Ως αντίποινα για την καταστροφή γερμανικού στρατιωτικού αποσπάσματος του 749 Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών, που διενεργούσε αντιανταρτικές επιχειρήσεις κατά του ΕΛΑΣ στην ευρύτερη ορεινή περιοχή των Καλαβρύτων τον Οκτώβριο του 1943 και της εκτέλεσης των αιχμαλώτων, η γερμανική 117η Ορεινή Μεραρχία Κυνηγών, εκτελεί την «επιχείρηση Καλάβρυτα» (Untermehmen Kalavryta).
Η 117η Μεραρχία Κυνηγών (Jäger Division) είχε συγκροτηθεί τον Απρίλιο του 1941 κυρίως από Αυστριακούς, με την έναρξη των επιχειρήσεων στον Βαλκανικό χώρο. Οι Μεραρχίες Κυνηγών του Γερμανικού Στρατού είχαν πιο ελαφριά δομή από τις τυπικές Πεζικού, με δύο συντάγματα ελιγμού, αντί για τρία, βασιζόμενες περισσότερο στην καλή φυσική κατάσταση των ανδρών τους και τη χρήση μέσων πυροβολικού και υποστήριξης. Οι μονάδες αυτές προορίζονταν για αγώνα σε περιοχές με κακοτράχαλα εδάφη, ορεινές, δασώδεις κ.ο.κ.
Τον Οκτώβριο του 1941, λίγους μήνες μετά την κατάληψη και κατοχή της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, η 117η που είχε μετακινηθεί στη Γιουγκοσλαβία αντικαθιστώντας μηχανοκίνητες Μεραρχίες που πολεμούσαν στην Ρωσική εκστρατεία, ενεπλάκη στην εκτέλεση 3.000 περίπου ανδρών στη σερβική πόλη του Κραγκούγιεβατς. Η σφαγή, ως αντίποινα για το θάνατο και τραυματισμό 80 Γερμανών στρατιωτών σε ενέδρα, αποτέλεσε ένα από τα πρώτα εγκλήματα πολέμου του γερμανικού στρατού στην κατεχόμενη Ευρώπη.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 20 Οκτωβρίου 1941: Κραγκούγιεβατς, τα σερβικά Καλάβρυτα
Η δράση της 117ης συνεχίστηκε στην Ελλάδα από το Μάιο του 1943, όταν μετακινήθηκε εκεί για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης ανταρτικής δραστηριότητας. Το Φθινόπωρο του 1943, θα αναλάβει επιχειρήσεις σάρωσης και καταστροφής στην Πελοπόννησο. Αυτές στους ορεινούς κυρίως όγκους πάνω από τα Καλάβρυτα θα κλιμακωθούν στη μάχη της Κερπινής στις 20 Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια της οποίας οι αντάρτες του ΕΛΑΣ κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν ένα λόχο Γερμανών που είχε απομονωθεί.
Μετά από γερμανική πίεση, αντιπροσωπεία από προύχοντες της περιοχής συναντήθηκε με τους αντάρτες προκειμένου να διαπραγματευτούν την ανταλλαγή των αιχμαλώτων, προτείνοντας παροχή τροφίμων στους κατοίκους, ενώ οι αντάρτες ζητούσαν απελευθέρωση κρατουμένων. Οι διαπραγματεύσεις, όμως, απέτυχαν επειδή ούτε οι αντάρτες ούτε οι Γερμανοί εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο στο ότι θα τηρούσαν τους όρους. Τελικά ο ΕΛΑΣ εκτέλεσε τους 77 αιχμαλώτους στις 5 Δεκεμβρίου, τους οποίους έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε ούτε να θρέψει ούτε να μετακινήσει με ασφάλεια. Έτσι ο διοικητής της Μεραρχίας, στρατηγός Karl von Le Suire, διέταξε αντίποινα.
Από τις 5 μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου, οι Γερμανοί καταστρέφουν συστηματικά τα γύρω των Καλαβρύτων χωριά (Ρωγοί, Κερπίνη, Άνω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Βυσωκά, Αυλές, Φτέρη, Κλαπατσούνα, Πυργάκι, Βαλίτσα, Μελήσσια, Μονή Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχοβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρο, Καλύβια) ενώ στις 13 του μηνός θα εκκενώσουν την πόλη και θα διαχωρίσουν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες 14 ως 65 ετών. Μετά θα οδηγήσουν τους τελευταίους στην περιοχή Ράχη του Καππή όπου και θα τους εκτελέσουν δια πολυβολισμού.
Συνολικά, πάνω από 1.100 αθώοι κάτοικοι από την πόλη των Καλαβρύτων και τα γύρω χωριά εκτελέστηκαν από τις 4 ως τις 15 Δεκεμβρίου ενώ τα σπίτια δυναμιτίστηκαν ή κάηκαν. Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου στον ελληνικό χώρο κατά τη διάρκεια της Κατοχής.