Σαν σήμερα πριν 23 χρόνια κατά την κρίση των Ιμίων, το Πολεμικό Ναυτικό απώλεσε το ελικόπτερο ΠΝ21 ΑΒ-212 και τα τρία μέλη του πληρώματος έχασαν την ζωή τους μαζί μ’ αυτό.
Ήταν οι υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός. Επρόκειτο για το αποκορύφωμα της εν λόγω κρίσης και πιθανόν για το πιο κοντινό σημείο που οι δυο χώρες βρέθηκαν εν όψει πολεμικής αναμέτρησης.
Με αφορμή αυτήν την θλιβερή επέτειο, αναδημοσιεύουμε το σχετικό αφιέρωμα για την κρίση των Ιμίων, όπως δημοσιεύθηκε στο τεύχος 132 της Π&Δ που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1996.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
15+1 ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ THN ΚΡΙΣΗ
1. Τι ακριβώς επεδίωκε η Τουρκία στην Ίμια;
Αυτό που είδαμε πρόσφατα δεν είναι τίποτε άλλο από τον τελευταίο (όχι όμως και έσχατο) κρίκο στην αλυσίδα των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο που ξεκίνησε στις 13 Νοεμβρίου 1973 με τη δημοσίεση, στην τουρκική εφημερίδα της κυβερνήσεως, χαρτών για τις περιοχές που το τουρκικό δημόσιο σκόπευε να παραχωρήσει άδειες πετρελαϊκών ερευνών. Οι διεκδικήσεις συνεχίστηκαν από τότε αδιάκοπα: Η Τουρκία διεκδικεί την υφαλοκρηπίδα του ανατολικού Αιγαίου μην αναγνωρίζοντας την ύπαρξη υφαλοκρηπίδας στην ελληνικά νησιά που βρίσκονται πάνω της. Δεν αναγνωρίζει τη σημερινή περιοχή κάλυψης του FIR Αθηνών πιέζοντας για την ανάθεση του τομέα ανατολικού Αιγαίου στο FIR της Κωνσταντινούπολης. Κάτι τέτοιο θα έβαζε τις εναέριες επικοινωνίες προς τα ελληνικά νησιά της περιοχής κάτω από τουρκικό έλεγχο. Με συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού FIR προσπαθεί να θεμελιώσει τις διεκδικήσεις της. Αρνείται την ύπαρξη ελληνικού εναερίου χώρου εύρους 10 μιλίων και αναγνωρίζει την κυριαρχία μόνο στα 6 μίλια. Και εδώ χρησιμοποιεί παραβιάσεις των 10 μιλίων προσπαθώντας να επιβάλλει το νέο καθεστώς. Στρατιωτικά δεν αναγνωρίζει τη συμφωνία που επανέφερε την Ελλάδα στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και προβλέπει τη δημιουργία αεροπορικού στρατηγείου με έδρα τη Λάρισα που θα αναλάβει τον επιχειρησιακό έλεγχο της περιοχής που υπήρχε πριν από το 1974. Αντίθετα ζητά επαναδιαπραγμάτευση των ζωνών ευθύνης με άμεση βλέψη τη διχοτόμηση του Αιγαίου. Πιέζει για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου με βάση τις σχετικές προβλέψεις στη συνθήκη της Λωζάνης και στη συνθήκη με την οποία τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα και αντικρούει το άρθρο του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, περί του υπέρτατου δικαιώματος αυτοάμυνας που επικαλείται η Ελλάδα παρόλη την ύπαρξη της τετάρτης τουρκικής στρατιάς. Αρνείται στην Ελλάδα το δικαίωμα διατήρησης στρατιωτιών δυνάμεων στη Λήμνο με βάση τη συνθήκη της Λωζάνης και αγνοεί επιδεικτικά την τροποποιητική συνθήκη του Μοντρέ που προβλέπει ότι μαζί με τη Λήμνο και η ίδια θα πρέπει να διατηρεί αποστρατιωτικοποιημένα τα στενά του Βοσπόρου. Περισσότερα από 15 χρόνια προβάλλει βέτο στην ένταξη των ελληνικών δυνάμεων στο νησί στον στρατηγικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ. Δεν αναγνωρίζει το κατοχυρωμένο από διεθνείς συμβάσεις δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από 6 σε 12 μίλια και αντιπροτείνει διμερείς διαπραγματεύσεις, ενώ θεωρεί αιτία πολέμου την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος από την Ελλάδα. Είναι εύκολα κατανοητό ότι εάν η διεθνής συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας (που και η Τουρκία έχει αποδεχθεί) εφαρμοστεί στο Αιγαίο θα εξανεμίσει τις περισσότερες από τις τουρκικές διεκδικήσεις. Αμφισβητεί την κυριαρχία επί ελληνικού εδάφους στη μορφή των βραχονησίδων σε όλο το ανατολικό Αιγαίο, αμφισβητώντας το σημερινό νομικό καθεστώς τους. Απώτερος σκοπός της Αγκυρας στο θέμα «Αιγαίο» είναι η πρόκληση θερμού επεισοδίου που θα σύρει την Ελλάδα σε γενικότερες διαπραγματεύσεις. Την πρόθεση αυτή έχουμε επισημάνει πολλές φορές η «Π» σε σχετικά άρθρα και σχόλια (Έκτακτο Τεύχος Αμυνα Φθινόπωρο 1995, «Π» Οκτώβριος 1995).
2. Ποιο είναι το νομικό καθεστώς των βραχονησίδων Ίμια;
Με τη συνθήκη της Λωζάνης του 1923 η Τουρκία παραιτήθηκε του δικαιώματος υπέρ της Ιταλίας από το σύνολο των νήσων και νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων που βρίσκονταν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο υπό ιταλική κατοχή. Οι βραχονησίδες Ίμια ήταν ανάμεσα σ’ αυτές. Οι δύο νησίδες όμως αναφέρονται ονομαστικά στο ιταλο-τουρκικό πρωτόκολλο του 1932 (σαν συνέπεια της συνθήκης της Λωζάνης) για τον διακανονισμό των συνόρων στην περιοχή των Δωδεκανήσων όπου ρητά αναφέρεται ότι το θαλάσσιο σύνορο ανάμεσα στις δύο χώρες διέρχεται ανάμεσα στο σύμπλεγμα των βραχονησίδων Ίμια (που ανήκαν στην Ιταλία) και τη νήσο Κάτο (που ανήκε στην Τουρκία). Με τη συνθήκη Ειρήνης του 1947 η Ιταλία παραχωρεί στην Ελλάδα το σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων όπως είχε διαμορφωθεί με όλες τις προηγούμενες συνθήκες και πρωτόκολλα και το Καστελόριζο, άρα και των βραχονησίδων Ίμια. Με βάση τη συνθήκη της Βιέννης «περί διαδοχής κρατών εις διεθνείς συνθήκας» όπου ρητώς ορίζεται ότι «η διαδοχή των κρατών δεν θίγει σύνορα που καθορίστηκαν με συμφωνίες, ούτε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που καθορίστηκαν με αυτές και σχετίζονται με το εδαφικό καθεστώς», η Ελλάδα με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων-Καστελορίζου αποτελεί συνέχεια της Ιταλίας σε όλες τις προηγούμενες συνθήκες. Η Τουρκία, αν και οι θέσεις της δεν είναι ξεκάθαρες, υποστηρίζει ότι το πρωτόκολλο του ’32 είναι άκυρο δεδομένου ότι δεν έχει πρωτοκολληθεί στον Οργανισμό της Κοινωνίας των Εθνών (παρόλο του ότι τέτοια υποχρέωση δεν υπάρχει για τα πρωτόκολλα παρά μόνο για τις Συνθήκες), ενώ αγνοεί τη διαδοχή κρατών (συνθήκη Βιέννης) υποστηρίζοντας ότι δεν αναγνωρίζει την παραχώρηση των Δεδεκανήσων-Καστελορίζου στην Ελλάδα από την Ιταλία αφού δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος.
3. Η Ίμια υπήρξε λοιπόν άλλη μια έκφραση της τουρκικής επιθετικής πολιτικής στο Αιγαίο;
Όχι μόνο. Αν κανείς κοιτάξει την πρόσφατη ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα διαπιστώσει ότι το στρατιωτικό κατεστημένο στη γείτονα, οι θεματοφύλακες της κεμαλικής αναγέννησης, ακολουθούν μια σταθερή και συστηματική επιθετική πολιτική έναντι της Ελλάδας. Στα πλαίσια της, από καιρό σε καιρό «δοκιμάζουν» την αντοχή, ανοχή ή και την υποχωρητικότητα των κυβερνήσεων της Αθήνας με κλιμάκωση των προκλήσεων. Η εικόνα όμως είναι σημαντικά μεγαλύτερη και πολλές φορές αδυνατούμε να την κατανοήσουμε. Αξιομνημόνευτη είναι η φράση που χρησιμοποίησε ο αναπληρωτής καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών κ. Αθ. Πλατιάς στη διάρκεια τηλεοπτικής συζήτησης για τα πρόσφατα γεγονότα: «Η Τουρκία επιζητεί να αναθεωρήσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε με την επανάσταση του ’21». Η Τουρκία έχει τη φιλοδοξία να αναδειχθεί σε τοπική υπερδύναμη και να ξαναφέρει την Ελλάδα κάτω από τη νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία που ελπίζει να δημιουργήσει. Αυτό δεν είναι απαραίτητο να γίνει με στρατιωτική κατάκτηση. Η «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας είναι αρκετή για να ικανοποιήσει τις επιδιώξεις της Τουρκίας.
4. Πώς αντιδρά η Ελλάδα στην τουρκική αυτή πολιτική;
Όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε η ελληνική πολιτική έναντι της Τουρκίας στο σύνολό της είναι μια στρατηγική κατευνασμού. Θυμίζει σε πολλές πτυχές της, τη γαλλοβρετανική στάση έναντι της ναζιστικής Γερμανίας λίγο πριν από την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (με τη διαφορά ότι στην ελληνοτουρκική περίπτωση υπάρχει και ο παρεμβατικός ρόλος των ΗΠΑ). Κάνουμε μικρά βήματα πίσω προσπαθώντας να κερδίσουμε χρόνο. Η πολιτική όμως αυτή μπορεί να αποδώσει μόνο όταν ο αντίπαλος έχει περιορισμένες απαιτήσεις. Εάν για παράδειγμα η Τουρκία επιθυμούσε μόνο τις βραχονησίδες και μια ελληνική υποχώρηση έλυνε το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων μιας διά παντός θα άξιζε τον κόπο να σκεφτούμε μια τέτοια παραχώρηση. Η Τουρκία όμως δεν επιθυμεί μόνο τις βραχονησίδες, κάποια νησιά ή έστω το μισό Αιγαίο. Η φιλοδοξία της είναι πολύ ευρύτερη, όπως τονίσαμε παραπάνω. Σε μια τέτοια περίπτωση η στρατηγική του κατευνασμού όχι μόνο δεν αποδίδει, αλλά αντίθετα εκλαμβάνεται από τον αντίπαλο σαν αδυναμία. Έτσι αυτός κάθε φορά επιστρέφει πιο απαιτητικός και επιθετικότερος. Στη βάση αυτή δεν υπάρχει δυστυχώς περίπτωση καλής γειτονίας με την Αγκυρα και δεν είναι φυσικά δυνατό να προχωρήσουμε σε συνεργασία όπως πιέζουν οι ΗΠΑ, οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ και οι εταίροι μας στην Ε.Ε. Όχι μόνο γιατί εμείς θεωρούμε ότι δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε με την Τουρκία, αλλά και διότι η γειτονική χώρα δεν αναγνωρίζει το status quo, ούτε σέβεται τα όποια συμφωνηθέντα. Είναι μάλλον αμφίβολο ότι θα αλλάξει στάση στο μέλλον.
5. Γιατί όμως επελέγη η συγκεκριμένη χρονική στιγμή;
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ήταν δυνατό να προβλέψουμε την κρίση και να είμαστε πιο προετοιμασμένοι. Το θέμα «Ίμια» δεν ξεκίνησε στα τέλη Ιανουαρίου με τον «πόλεμο των σημαιών», ούτε καν με την (ηθελημένη;)προσάραξη του τουρκικού πλοίου στη βραχονησίδα το Δεκέμβριο. Το θέμα ξεκίνησε με την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης το περασμένο καλοκαίρι να εξαγγείλει πρόγραμμα εποικισμού των βραχονησίδων και ξερονησιών. Ήταν ίσως μια από τις λίγες κινήσεις που η Ελλάδα έκανε χωρίς να αντιδρά απλώς σε μια τουρκική κίνηση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (άρθρο 121) αναφέρει ότι «βράχοι που δεν μπορούν να διατηρήσουν οικισμούς ή αυτοδύναμη οικονομική ζωή, δεν έχουν οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα. Το πρόγραμμα, κάτι που μπορούμε πλέον ν’ αναφέρουμε ανοικτά, είχε σαν στόχο την ενίσχυση των ελληνικών θέσεων για την υφαλοκρηπίδα. Θα πρέπει να είμαστε τουλάχιστον αφελείς εάν πιστεύαμε ότι η Τουρκία δεν θα αντιδρούσε. Η προσάραξη του πλοίου ίσως ήταν η πρώτη απόπειρα δημιουργίας επεισοδίου. Ούτε και αυτό το περιστατικό όμως υπήρξε αρκετό για να μας κινητοποιήσει. Μια έγκαιρη «ενημέρωση» των ΗΠΑ και των Συμμάχων-Εταίρων μας, στο σημείο εκείνο ίσως ήταν αρκετή για να αναχαιτίσει το πρόβλημα στη γέννησή του. Περισσότερα όμως και σημαντικότερα λάθη έγιναν στη συνέχεια.
6. Πέσαμε στην παγίδα της Τουρκίας;
Στην προκειμένη περίπτωση μάλλον πέσαμε σε μια παγίδα που φτιάξαμε μόνοι εις βάρος μας. Μετά τον «πόλεμο των σημαιών» (να σημειώσουμε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά αφού η ίδια πρακτική είχε ακολουθηθεί πριν από αρκετά χρόνια στη νήσο Στρογγύλη) υπήρξε σφάλμα η εγκατάσταση στρατιωτικών δυνάμεων στη βραχονησίδα. Αυτή και μόνη η ελληνική πράξη κλιμάκωσε ραγδαία την κατάσταση, έβαλε το θέμα σε άλλη διάσταση και έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να εκμεταλλευτεί την κατάσταση ανάλογα. Υπήρχαν και άλλοι τρόποι για να υποδηλωθεί η ελληνική κυριαρχία στις βραχονησίδες. Θα μπορούσαμε απλώς να ακολουθήσουμε και εμείς το «θέατρο» της Αγκυρας. Ανδρες της Ελληνικής Αστυνομίας (ή ακόμη και «πολίτες») θα μάζευαν την τουρκική σημαία και σκάφη του Λιμενικού Σώματος θα περιπολούσαν στην περιοχή, έτοιμοι να συλλάβουν τους όποιους επίδοξους νέους «δημοσιογράφους» σαν απλούς λαθρομετανάστες! Η ελληνική όμως επιλογή (που είναι άγνωστο εάν έγινε με πλήρη κατανόηση των μελλοντικών επιπτώσεων) ήταν σίγουρο ότι περιόριζε σημαντικά τις δυνατότητες ελιγμών (αυτές ακριβώς που επικαλέστηκε αργότερα ο πρωθυπουργός) και έβαζε τη χώρα στο μονόδρομο «Πόλεμο ή Υποχώρηση». Η Τουρκία δεν έχασε την ευκαιρία και έστειλε την ίδια μέρα δύο φρεγάτες στην περιοχή παραβιάζοντας πολλές φορές τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στην Ίμια είχε μόλις αρχίσει. Η Αθήνα μην έχοντας πλέον άλλες επιλογές συνέτεινε στην κλιμάκωση (αν και από όσο φάνηκε αργότερα δεν επιθυμούσε να φτάσει σε σύρραξη με την Τουρκία) καλλιεργώντας κλίμα «αδιάλλακτης αποφασιστικότητας» με δηλώσεις ότι «η ελληνική σημαία δεν πρόκειται να υποσταλεί» και ότι η «Ελλάδα έχει τα μέσα και δεν θα διστάσει να τα χρησιμοποιήσει». Οι Τούρκοι όμως γνώριζαν ότι η Αθήνα αναζητούσε απεγνωσμένα διέξοδο αποκλιμάκωσης αν και διατηρούσαν πιθανότατα μια μικρή επιφύλαξη (η Ελλάδα θα αναγκαζόταν τελικά να επιλέξει τον πόλεμο εάν η διέξοδος δεν εμφανιζόταν έγκαιρα). Ακόμη όμως και στο σημείο αυτό η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να αποκλιμακώσει την κατάσταση. Έτσι όταν η Τουρκία ενίσχυσε τις ναυτικές δυνάμεις της στην περιοχή, η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να μην απαντήσει με αντίμετρα. Αντί αυτού όμως στάλθηκαν στην περιοχή και άλλα ελληνικά πλοία μπαίνοντας βαθύτερα στο τούνελ που οδηγούσε στη σύγκρουση ή την υποχώρηση.
7. Ποιο υπήρξε το σημείο καμπής;
Σε κάποιο σημείο της κρίσης υπήρξε αμερικανική παρέμβαση και αυτό μάλλον υπήρξε και το σημείο καμπής. Η ελληνική κυβέρνηση κατά τα φαινόμενα βιάστηκε να αποδεχθεί την αμερικανική μεσολάβηση, κάτι που εξουδετέρωσε και τις τελευταίες επιφυλάξεις στην Αγκυρα για τη δεινή διαπραγματευτική θέση της Αθήνας. Προετοιμάστηκε έτσι για την τελευταία της κίνηση, αυτή που θα τις εξασφάλιζε νίκη στη μάχη των εντυπώσεων. Από τα στοιχεία που υπάρχουν μέχρι στιγμής συνάγεται ότι με αμερικανική παρέμβαση υπήρξε το βράδυ της 30ης Ιανουαρίου συμφωνία απαγκίστρωσης των δύο χωρών με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής. Η συμφωνία, αν και επανέφερε το καθεστώς στην προ της κρίσης κατάσταση, εμπεριείχε ήδη μια ελληνική υποχώρηση αφού παρόλες τις αντίθετες δηλώσεις αφαιρούσε την ελληνική σημαία από την Ίμια. Η Ουάσιγκτον στα πλαίσια των διαβουλεύσεων ειδοποίησε την Αγκυρα για την ελληνική συμφωνία σε απαγκίστρωση. Με την οροθεσμία εφαρμογής της συμφωνίας ήδη σε εξέλιξη, η Τουρκία κατορθώνει να αποβιβάσει μικρό αριθμό στρατιωτών στη δεύτερη βραχονησίδα του συμπλέγματος Ίμια. (Η συμφωνία είχε γίνει ουσιαστικά δεκτή από τον υπουργό Εξωτερικών κ. Θ. Πάγκαλο πριν την αποβίβαση των Τούρκων. Τυπικά όμως έγινε δεκτή αρκετές ώρες αργότερα.) Ήταν μια παράτολμη ενέργεια, δεδομένου ότι εάν γινόταν αντιληπτή, θα προκαλούσε την άμεση ελληνική αντίδραση. Η Αγκυρα όμως ήταν πεπεισμένη ότι εάν η Αθήνα βρισκόταν προ του τετελεσμένου γεγονότος, θα δίσταζε να αντιδράσει όπως θα δούμε και παρακάτω. Η ίδια όμως θα κέρδιζε τη μάχη των εντυπώσεων.
8. Ποιος ήταν ο πραγματικός αντίκτυπος της τουρκικής απόβασης στην Ίμια στη διάρκεια της κρίσης;
Όλη τη διάρκεια της ημέρας της 30ης Ιανουαρίου, υπήρχαν επανειλημμένες προσπάθειες τουρκικών πολεμικών να προσεγγίσουν το σύμπλεγμα. Οι προσπάθειες αυτές αναχαιτίστηκαν επιτυχώς από τα ελληνικά πολεμικά στην περιοχή με ελιγμούς που ανέκοπταν την πορεία των τουρκικών. Οι προσπάθειες αυτές είναι τώρα φανερό ότι είχαν σαν στόχο την αποβίβαση των τούρκων καταδρομέων και συνεχίστηκαν και μετά το τελευταίο φως. Είναι δε άλλη μια φορά άξιο απορίας ότι η απειλή αυτή δεν έγινε έγκαιρα κατανοητή. Κάποια δε στιγμή, υπό την κάλυψη του σκότους και των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή, οι τούρκοι καταδρομείς κατόρθωσαν να «γεφυρώσουν» τις λίγες εκατοντάδες μέτρα από μια εκ των τουρκικών φρεγατών ενώ η ίδια κάλυπτε τις κινήσεις τους παρακολουθούμενη από ελληνικό πολεμικό. Το ότι οι καταδρομείς δεν προήλθαν από τις ακτές της Ανατολίας ελαφρύνει την ευθύνη του Ναυτικού που είχε αναλάβει το βαρύ έργο της επιτήρησης (πρακτικά ναυτικού αποκλεισμού!) των βραχονησίδων, αν και η μη επισήμανση των τούρκων καταδρομέων εξακολουθεί να είναι ένα σοβαρό στίγμα. Ακόμη όμως κι αν οι Τούρκοι είχαν επισημανθεί, είναι αμφίβολο εάν η απόβασή τους μπορούσε να είχε αποτραπεί, λόγω της μικρής απόστασης που διένυσαν, παρά μόνο με τη χρήση πυρών (εναλλακτικά θα μπορούσε να επιχειρηθεί εμβολισμός των σκαφών τους). Δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ότι «οι πολιτικές οδηγίες και οι κανόνες εμπλοκής», προέβλεπαν στην περίπτωση αυτή τη χρήση πυρών χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την ανώτατη ηγεσία. Φυσικά χρόνος για κάτι τέτοιο δεν θα υπήρχε. Δεν έχει ίσως σημασία για το πως η ελληνική πλευρά πληροφορήθηκε το γεγονός της απόβασης (το ανέφερε η αμερικανική πλευρά ή πραγματικά η πληροφορία ήλθε από τις ανακοινώσεις του τούρκου υπουργού Εξωτερικών στην τηλεόραση). Σημασία έχει ότι αντιμετώπιζε το γεγονός κάτω από την πίεση της προθεσμίας εφαρμογής της συμφωνίας απαγκίστρωσης.
9. Τι θα μπορούσε να είχε γίνει αφού οι Τούρκοι είχαν αποβιβαστεί στην Ίμια;
Καίριας σημασίας -και αναπάντητο μέχρι στιγμής- παραμένει το ερώτημα του γιατί -εφόσον αποφασίστηκε η στρατιωτική φρούρηση των βραχονησίδων- δεν υπήρχαν ελληνικές δυνάμεις σε όλες τις νησίδες του συμπλέγματος. Η μόνη υπόθεση που θα μπορούσε να γίνει επί του θέματος ήταν ότι η ελληνική στρατιωτική ηγεσία πίστευε ότι η παρουσία ελληνικών δυνάμεων σε μία από τις βραχονησίδες θα ήταν αρκετή αποτροπή για τους Τούρκους. Δυστυχώς διαψεύστηκαν κατά τρόπο τραγικό. Δεδομένου ότι η απόβαση -σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις- έγινε μετά την αρχική επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να δώσει πολιτική λύση στο θέμα, το γεγονός, αυτό καθαυτό δεν επηρέασε την ελληνική απόφαση. Δεν παύει όμως να αποτελεί και το δραματικότερο στοιχείο στην κρίση, αφού άλλαζε τα δεδομένα σύμφωνα με τα οποία η ελληνική κυβέρνηση είχε δεχθεί τη συμφωνία απαγκίστρωσης. Αν και το ακριβές χρονικό των γεγονότων δεν έχει διελευκανθεί πλήρως, υπάρχουν εδώ σημαντικές ευθύνες για την απόφαση να τηρηθούν τελικά οι όροι της συμφωνίας. Μετά την αποβίβαση των Τούρκων μία από τις επιλογές ήταν ασφαλώς η προσβολή των εισβολέων με πυρά. Αυτό θα μπορούσε να γίνει, όπως ανέφερε ο Ναύαρχος κ. Λυμπέρης από πλοία ή με το πρώτο φως της ημέρας από αεροσκάφη. Και στις δύο όμως περιπτώσεις σίγουρα θα ήταν η αφορμή εμπλοκής, κάτι που η Αγκυρα ήξερε ότι η ελληνική πλευρά ήθελε να αποφύγει. Η άλλη επιλογή ήταν αυτή που ζητήθηκε από τη στρατιωτική ηγεσία: η ανακατάληψη της νησίδας. Υπέρτερες ελληνικές δυνάμεις θα μπορούσαν να «συλλάβουν» τους εισβολείς χωρίς απαραίτητα να υπάρξει γενικότερη εμπλοκή. Εδώ ο ανασταλτικός παράγοντας υπήρξε ο χρόνος, αλλά και η ελλιπής προετοιμασία από ελληνικής πλευράς αυτού του ενδεχομένου. Η αεραπόβαση είτε δεν ήταν δυνατή (τα περιορισμένα ιπτάμενα μέσα παντός καιρού που διαθέτουν οι Ε.Δ. δεν ήταν διαθέσιμα στην περιοχή) ή κρίθηκε εξαιρετικά επικίνδυνη στην εκτέλεση, δεδομένου ότι η ζώνη αποβίβασης ήταν ουσιαστικά υπό την εχθρική κατοχή. Ασφαλέστερη μέθοδος θα ήταν η αποβίβαση από θαλάσσης. Και εδώ όμως φαίνεται ότι οι άμεσα διατιθέμενες δυνάμεις (κλιμάκια ΟΥΚ επί των περιπλέοντων σκαφών) ήταν περιορισμένες. Η μεταφορά διά θαλάσσης καταδρομέων από την Κω θα απαιτούσε τρεις ώρες και απορρίφθηκε. Το σίγουρο είναι ότι στο σημείο αυτό κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι μια στρατιωτική επιχείρηση θα μπορούσε να ολοκληρωθεί με επιτυχία μέσα στα δεδομένα χρονικά περιθώρια. Από την άλλη πλευρά υπήρχε η διέξοδος της πολιτικής λύσης.
10. Ήταν όμως η μόνη άλλη επιλογή, αυτή που ακολουθήθηκε, η τελική δηλαδή αποδοχή της συμφωνίας απαγκίστρωσης;
Ίσως ήταν η μοναδική επιλογή δεδομένης της έλλειψης προετοιμασίας από ελληνικής πλευράς. Πέρα από τα σχέδια άμεσης αντίδρασης, εάν η στρατιωτική ηγεσία είχε σταθεί περισσότερο προβλεπτική θα είχε προετοιμάσει και εναλλακτικό σχέδιο δράσης. Θα μπορούσε για παράδειγμα να απαντήσει «στα ίσα» στους Τούρκους αποβιβάζοντας έλληνες καταδρομείς σε τουρκική βραχονησίδα. Πληροφορίες αναφέρουν ότι εξετάστηκε και το ενδεχόμενο της πολιορκίας της βραχονησίδας. Η ιδέα απορρίφθηκε όμως αφού οι Τούρκοι θα είχαν το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα και αν ακόμη τελικά αποχωρούσαν το πλήγμα για την Ελλάδα θα ήταν πολύ βαρύτερο. Η κρίση έπρεπε να λήξει πριν ξημερώσει. Προτιμήθηκε έτσι να «αγνοηθεί» η τουρκική απόβαση και η συμφωνία απαγκίστρωσης έγινε αποδεκτή.
11. Γιατί τότε απεστάλη το μοιραίο ελικόπτερο;
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω το ακριβές χρονοδιάγραμμα των συμβάντων δεν είναι γνωστό. Για αρκετές ώρες η ελληνική πλευρά αρχικά αγνοούσε την αποβίβαση των Τούρκων στην Ίμια και στη συνέχεια η μόνη σχετική πληροφόρηση προερχόταν από την αμερικανική πλευρά που μετέφερε και αυτήν την πληροφορία από την Αγκυρα. (Ο αμερικανός πρόεδρος Κλίντον ανέφερε ότι οι ΗΠΑ παρακολουθούσαν τις εξελίξεις με δικά τους μέσα. Αναφερόταν όπως πιθανότατα στις μετέπειτα ώρες και τη διαδικασία απαγκίστρωσης.) Ίσως προς στιγμή, η ελληνική πλευρά θεώρησε ότι η Τουρκία μπλόφαρε. Το πιθανότερο όμως είναι ότι το ελικόπτερο απονηώθηκε από τη φρεγάτα για αναγνώριση και επιτήρηση της συμφωνίας ταυτόχρονης αποχώρησης. Το ελικόπτερο, παρόλο το πλήθος των αντίθετων πληροφοριών ήταν αεροσκάφος παντός καιρού, από τα λίγα που διαθέτουν οι Ε.Δ. (ο υπογράφων δεν μπορεί παρά να φέρει στο νου του κάτι που είχε αναφερθεί σε μια από τις φορές που η «Π» επισκέφθηκε την Πτέρυγα Ελικοπτέρων Ναυτικού. «Εμείς διαθέτουμε τα μόνα μέσα παντός καιρού κι αν χρειαστεί πετάμε ημέρα-νύκτα και σχεδόν με κάθε καιρό, ακόμη και η Αεροπορία είναι ΠΚΚ -Παντός Καλού Καιρού», είχε πει κάποιος από τα ιπτάμενα πληρώματα, ίσως και ένας από τους τρεις που χάθηκαν με το μοιραίο αεροσκάφος.). Πληροφορίες, που δεν στάθηκε δυνατό να επιβεβαιωθούν, αναφέρουν ότι σε γειτονικό νησί βρισκόντουσαν δύο από τα νεοαποκτηθέντα AH-64A. Ακόμη όμως αν και αυτή η πληροφορία είναι ακριβής, είναι αμφίβολο ότι τα «Αpache» θα ήταν η καλύτερη επιλογή για μια αποστολή αναγνώρισης. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι από τα στοιχεία που έχουν γίνει γνωστά μέχρι στιγμής, δεν διαφαίνεται ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν τη στιγμή εκείνη ήταν απαγορευτικές για την πτήση του ελικοπτέρου ή ότι συνέβαλαν στην πτώση του. Αντίθετα, έχοντας αποκλειστεί η πιθανότητα κατάρριψής του τα αίτια της πτώσης επικεντρώνονται σε βλάβη της οποίας επακολούθησε απώλεια προσανατολισμού (ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουν τα πληρώματα ελικοπτέρων τη νύκτα και ενώ εκτελούν στροφές).
12. Πέρα από το τοπικό επίπεδο, πόσο έτοιμη ήταν η Ελλάδα εάν η κρίση εξελισσόταν σε σύγκρουση;
Τα σχετικά στοιχεία είναι ίσως το μοναδικό παρήγορο στοιχείο στο όλο ζήτημα. Όλες οι σχετικές πληροφορίες επιβεβαιώνουν ότι η μετάπτωση των Ε.Δ. στο επίπεδο μέγιστης ετοιμότητας υπήρξε καθ’ όλα ικανοποιητικότατη. Στο σημείο αυτό η Ελλάδα βρέθηκε να προηγείται της Τουρκίας, όπου το κρίσιμο εικοσιτετράωρο της κρίσης, δεν υπήρξε η ίδια στρατιωτική κινητοποίηση, τουλάχιστον σύμφωνα με τις πληροφορίες που έφταναν μέσω των καναλιών που διαθέτει η χώρα μας (έπαιξε άραγε ρόλο η ροή αυτών των πληροφοριών στην ελληνική στάση;). Ιδιαίτερα ικανοποιητική υπήρξε η εφαρμογή των σχεδίων κινητοποίησης των εφέδρων σε όλα τα νησιά του Αιγαίου που βρίσκονται κοντά στα μικρασιατικά παράλια και η έξοδος των μονάδων του Σ.Ξ. από τα στρατόπεδα στους χώρους διασποράς. Αν και είναι δύσκολη η αναφορά σε συγκεκριμένα -απόρρητα- σχέδια, είναι εύκολα κατανοητό ότι προβλέπεται μια σειρά πληγμάτων από την Π.Α. σε στόχους μεγάλης αξίας, προσβολή ναυτικών στόχων σε όλο το Αιγαίο και διεξαγωγή επιχειρήσεων ανορθοδόξου πολέμου σε εγκαταστάσεις από τις οποίες εξαρτάται η στρατιωτική απειλή στα νησιά του Αιγαίου. Αντίθετα, εμφανίζεται -σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες- ότι δεν υπήρξε το ίδιο ικανοποιητική και η κινητοποίηση στην Κύπρο. Πιο συγκεκριμένα το πρόβλημα εντοπίζεται στη ροή πληροφοριών από την ελληνική προς την κυπριακή πλευρά. Ενώ η Ελλάδα όδευε προς πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία, η κινητοποίηση της Κυπριακής Εθνοφρουράς δεν ξεκίνησε παρά όταν η κρίση είχε ουσιαστικά αποκλιμακωθεί. Εάν αυτό αληθεύει, σημαίνει ότι η βάση του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος, είτε είναι ανύπαρκτη είτε δεν λετούργησε.
13. Γιατί η πρόσφατη κρίση είχε διαφορετική κατάληξη από αυτήν του 1987;
Η επιτυχής διαχείριση κάθε κρίσης είναι ουσιαστικά μια διαδικασία εξεύρεσης του σημείου ισορροπίας ανάμεσα στην υποχώρηση, την κλιμάκωση και τη σύγκρουση. Η ισορροπία μπορεί να προέλθει από την επίδειξη ετοιμότητας να υπερασπίσει κανείς τη θέση του χωρίς όμως αυτό να προκαλέσει τον αντίπαλο σε κλιμάκωση και σύγκρουση. Ο χειρισμός αυτός είναι ιδιαίτερα λεπτός αφού η επίδειξη ετοιμότητας εκφράζεται με πολλούς τρόπους συμπεριλαμβανομένης και της στρατιωτικής κινητοποίησης. Το σημαντικό στοιχείο βέβαια είναι ο αντίπαλος να μην γνωρίζει που βρίσκεται το «σημείο χωρίς επιστροφή» όπου οι απειλές γίνονται πλέον πράξεις. Το 1987 ακρογωνιαίος λίθος της επιτυχημένης διαχείρισης της κρίσης υπήρξε το ταξίδι του έλληνα υπουργού Εξωτερικών στη Σόφια που κατέδειξε την ελληνική αποφασιστικότητα. Στην πρόσφατη κρίση η ελληνική πλευρά εμφανίστηκε -παρά το «θέατρο» της πολεμικής κινητοποίησης που τελικά υπήρξε «μπούμεραγκ» για το κύρος των Ε.Δ.- να επιζητεί περισσότερο τη λύση μέσω αποκλιμάκωσης παρά την επίδειξη αποφασιστικότητας. Κάτι που πέρασε ουσιαστικά απαρατήρητο στη γενικότερη περίοδο της κρίσης, ήταν οι κινήσεις της Συρίας. Σημαντικό ερώτημα, ιδιαίτερα για το μέλλον αποτελεί κατά πόσο η χώρα αυτή μπορεί να αντικαταστήσει τη Βουλγαρία στον χειρισμό μιας κρίσης με την Αγκυρα. Οι προοπτικές βέβαια δεν είναι ευοίωνες δεδομένου ότι η Συρία βρίσκεται σε πορεία σύγκλισης με το Ισραήλ, υπό αμερικανική αιγίδα.
14. Υπήρξε Εθνική Ήττα στην Πρόσφατη Κρίση;
Η απάντηση στο καίριο αυτό ερώτημα είναι ΟΧΙ. Παρόλα τα έντονα συναισθήματα των πρώτων εκείνων πρωινών ωρών της 31ης Ιανουαρίου ούτε «κατά κράτος εθνική ήττα» υπήρξε αλλά ούτε και όσοι χειρίστηκαν την κρίση θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «προδότες», όπως εντελώς ανεύθυνα υποστήριξε η αντιπολίτευση. Οι κυβερνώντες όμως έχουν σίγουρα μεγάλες ευθύνες τόσο για τις εξελίξεις που οδήγησαν στην κρίση όσο και για τους επιμέρους χειρισμούς αλλά και για πολλά από αυτά που επακολούθησαν. Η επιλογή που αντιμετωπίσαμε ως χώρα το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου δεν ήταν αυτή που η τουρκική παγίδα υπονοούσε, πόλεμος ή υποχώρηση, ταπείνωση και διαπραγματεύσεις υπό το πρίσμα της αμφισβήτησης από την Τουρκία, για πρώτη φορά, της κυριαρχίας μας επί ελληνικού εθνικού εδάφους. Το να παρασυρθούμε στην παραπάνω επιλογή θα είχε επιτρέψει στην Τουρκία να ισχυριστεί ότι, εν μέρει τουλάχιστον νίκησε, αφού το «παιχνίδι» παίχτηκε με τους δικούς της κανόνες. Είναι σωστή έτσι η θέση που διατυπώθηκε ότι η Ελλάδα επέλεξε να διαμορφώσει τους δικούς της κανόνες αναμέτρησης σε διεθνές επίπεδο όπου η θέση της είναι ισχυρότερη και το αποτέλεσμα πιο βέβαιο και κυρίως αναίμακτο. Γιατί όμως τότε, αφού η στρατηγική που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση υπαγόρευε πολιτική λύση, η διάσταση που δόθηκε στο θέμα την ημέρα της κλιμάκωσης της κρίσης (30/1) ήταν ότι οδηγούμαστε στο μονοπάτι του πολέμου. Οι περισσότεροι Έλληνες, ασφαλώς ανακουφίστηκαν από το ότι δεν υπήρξε ένοπλη σύγκρουση, αλλά συγχρόνως απογοητεύθηκαν τόσο με την εκ διαμέτρου αντίθετη στάση της κυβέρνησης ανάμεσα στη νύκτα της 29ης και το πρωί της 30ης Ιανουαρίου. Ατυχέστατες υπήρξαν επίσης και οι δηλώσεις του έλληνα πρωθυπουργού κ. Κώστα Σημίτη, στη Βουλή την 31/1. Όχι για τις θέσεις που εξέφραζαν, θέσεις που ο κάθε ψύχραιμος Έλληνας θα μπορούσε να αποδεχτεί, αλλά για τον τρόπο που εκφράστηκαν και απαίτησαν στη συνέχεια σωρεία εξηγήσεων για να αποκτήσουν τη σωστή τους διάσταση. Ποτέ ίσως άλλοτε έλληνας πολιτικός δεν υπήρξε αποτυχημένος στην επιλογή των λέξεων προσπαθώντας να πει την αλήθεια που μάλιστα τον δικαίωνε. Αποκορύφωμά τους υπήρξε η εκτίμηση για τη δυνατότητα της χώρας να εξέλθει νικηφόρα από μια πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία. Η δήλωση αυτή υπήρξε ίσως ο ακρογωνιαίος λίθος των λανθασμένων χειρισμών και της αίσθησης εθνικής ήττας, αφού έδωσε στον (καχύποπτο) ελληνικό λαό την εντύπωση ότι ο ελληνικός τακτικός ελιγμός (αναγωγή του θέματος σε διεθνές επίπεδο) συγκάλυπτε το γεγονός ότι υποχωρήσαμε επειδή φοβηθήκαμε την ήττα μιας πολεμικής αναμέτρησης με την Τουρκία. Τίποτε φυσικά δεν απείχε περισσότερο από την αλήθεια.
15. Είναι η Τουρκία Τόσο Ισχυρή Στρατιωτικά Ώστε να Μπορεί Πλέον να Επιβληθεί στην Ελλάδα;
Η ισορροπία στο Αιγαίο, που λειτουργεί σαν αποτροπή στις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας, δεν έχει ανατραπεί όπως μπορούν να εκτιμήσουν οι αναγνώστες της «Π». Αν και οι αμυντικές δαπάνες της γείτονος έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, σε αντίθεση με τις ελληνικές που έχουν γνωρίσει πρακτικά στασιμότητα, η Τουρκία δεν έχει αποκτήσει υπεροπλία σε κανέναν τομέα. Έτσι διατηρείται μια κατάσταση που καθιστά ασύμφορη μια τουρκική επίθεση σε οποιοδήποτε μέτωπο. Δεν σημαίνει όμως ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει στο μέλλον με βάση ακόμη και τα υπό εξέλιξη προγράμματα. Εάν η «ψαλίδα» ανοίξει και άλλο, κάποια στιγμή η ελλληνική στρατιωτική ισχύς δεν θα είναι ικανή αποτροπή και ο κίνδυνος να αναγκαστούμε πραγματικά να υποχωρήσουμε στις τουρκικές απειλές από φόβο στρατιωτικής ήττας θα είναι πλέον φανερός. Η κατάσταση επιδεινώνεται και από το γεγονός του ότι η Τουρκία βελτιώνει ραγδαία και την υστέρηση που είχε στις ποιοτικές συγκρίσεις των δύο οπλοστασίων όπως και στην εκπαίδευση.
15+1. Πόσο μπορεί να συνεχιστεί όμως η κούρσα εξοπλισμών;
Καταρχήν δεν είναι μια κούρσα, αφού από ελληνικής πλευράς δεν υπάρχει η πρόθεση να αποκτηθεί υπεροπλία, αλλά απαντάμε ουσιαστικά στις τουρκικές ενέργειες. Εκείνο που θα πρέπει να κατανοηθεί -και έχει γραφεί πολλές φορές στις στήλες αυτού του περιοδικού- είναι ότι δεν μπορούμε -ούτε και απαιτείται- να παρακολουθήσουμε την Τουρκία σε κάθε εξοπλιστική της κίνηση προσπαθώντας να εξισώσουμε ποσοτικά το δικό μας οπλοστάσιο. Υπάρχει η «χρυσή τομή» του πόσο θα πρέπει να δαπανώνται για να διατηρηθεί η υφιστάμενη ισορροπία. Οι αγορές μας όμως θα πρέπει να είναι «έξυπνες», να έχουν προβλεπτικότητα και κυρίως ακολουθία, απαλλαγμένες από τις κακοδαιμονίες που παρουσιάζει ο δημόσιος τομέας στη χώρα μας. Η Τουρκία όχι μόνο δαπανά περισσότερα από εμάς, αλλά το 40% του αμυντικού της προϋπολογισμού αφορά προμήθειες. Στην Ελλάδα μόνο το 20% του αμυντικού προϋπολογισμού δαπανάται σε νέες αγορές. Το μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου αφορά λειτουργικές δαπάνες.
Φ.Γ.Κ.