Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, σε συνέχεια της Βουλγαρικής κινητοποίησης κατά της Σερβίας, που ήδη βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση στο Βόρειο Μέτωπο λόγω της επέλασης των Αυστριακών, γαλλικά και βρετανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη και προωθούνται για τη σταθεροποίηση του «Μακεδονικού Μετώπου».
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 28 Ιουλίου 1914: Η στιγμή που ξεκίνησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Η κίνηση τους, όμως, ήρθε απελπιστικά αργά. Ήδη από τους πρώτους μήνες του πολέμου η Σερβία είχε αιτηθεί ενισχύσεων έναντι της Αυστροουγγαρίας, κάτι που οι Αγγλογάλλοι είχαν υποσχεθεί αλλά για πάνω από ένα έτος δεν είχαν κάνει. Επίσημα, οι σύμμαχοι της Entente επικαλούντο την ελληνική ουδετερότητα που υποστήριζε μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, αλλά το επιχείρημα είναι διάτρητο. Αν οι Σύμμαχοι ήθελαν να ενισχύσουν τη Σερβία, θα μπορούσαν να το κάνουν μέσω Μαυροβουνίου, που είχε ταχθεί στο πλευρό της Σερβίας και είχε διέξοδο στην Αδριατική.
Στην Ελλάδα μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου υποστήριζε ότι οι εθνικοί σκοποί είχαν εν πολλοίς ικανοποιηθεί με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και κανένα κέρδος δεν θα έβγαινε με εμπλοκή στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Κατά την άποψη τους, η Ελλάδα όφειλε να αφομοιώσει τα νέα εδάφη και τους πληθυσμούς τους και να παραμείνει αμέτοχη. Κυρίως όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία αλλά και η Βουλγαρία έδειχναν τάσεις αναθεώρησης των συνθηκών και τάσσονταν στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών.
Η άποψη αυτή δεν ήταν παράλογη. Η άλλη αντίληψη, που υποστήριζε μεταξύ άλλων και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, έλεγε ότι η εμπλοκή στον ευρωπαϊκό πόλεμο ήταν αναπόφευκτη για τα μικρά κράτη και μια πιο επιθετική και τολμηρή στάση θα έθετε την Ελλάδα στο στρατόπεδο των θαλασσοκρατόρων (Βρετανία και Γαλλία μαζί, παρέτασσαν τον ισχυρότερο στόλο του κόσμου και σίγουρα τον ισχυρότερο της Μεσογείου), όταν οι εχθροί της ήδη απεργάζονταν την αναθεώρηση συνθηκών και συνόρων.
Άλλωστε, η Ελλάδα συνδεόταν με συμμαχία με τη Σερβία και όφειλε να την βοηθήσει. Οι δύο χώρες είχαν υπογράψει συνθήκη φιλίας και συνεργασίας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, που προέβλεπε μυστικά τη στρατιωτική συνεργασία τους σε περίπτωση που ένα μέλος δεχόταν επίθεση. Η ασαφής διπλωματική γλώσσα υπονοούσε την Βουλγαρία ή την Τουρκία, αλλά η επίθεση της Αυστροουγγαρίας μπορούσε κάλλιστα να ενεργοποίησει τη συνθήκη. Έτσι, οι Σέρβοι θεώρησαν την ουδέτερη στάση της Ελλάδος ως αθέτηση της συμφωνίας και προδοσία.
Η παραβίαση της ουδετερότητας της Ελλάδας από τα συμμαχικά στρατεύματα προκάλεσε βαθύ διχασμό στο εσωτερικό της χώρας, δημιουργώντας δύο άκρως ανταγωνιστικά στρατόπεδα: βασιλόφρονες-ουδετερόφιλοι έναντι βενιζελικών-«αντατικών». Μια διαμάχη ιδεολογικών στρατοπέδων και γεωπολιτικών αντιλήψεων, που θα συνεχιστεί για πολλές δεκαετίες στη χώρα, με πολλές εκφάνσεις και οξύνσεις.
Άμεσα δημιούργησε δύο Ελλάδες, με τη μία (στο βορρά) να συμμετέχει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και την άλλη (στο νότο), να γνωρίζει την απομόνωση αρχικά και στη συνέχεια κανονική εισβολή και κατοχή από αγγλογαλλικές δυνάμεις.
Επιχειρησιακά κιόλας, η δημιουργία του Μακεδονικού Μετώπου από πλευράς Συμμάχων ήταν στρατηγικά άστοχη και καθυστερημένη. Η Σερβία έπεσε και ο στρατός της υπέφερε μεγάλες απώλειες υποχωρώντας μέσω των βαλκανικών ορέων από τις κακουχίες και από τις ασθένειες. Ενώ η απόβαση των Αγγλογάλλων προσέφερε την ανερυθρίαστη αφορμή για την εισβολή των Βουλγάρων και των Γερμανών στη Μακεδονία, με μέρος του ελληνικού στρατού να αφοπλίζεται και να αιχμαλωτίζεται χάρη στην πολιτική αναποφασιστικότητα.