Η ελληνική Στρατιά Θεσσαλίας (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV, V, VI MΠ, 1η Ταξιαρχία Ιππικού και 2 αποσπάσματα ευζώνων) προελαύνει και επιτίθεται στην ορεινή και οχυρωμένη γραμμή του Σαρανταπόρου. Οι Τούρκοι αμύνονταν με 3 Μεραρχίες ελλιπούς επάνδρωσης, καθώς η κήρυξη του Α’ Βαλκανικού τους αιφνιδίασε και δεν πρόλαβαν να επιστρατευτούν έγκαιρα αλλά διέθεταν το πλεονέκτημα των αμυντικών θέσεων, που βρίσκονταν σε εποπτεύουσα τοποθεσία, με ισχυρό πυροβολικό και πολυβόλα.
Παρά τα προβλήματα και το γεγονός ότι επρόκειτο για την πρώτη μάχη, μια σκληρή δοκιμασία για όλα τα επίπεδα διοίκησης, ο Ελληνικός Στρατός επέπεσε με ορμή καθηλώνοντας τις τουρκικές δυνάμεις με τρεις Μεραρχίες και εκτελώντας κυκλωτική κίνηση με μια ακόμα προς τη διάβαση της Πόρτας. Τελικά, τη δεύτερη μέρα των μαχών, η γραμμή θα διασπαστεί και θα καταρρεύσει.
Σημαντικό είναι να αναφερθεί και η χρήση του αεροσκάφους από τον νεοσύστατο “λόχο Αεροπορίας” που έγινε από πρωτοπόρους της αεροπλοΐας, υπολοχαγούς Δημήτρη Καμπέρο, Χρήστο Αδαμίδη και Πανούτσο Νοταρά, με αναγνωριστικές πτήσεις του Ελληνικού Στρατού πάνω από το μέτωπο (οι Βούλγαροι βορειότερα χρησιμοποιούσαν ανάλογες πρακτικές ενώ οι Ιταλοί είχαν χρησιμοποιήσει το αεροπλάνο ως αναγνωριστικό και μέσο ελαφρού βομβαρδισμού στη Λιβύη από το προηγούμενο έτος). Οι πρώτες πτήσεις είχαν γίνει ήδη από τις 5/18 Οκτωβρίου πάνω από την Ελασσόνα/Δεσκάτη και οι Νοταράς και Καμπέρος είχαν επιστρέψει με σημειώσεις για τις θέσεις του εχθρού και… τα πρώτα “παράσημα” από πυρά κατά των αεροσκαφών H. Farman.
Οι Τούρκοι υποχώρησαν άτακτα από τις θέσεις τους στον Σαραντάπορο εγκαταλείποντας πάνω από 20 πυροβόλα και σημαντικές ποσότητες οπλισμού, αλλά η αποτυχία της Ελληνικής Ταξιαρχίας Ιππικού να τους καταδιώξει αποτελεσματικά, τους επέτρεψε να φτάσουν στα Σέρβια και να οργανωθούν ξανά. Παρά τα λάθη, η ελληνική διοίκηση ήταν ικανοποιημένη από την πρώτη μεγάλη αναμέτρηση και συνέχισε την προέλαση.