Με την πολιορκία της Ακρόπολης να συνεχίζεται από τις αρχές Αυγούστου του 1826, η κατάσταση των έγκλειστων Ελλήνων είχε καταστεί απελπιστική. Τα πυρομαχικά και οι τροφές μειώνονταν συνεχώς, ένω όλο και περισσότεροι υπερασπιστές της έβγαιναν εκτός δράσης είτε από τους Τούρκους είτε από τις ασθένειες. Η ελληνική κυβέρνηση φοβόταν ότι η πτώση της Ακρόπολης θα επέφερε την απώλεια όλης της Ανατολικής Στερεάς, γεγονός που θα αποτυπωνόταν στη χάραξη των συνόρων του νέου κράτους.
Έτσι, ένα εκστρατευτικό σώμα 2.000 ανδρών συγκεντρώθηκε στην Ελευσίνα και μετακινήθηκε κοντά στην περιοχή με σκοπό να λύσει την πολιορκία. Μεταξύ των οπλαρχηγών βρέθηκαν και βετεράνοι αγωνιστές όπως ο Βάσος Μαυροβουνιώτης κι ο Πανούτσος Νοταράς, που ενίσχυσαν με άλλους 1.000 άνδρες το εκστρατευτικό σώμα. Επικεφαλής ήταν ένας Κεφαλλονίτης στρατιωτικός, ο Διονύσιος Βούρβαχης.
Ο Βούρβαχης είχε καταφύγει νέος στη Γαλλία και κατατάχτηκε στο γαλλικό στρατό. Σπούδασε στη σχολή αξιωματικών του Saint-Cyr και μεταξύ 1805 και 1815 πολέμησε με τις ναπολεόντειες στρατιές στην Ιταλία, στην Ισπανία και στη Γαλλία, ανερχόμενος λόγω της αξίας του στο βαθμό του συνταγματάρχη του ιππικού. Το 1826 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου συγκρότησε και εκπαίδευσε τακτικό τάγμα 800 ανδρών, με το οποίο έσπευσε στο Λουτράκι προς ενίσχυση του Καραϊσκάκη και από εκεί στην Ελευσίνα, όπου ενώθηκε με τα σώματα Μαυροβουνιώτη και Νοταρά.
Το εκστρατευτικό σώμα στρατοπέδευσε στη Χασιά. Εκεί συγκροτήθηκε επιτροπή μεταξύ των αρχηγών σωμάτων, όπως συνηθιζόταν. Οι απόψεις των Μαυροβουνιώτη και Νοταρά ήταν να οργανωθούν αμυντικά και να αποκρούσουν επιθέσεις των Τούρκων παρασύροντάς τους σε έναν πόλεμο φθοράς με τοπικές αντεπιθέσεις. Ο Βούρβαχης, συνηθισμένος σε τακτική περισσότερο επιθετική, προέκρινε μάχη εκ παρατάξεως θεωρώντας πως οι 3.500 άνδρες τους υπερίσχυαν των Τούρκων.
Τελικά, οι δύο οπλαρχηγοί με τα σώματά τους τάχθηκαν στις υπώρειες του Ποικίλου όρους, «ακουμπώντας» στα μονοπάτια διαφυγής, αν κάτι δεν πήγαινε καλά, ενώ ο Βούρβαχης με το κύριο σώμα προχώρησε στο ανοιχτό πεδίο του Καματερού. Εναντίον του κινήθηκε ο Κιουταχής με 2.000 πεζούς και 600 ιππείς.
Στη μάχη που ακολούθησε, οι Τούρκοι συγκρούστηκαν με το κύριο σώμα κατορθώνοντας μετά από μερικές ώρες να το διασπάσουν οδηγώντας σε κατάρρευση την ελληνική παράταξη. Κάπου 300 από το σώμα του Βούρβαχη σκοτώθηκαν, μαζί τους κι ο ίδιος και το κεφάλι του στάλθηκε στον Κιουταχή, που το έστειλε αμέσως στους πολιορκημένους στην Ακρόπολη με νέες απαιτήσεις παράδοσης. Οι πολιορκημένοι αρνήθηκαν και πάλι. Δυο μέρες μετά, οι Έλληνες θα πάρουν τη ρεβάνς από τους Τούρκους, όμως η Ακρόπολη τελικά θα πέσει το Μάϊο του ίδιου έτους.