Με την πρώτη επανάστασή τους το 1804, οι Σέρβοι κέρδισαν μετά από 200 χρόνια το πρώτο τους αυτόνομο κρατίδιο, που όμως βυθίστηκε στην διχόνοια και την αλληλοϋπονόμευση μεταξύ των ηγητόρων του και 10 χρόνια μετά, οι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να το διαλύσουν επαναφέροντάς το στο καθεστώς οθωμανικής επαρχίας. Οι ηγήτορές του διέφυγαν άλλοι προς την Αυστία των Αψβούργων (όπως ο Καραγιώργης Πέτροβιτς) κι άλλοι φίλησαν τις τουρκικές φορεσιές κερδίζοντας αξιώματα και κρατώντας το κεφάλι τους.
Τέτοιος ήταν ο Μίλος Ομπρένοβιτς που έλαβε τον τίτλο του Μέγα Βοεβόδα (“obor-knez”) κι έμεινε τοποτηρητής. Η καταπίεση των Τούρκων συνεχίστηκε με βαρείς φόρους, κακοποιήσεις και εκτελέσεις που οδήγησαν σε νέες απονενοημένες εξεγέρσεις, που ανοργάνωτες ως ήταν, πνίγηκαν στο αίμα.
Στις 23 Απριλίου 1815, ο Ομπρένοβιτς κι άλλοι προεστοί θα κηρύξουν την νέα επανάσταση στο Τάκοβο με την παροιμιώδη φράση «Να’μαι κι εγώ, νά’στε και σεις, μαλώνουμε!» (“Evo mene, evo vas. Rat Turcima!” Ούτε στον Αστερίξ τέτοιοι διάλογοι!). Ο πόλεμος θα διαρκέσει 27 μήνες και θα λήξει με τους Τούρκους να αναγνωρίζουν μια ευρύτερη αυτονομία στην επαρχία που θα την αναβιβάσουν σε επίπεδο αυτόνομου πριγκηπάτου.
Η ελευθερία δεν ήταν απόλυτη, αφού η επικυριαρχία της Οθωμανικής Πύλης ήταν ακόμα ισχυρή. Ο παλιός επαναστάτης Καραγιώργης επέστρεψε στη Σερβία μόνο για να πέσει σε ενέδρα και να δολοφονηθεί, τύχη που είχαν κι άλλοι «διεκδικητές». Θα πρέπει να περιμένουν ως το 1878 οι Σέρβοι για να αναγνωριστεί επίσημα η ανεξαρτησία της χώρας τους από το συνέδριο του Βερολίνου.