-3 που πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση στην Φορμόζα (μετέπειτα Ταϊβάν) που κι αυτή αυτή τότε ήταν υπό ιαπωνική κατοχή, τον Ιανουάριο του 1945.
Οι Ιάπωνες το μελέτησαν ενδελεχώς κι επιβεβαίωσαν την εκτίμηση που είχαν ήδη σε αεροσκάφη κατασκευής της Grumman. Ιδιαίτερα εκτίμησαν από την απλότητα της κατασκευής αυτού του κατά άλλα θηριώδους για μαχητικό αεροσκάφους, με τον επιβλητικό κινητήρα των 2000 ίππων να ξεπερνάει με άνεση κάθε άλλο ιαπωνικό μαχητικό.
Ειδικότερα θεώρησαν ότι ήταν στιβαρό σαν κατασκευή, εύκολο στον χειρισμό, με άμεση ανταπόκριση στην επιτάχυνση, με ιδιαίτερα βαρύ οπλισμό, θωρακισμένο σε κρίσιμα σημεία. Από την άλλη δεν ήταν το πιο γρήγορο από τα αμερικανικά μαχητικά ενώ δεν ήταν απαραίτητα τόσο ευέλικτο όσο το ιαπωνικό Zero, τουλάχιστον σε χαμηλές ταχύτητες.
Τέλος, οι Ιταλοί είχαν το «προνόμιο» να είναι η μοναδική δύναμη κατά την διάρκεια του πολέμου που κατάφερε να χρησιμοποιήσει σε αερομαχία εχθρικό μαχητικό και μάλιστα να σημειώσει κατάρριψη επιτιθέμενων εχθρικών αεροσκαφών.
Κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση σε κάποια συμμαχικά αεροσκάφη, με την μεγαλύτερή τους επιτυχία να είναι ένα Ρ-38G, το οποίο προσγειώθηκε κατά λάθος από ατυχή χειρισμό του πιλότου του στο ιταλικό αεροδρόμιο της Καποτέρα τον Ιούνιο του 1943.
Το αεροσκάφος ήταν άθικτο, κι έτσι χρησιμοποιήθηκε αυτούσιο από τον συνταγματάρχη Άντζελο Ροτόντι για αναχαιτίσεις αμερικανικών βομβαρδιστικών B-17. Στην πορεία του πολέμου ο Ροτόντι επικαλέστηκε δυο εναέριες νίκες, μία κατάρριψη B-17 και μία ενός Β-24. Τελικά το αεροσκάφος καθηλώθηκε μετά από βλάβη στον ένα κινητήρα του, συνεπεία του χαμηλότερων οκτανίων αεροπορικού καυσίμου που χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί…
Για ήταν πλήρες το αφιέρωμα θα έπρεπε να αναφέρουμε και το περιβόητο Tu-4, που ήταν απ’ ευθείας αντίγραφο του αμερικανικού Β-29, αρκετά από τα οποία πραγματοποίησαν αναγκαστική προσγείωση σε σοβιετικό έδαφος προς το τέλος του πολέμου, κατά την διάρκεια των μαζικών βομβαρδισμών της Ιαπωνίας.
Όμως οι Σοβιετικοί τότε δεν ήταν εχθροί με τους Αμερικάνους…