ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 4 Ιανουαρίου 1878: Οι Ρώσοι απελευθερώνουν τη Σόφια από τους Οθωμανούς

Σε έναν ακόμα Ρωσοτουρκικό πόλεμο, το σημαντικότερο ίσως του 19ου αιώνα, ο ρωσικός στρατός προελαύνει και διασπά το χειμώνα του 1878 τις γραμμές των Τούρκων στη Βουλγαρία. Μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να αναχαιτίσουν την κίνηση της ρωσικής Δυτικής στρατιάς του υποστρατήγου Ιωσήφ Γκούρκο, οι Οθωμανικές δυνάμεις υποχώρησαν στα προάστια της Σόφιας.

Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 ξέσπασε σε μια Ευρώπη που είχε αλλάξει πολύ στα τελευταία 50 χρόνια. Η αλληλεγγύη των μοναρχιών της Ευρώπης είχε σταδιακά διαλυθεί λόγω ισχυροποίησης της Πρωσσίας στην κεντρική Ευρώπη και ανταγωνισμού Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Στην τελευταία, η Ρωσία συγκρούστηκε με τους Τούρκους στα 1853, με τον ρωσικό στόλο της Μαύρης Θάλασσας να εμφανίζεται έξω από τη Σινώπη και να κατακαίει τον οθωμανικό στόλο. Η επίθεση οδήγησε στην κλιμάκωση του πολέμου, με τη Γαλλία και τη Βρετανία να υποστηρίζουν τον σουλτάνο και να ανοίγουν το μέτωπο της Κριμαίας. Ο σκληρός πόλεμος της Κριμαϊκής χερσονήσου κατέληξε σε ήττα της Ρωσίας, αν και περισσότερο ως απώλεια γοήτρου παρά εδαφών, αλλά και ανάγκασε την Οθωμανική αυτοκρατορία να υπογράψει τη συνθήκη του Γκιουλχανέ, Η οποία καταργούσε τις διακρίσεις σε βάρος των χριστιανών υπηκόων της, απεμπολούσε την ειδική φορολόγηση  τους και επέτρεπε την κατάταξη τους στον οθωμανικό στρατό.

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: 30 Νοεμβρίου 1853: Nαυμαχία της Σινώπης, οι Ρώσοι καταστρέφουν τον τουρκικό στόλο

Ωστόσο, η Οθωμανική Πύλη δεν τήρησε τις υποσχέσεις της. Ανίκανη να ξεπεράσει τη βαθιά ριζωμένη παράδοση θρησκευτικών διακρίσεων και τη νοοτροπία αντιμετώπισης των υπηκόων της ως “πραγμάτων” επί των οποίων είχε εξουσία ζωής και θανάτου, συνέχιζε να προβάλει προσκόμματα και να αντιμετωπίζει τους χριστιανούς εχθρικά. Οι διωγμοί εναντίον τους συνεχίστηκαν πυροδοτώντας με τη σειρά τους συχνές εξεγέρσεις. Όπως εκείνη των χριστιανών Μαρωνιτών του Λιβάνου το 1860 και την επανάσταση στην Κρήτη το 1866.

Η Οθωμανική καταπίεση προκάλεσε εκ νέου την αντίδραση της Ρωσίας, που επιθυμούσε διακαώς τη “ρεβάνς” από τον Κριμαϊκό πόλεμο και ξεσήκωσε το λάβαρο του πανσλαβισμού: υποστηρίζοντας και υποδαυλίζοντας τους καταπιεσμένους σλαβικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ρουμάνων, Μαυροβουνίων, παίρνοντας τη θέση του υπερασπιστή τους.

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 9/21 Νοεμβρίου 1866: Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου

Στο μεταξύ, η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή ήταν σε φάση ανακατατάξεων. Η Βρετανία αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα είχε αποσυρθεί σε μεγάλο βαθμό από τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου αφήνοντας το ελεύθερο σε μια νέα ανερχόμενη δύναμη, την Πρωσσία. Η τελευταία, υπό την καθοδήγηση του καγκελαρίου Μπίσμαρκ, εξοβέλισε την Αυστρουγγαρία από την κεντρική Ευρώπη, εξαπέλυσε τρεις πολεμικές επιχειρήσεις κατά της Δανίας (1864), της Αυστρουγγαρίας (1866) και της Γαλλίας (1870-1871) ανερχόμενη σε ρυθμιστή των εξελίξεων. Οι καλές σχέσεις της Πρωσσίας με τη Ρωσία, που συνοψίζονταν στο να διατηρούν τη Ρωσία ισχυρή αλλά εκτός των ευρωπαϊκών υποθέσεων, οδήγησε στην σύμπηξη της Λίγκας των Τριών Αυτοκρατόρων (Ρωσίας, Αυστρουγγαρίας και Πρωσσίας) ως εγγύηση σταθερότητας.

Γελοιογραφία του περιοδικού Punch με τον τσάρο έτοιμο να εξαπολύσει τα σκυλιά του πολέμου (τα τέσσερα βαλκανικά χριστιανικά κράτη) κατά των οπισθίων του Οθωμανού σουλτάνου ενώ ο Βρετανός “αστυφύλακας” συνιστά αυτοσυγκράτηση.

Η Πρωσσία ήταν η μόνη από τις Δυνάμεις που στήριζαν τον τσάρο και την πολιτική του ενώ σε αντάλλαγμα, η Ρωσία είχε στηρίξει την Πρωσσία με την ευμενή της ουδετερότητα και στις τρεις μεγάλες στρατιωτικές εμπλοκές της το 1864, το 1866 και το 1870. Σε αντάλλαγμα, ο Μπίσμαρκ συγκράτησε τις διεθνείς αντιδράσεις, όταν οι Ρώσοι εκδιώξαν το σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού των Κιρκασίων, 600.000 ανθρώπους, από τις παρυφές του Καυκάσου προς την Οθωμανική αυτοκρατορία.

Το 1877, ο τσάρος Αλέξανδρος ο 2ος θεώρησε πως η στιγμή είχε έρθει για να πιέσει δυναμικά με μια νέα στρατιωτική επιχείρηση που θα έδιωχνε του Οθωμανούς από τα Βαλκάνια. Έτσι τον Απρίλιο ο ρωσικός στρατός διέβη τον ποταμό Προύθο και μπήκε στην ημιαυτόνομη Ρουμανία, η οποία κήρυξε την πλήρη ανεξαρτησία της από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Τον Ιούλιο, οι Ρώσοι στρατιώτες πέρασαν τον Δούναβη παρασύροντας στον πόλεμο και την αυτόνομη Σερβία και το Μαυροβούνιο και το Δεκέμβριο βρίσκονταν στις υπώρειες του Αίμου, του μεγάλου ορεινού τείχους που χωρίζει τα Βαλκάνια και οι Βούλγαροι αποκαλούν Stara Planina. Οι Οθωμανοί διέθεταν κάπου 200 χιλιάδες άνδρες υπό τα όπλα στα Βαλκάνια αλλά οι μισοί από αυτούς ήταν δεσμευμένοι σε οχυρά και φρουρές.

Η διάβαση του Δουνάβεως από το Ρωσικό Στρατό.

Οι Ρώσοι είχαν το πλεονέκτημα των αριθμών, με 300.000 άνδρες υπό τα όπλα και χιλιάδες εθελοντές από τους φιλικούς πληθυσμούς Ρουμάνων, Σέρβων, Μαυροβουνίων και Βουλγάρων, ενώ παρείχαν και τροφή και πληροφορίες. Παρόλα αυτά, ο Οθωμανικός στρατός δεν ήταν το ασκέρι του παρελθόντος, έχουντας δεχθεί χέρι βοηθείας Γερμανών και Βρετανών συμβούλων που αναδιοργάνωναν το υλικό και την εκπαίδευση των ανδρών του Στρατού και του Ναυτικού τους αντίστοιχα. Οι Οθωμανοί στρατιώτες φορούσαν ευρωπαϊκές (γερμανικές) στολές, πολεμούσαν με την καθοδήγηση αξιωματικών μορφωμένων σε πολεμικές ακαδημίες και έφεραν τυφέκια και καραμπίνες νέας τεχνολογίας από τους καλύτερους οίκους όπλων, ενώ χρησιμοποιούσαν και νέου τύπου πυροβολικό.

Μέσα στο παχύ στρώμα χιονιού που καλύπτει τις ορεινές διαβάσεις του Αίμου, οι Ρώσοι στρατιώτες με Βουλγάρους οδηγούς πέρασαν με 23 χιλιάδες άνδρες υπό τον αντιστράτηγο Ιωσήφ Γκούρκο στην πεδιάδα της Σόφιας προσεγγίζοντας την πόλη από δύο κατευθύνσεις. Απέναντί τους βρίσκονταν 15 χιλιάδες Οθωμανοί του Οσμάν Νουρί πασά. Ο τελευταίος ακολούθησε μια στρατηγική ενεργητικής άμυνας στέλνοντας 5 χιλιάδες άνδρες να επιτεθούν στη μία ρωσική φάλαγγα. Οι Τούρκοι κατέκαψαν δύο βουλγαρικά χωριά στα περίχωρα της Σόφιας και συγκρούστηκαν με τους Ρώσους αλλά υποχώρησαν μετά από μια ρωσική αντεπίθεση. Την επομένη, η δεύτερη φάλαγγα του ρωσικού στρατού πέρασε τον ποταμό Ίσκαρ και αντάλλαξε πυροβολισμούς με τους Οθωμανούς στη γέφυρα κοντά στη Βραζέντμπνα. Το ρωσικό πυροβολικό θέρισε την αντίπερα όχθη προξενώντας μεγάλες απώλειες και πείθοντας τον εχθρό να αποσυρθεί καίγοντας πίσω του τη γέφυρα.

Στις 22 Δεκεμβρίου/3 Ιανουαρίου (οι Ρώσοι χρησιμοποιούσαν ακόμα το παλιό Ιουλιανό ημερολόγιο), ρωσικές μονάδες ιππικού εξαπέλυσαν μια ευρεία κυκλωτική ενέργεια ανατολικά της πόλης της Σόφιας υπό την κάλυψη πυροβολικού. Με τις φάλαγγες των Ρώσων να προελαύνουν από το Βορρά και την Ανατολή κλείνοντας τις οδούς επικοινωνίας με την Πλεύνα, ο αντιστράτηγος Γκούρκο ήταν έτοιμος να προσβάλει τις οχυρώσεις της Σόφιας με απευθείας επιθέσεις. Η προοπτική, όμως της περικύκλωσης ανάγκασε τον διοικητή της οθωμανικής Στρατιάς του Ορχάνι να εγκαταλείψει την πόλη με κατεύθυνση προς τον άξονα Περνίκ-Ράντομιρ, αφήνοντας πίσω ένα θλιβερό ίχνος από εγκαταλελειμμένο υλικό και 6.000 τραυματίες και ασθενείς.

Άποψη της μισοκατεστραμμένης Σόφιας μετά την αποχώρηση των Οθωμανικών Στρατευμάτων. Η πυρπόληση της πόλης και η σφαγή των χριστιανών κατοίκων αποτράπηκε την τελευταία στιγμή με την καταλυτική παρέμβαση του Γάλλου και του Ιταλού πρέσβεων.

Με παρέμβαση των Ευρωπαίων πρεσβευτών η πόλη, που ήδη υπέφερε από ελλείψεις και καταστροφές, δεν κατακάηκε από τους υποχωρούντες Οθωμανούς. Στις 23 Δεκεμβρίου/4 Ιανουαρίου εισήλθαν σε αυτή οι πρώτες ρωσικές μονάδες, η ταξιαρχία Κοζάκων του Καυκάσου και το σύνταγμα Ουσσάρων του Γκρόντνο. Μεγάλα αποθέματα πυρομαχικών και εφοδίων έπεσαν στα χέρια των Ρώσων ενώ δοξολογία τελέστηκε στον βομβαρδισμένο καθεδρικό ναό. Ο Βουλγαρικός πληθυσμός βγήκε στους δρόμους υποδεχόμενος τους Ρώσους στρατιώτες με ενθουσιασμό.

Η απελευθέρωση της Σόφιας άνοιξε το δρόμο για τον Ρωσικό Στρατό προς την Κωνσταντινούπολη και τη Μακεδονία. Με την αποσάθρωση του Οθωμανικού Στρατού που είχε χάσει πολλούς άνδρες και κυρίως υλικό, οι Ρώσοι επέλεξαν την πρώτη για να επιτεθούν στις επόμενες εβδομάδες, με κατεύθυνση προς Φιλιππούπολη-Αδριανούπολη. Η πρώτη από αυτές έπεσε στα χέρια των Ρώσων στις 16 Ιανουαρίου και η δεύτερη τέσσερις μέρες μετά. Ύστερα από αυτό, οι Οθωμανοί ήταν έτοιμοι να διαπραγματευτούν.

Το Μάρτιο του 1878, Ρώσοι και Οθωμανοί αντιπρόσωποι θα υπογράψουν τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ανακηρύσσοντας την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας. Ο πόλεμος που έδωσε την ανεξαρτησία σε τέσσερα βαλκανικά έθνη, θα τελειώσει με μεγάλο κέρδος για τη Ρωσία και θα δώσει προσωπικά στον τσάρο Αλέξανδρο το επίθετο “ο ελευθερωτής”.

Μνημειώδης αδριάντας του τσάρου Αλεξάνδρου του 2ου στο κέντρο της Σόφιας. Κάτω από αυτό υπάρχουν μπρούτζινες παραστάσεις από τους αγώνες του Ρωσικού Στρατού και των Βουλγάρων επαναστατών για την απελευθέρωση της Βουλγαρίας. Το μνημείο είναι αφιερωμένο από το 1907 στον “τσάρο Ελευθερωτή”.

Most Popular