Καταδιωκόμενοι από το Σώμα του Γάλλου στρατηγού Σούλτ, στον ατέρμονο Ναπολεόντειο πόλεμο στην Ιβηρική χερσόνησο, οι Βρετανοί έφτασαν στην πόλη Λα Κορούνια και άρχισαν να επιβιβάζονται στα πλοία του στόλου τους για εκκένωση, όταν οι Γάλλοι τους πρόφτασαν. Εκεί έδωσαν μια μάχη οπισθοφυλακής για να καταφέρουν να σωθούν.
Μετά τη μάχη του Βιμέιρο, τον Αύγουστο του 1808, οι ηττημένοι Γάλλοι στρατιώτες του στρατάρχη Ζουνώ σώθηκαν μετά από συμφωνία των τοπικών διοικητών, του στρατηγού Μπάραντ και του στρατηγού Μπάρλιμπλ, που υπέγραψαν μάλιστα και συμφωνία ειρηνικής αποχώρησης του γαλλικού στρατού. Οργισμένοι στο Λονδίνο με τα νέα της συμφωνίας, κάλεσαν τους στρατηγούς τους να επιστρέψουν στην Βρετανία για εξηγήσεις, μαζί τους και τον Ουέσλεϋ, αν και ο τελευταίος δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή διάλεξε ο Ναπολέων και με 135.000 άνδρες εισέβαλε στην βόρεια Ισπανία για να επιβληθεί.
Ο κίνδυνος ήταν σημαντικός, αφού ο ίδιος ο Βοναπάρτης είχε τη διοίκηση των στρατευμάτων του, όλων σχεδόν βετεράνων πολλών εκστρατειών, ενώ η βρετανική ηγεσία είχε απομακρυνθεί. Κάπου 80.000 Ισπανοί στρατιώτες βάδισαν για να αντιμετωπίσουν την απειλή αλλά η αξία του ισπανικού πεζικού και των αξιωματικών του δεν ανταποκρινόταν στην περίσταση. Έτσι, οι 35.000 άνδρες του βρετανικού στρατού της Πορτογαλίας διατάχθηκαν να τους συνδράμουν, υπό τη διοίκηση του στρατηγού σερ Τζων Μουρ, του “πατέρα” του βρετανικού ελαφρού πεζικού.
Ο Μουρ βάδισε στη μάχη με αισιοδοξία λέγοντας πως “κανένας Βρετανός στρατηγός δεν έχει διοικήσει τόσο μεγάλο στράτευμα από την εποχή του Μάλμπορω”. Χώρισε τις δυνάμεις του στα ορεινά περάσματα που οδηγούσαν προς το Μπούργκος, στέλνοντας το πεζικό σε μια κατεύθυνση και το ιππικό και πυροβολικό σε άλλη. Μέχρι να φτάσουν οι Βρετανοί στη Σαλαμάνγκα, έμαθαν πως οι Γάλλοι είχαν νικήσει και διασκορπίσει τους Ισπανούς, είχαν ήδη καταλάβει το Μπούργκος, σημείο σύγκλισης των δύο στρατών και πλεον κατευθύνονταν προς τη Μαδρίτη (θα έπεφτε λίγο μετά). Ξαφνικά, οι Βρετανοί ήταν διαιρεμένοι, μόνοι, παγιδευμένοι στα ορεινά και με τον εχθρό να τους ξεπερνά σε αναλογία τουλάχιστον δύο προς ένα.
Με τον Ναπολέοντα να έχει τοποθετήσει τον αδερφό του στον Ισπανικό θρόνο, πλέον ο Μουρ αντιμετώπιζε όλο τον γαλλικό στρατό και μάλιστα από μειονεκτική θέση. Ο Σουλτ ενισχύθηκε και ανέλαβε την καταδίωξή του, ενώ ο Ναπολέων επέστρεψε στο Παρίσι, βέβαιος πως τα πράγματα θα εξελίσσονταν θετικά. Οι Βρετανοί υποχώρησαν στα βόρεια, μέσα από την ισπανική Γαλικία προς τα λιμάνια που θα τους περίμενε ο βρετανικός στόλος για να τους εκκενώσει. Η ιστορία επαναλαμβανόταν αλλά με άλλους πρωταγωνιστές.
Αποκλεισμένος, ο Μουρ έδινε μια μάχη οπισθοφυλακών για να δοθεί χρόνος στον στρατό του να σωθεί. Οι Βρετανοί έφτασαν στα παράλια στις 11 Ιανουαρίου 1809, με τους Γάλλους να ακολουθούν, αλλά τα πλοία της σωτηρίας δεν ήταν ακόμα εκεί. Το ηθικό του στρατού κατέρρευσε αλλά οι άνδρες των ελαφρών συνταγμάτων, του 95ου Τυφεκιοφόρων (The Rifles), 42oυ και 52ου Eλαφρού Πεζικού, 1ου και 2ου Γερμανικών Ταγμάτων του Βασιλέως, κράτησαν την ψυχραιμία τους στη μάχη που έγινε στις 16 του μήνα. Μάλιστα το τυφέκιο ραβδωτής κάννης Baker με την ευθυβολία και ακρίβειά του, έδωσε ένα τρομερό πλεονέκτημα στους Βρετανούς έναντι των μουσκέτων των Γάλλων. Παροιμιώδης έμεινε ο θάνατος του 31χρονου Γάλλου στρατηγού Ωγκούστ Κολμπέρ, που δέχτηκε βολίδα από τον τυφεκιοφόρο Thomas Plunkett του 95ου Συντάγματος από απόσταση 550 μέτρων. Στη συνέχεια ο Plunkett πυροβόλησε και τον υπασπιστή του Κολμπέρ, που έσπευσε να βοηθήσει τον στρατηγό του, αποδεικνύοντας ότι η επιτυχία του δεν οφειλόταν στην τύχη.
Έτσι, οι Βρετανοί κέρδισαν χρόνο για να ολοκληρώσουν την επιβίβασή τους, με κόστος 1.200 νεκρούς και αιχμαλώτους. Ο ίδιος ο Μουρ τραυματίστηκε θανάσιμα από ένα γαλλικό βλήμα πυροβόλου στον ώμο εξαιτίας της συνήθειάς του να διοικεί από την πρώτη γραμμή. Οι άνδρες του τον απομάκρυναν προς την πόλη της Κορούνα ενώ μια έφοδος από τις τελευταίες ενισχύσεις των Βρετανών απέκρουσαν για λίγο την γαλλική επίθεση. Με τη νύχτα να πέφτει, οι Γάλλοι αποσύρθηκαν στις θέσεις τους για να επιστρέψουν το πρωί. Ο Μουρ πέθανε από τα τραύματά του και τάφηκε βιαστικά σε ένα χαντάκι στις οχυρώσεις της πόλης μαζί με πολλούς ακόμα Βρετανούς στρατιώτες ενώ οι άνδρες του αποσύρθηκαν βιαστικά προς τα πλοία. Την επόμενη μέρα, οι Γάλλοι ανακάλυψαν τις βρετανικές θέσεις άδειες και κινήθηκαν βιαστικά αλλά ήταν αργά. Μια από τις πιο εντυπωσιακές υποχωρήσεις στη στρατιωτική ιστορία ήταν γεγονός.