Η ΧΧΙ Διοίκηση Βομβαρδισμού της Αμερικανικής Αεροπορίας ενεργοποιείται στις νήσους Μαριάννες, θέτοντας το Τόκιο υπό συστηματικό βομβαρδισμό. Πρόκειται για τον πρώτο στρατηγικό βομβαρδισμό της Ιαπωνίας και το πρώτο χτύπημα στην πρωτεύουσα της, μετά την επιδρομή του Doolittle δυόμιση χρόνια πριν.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 18 Απριλίου 1942: “Doolittle dood it!”, η Αμερικανική Αεροπορία χτυπά το Τόκιο
Η αυτοκρατορική Ιαπωνία αισθανόταν ασφαλής από αμερικανικές επιθέσεις όσο προστατευόταν από την τεράστια έκταση του Ειρηνικού, τις αλλεπάλληλες ζώνες οχυρωμένων νησιών που την περιέζωναν, σε συνδυασμό με την παρουσία του πανίσχυρου αυτοκρατορικού στόλου.
Η κατανίκηση του τελευταίου όμως, σε μια σειρά από αποφασιστικές και σκληρές ναυμαχίες με τους Αμερικανούς, η σταδιακή προσέγγιση των μητροπολιτικών νήσων της χώρας, μέσα από μια μακρά αμερικανική εκστρατεία από δύσκολες αλώσεις των συστάδων μικρών νησιών, έθεσε τις βάσεις για το συστηματικό βομβαρδισμό των μεγάλων βιομηχανικών κέντρων. Αυτό, όπως πίστευε ο πτέραρχος Curtis Lemay, επικεφαλής των αμερικανικών δυνάμεων στρατηγικών βομβαρδιστικών στον Ειρηνικό, θα έφερνε το τέλος του πολέμου.
Ο βομβαρδισμός των κύριων ιαπωνικών νησιών έγινε για πρώτη φορά στην επιδρομή του Doolittle αλλά αυτή δεν ήταν παρά ένα χτύπημα ψυχολογικής αξίας, μια αποστολή “αυτοκτονίας” όπου ένας περιορισμένος αριθμός ελαφρών βομβαρδιστικών έριξε λίγες βόμβες μόνο και μόνο για να “δείξει ότι μπορεί”.
Οι βομβαρδισμοί εντός Ιαπωνίας συνεχίστηκαν με πτήσεις από τη γειτονική Κίνα αλλά αφενός το τεράστιο ταξίδι που έπρεπε να πραγματοποιήσουν τα αεροσκάφη και το γεγονός ότι καύσιμα, ανταλλακτικά και βόμβες έπρεπε να μεταφερθούν μέσα από τα Ιμαλάια, έκανε τα χτυπήματα εξαιρετικά δύσκολα και μη αποδοτικά.
Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Οι Αμερικανοί επιχειρώντας από οργανωμένες βάσεις σε αποστάσεις “μόλις” 1.500 μιλιών, με τα πιο προηγμένα στρατηγικά βομβαρδιστικά της εποχής, τα B-29, έκαναν την αποστολή δυνατή, με μεγάλο φόρτο βομβών και μάλιστα υπό την κάλυψη καταδιωκτικών.
Έτσι στις 24 Νοεμβρίου 1944, 111 Β-29 υπό τη διοίκηση του υποστρατήγου Emmett O’Donnell εμφανίστηκαν πάνω από το Τόκιο. Στα 30.000 πόδια έκαναν άφεση του φορτίου τους και αποχώρησαν. Αν και πρωταρχικός στόχος ήταν το εργοστάσιο αεροσκαφών της Nakajima, η κακοκαιρία που επικρατούσε και οι δυνατοί άνεμοι πάνω από την πόλη διασκόρπισαν τις βόμβες, ώστε μόλις 24 χτύπησαν τον στόχο, με τις υπόλοιπες να διαχεονται σε όλη τον αστικό ιστό.
Η επίθεση άφησε σημαντική παρακαταθήκη, τόσο ψυχολογική για το ηθικό του ίδιου του ιαπωνικού λαού όσο και στρατιωτική. Ο Lemay θα ζητήσει βομβαρδισμούς σε πιο χαμηλό ύψος για να αυξήσει την ακρίβεια των ρίψεων, ενώ για να μεγιστοποιηθεί η καταστροφή, χρησιμοποιήθηκαν εμπρηστικές βόμβες, στοχεύοντας στις ξύλινες κατοικίες που αποτελούσαν την πλειονότητα των ιαπωνικών πόλεων. Κάθε εμπρηστική M-69 ζύγιζε περίπου 6 λίβρες (2,7 κιλά), ενώ ήταν αναρτημένη σε δέσμη 38 ίδιων βομβών. Κάθε Β-29 έφερε 37 σύνολα, δηλαδή 1.400 περίπου τέτοιες βόμβες.
Έτσι η μαζική άφεση φορτίων εμπρηστικών και εκρηκτικών βομβών στους επόμενους οκτώ μήνες προκάλεσε σημαντικά περισσότερες καταστροφές στην Ιαπωνία, από τις 2 ατομικές βόμβες.