Υπακούοντας στους όρους της ανακωχής, ο μεγάλος και εν πολλοίς ανέπαφος γερμανικός Στόλος Ανοιχτών Θαλασσών κατέπλευσε, με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον βρετανικό ναύσταθμο Scapa Flow στη Σκωτία.
Στις 11 Νοεμβρίου 1918, υπογράφηκε μεταξύ Συμμάχων της Entente και της Γερμανικής Αυτοκρατορίας η ανακωχή για τον τερματισμό των εχθροπραξιών της πρώτης σύρραξης παγκοσμίας κλίμακας, που τότε ονομαζόταν “ο Μεγάλος Πόλεμος”. Στη σύγκρουση αυτή η ξηρά ήταν το κύριο πεδίο αντιπαράθεσης, αλλά η τύχη του γερμανικού στόλου που έπρεπε να παραδοθεί, ήταν κεφαλαιώδους σημασίας.

Συγκεκριμένα από τις 20 Νοεμβρίου του 1918 μέχρι τις 9 Ιανουαρίου του επομένου έτους, 74 κύρια πολεμικά και 176 υποβρύχια παραδόθηκαν στους Συμμάχους. Οι τελευταίοι όμως βρίσκονταν σε δίλημμα. Ποιά θα ήταν η κατάληξη των γερμανικών πλοίων; Θα επιστρέφονταν στη Γερμανία; Θα διαμοιράζονταν μεταξύ των νικητών ή και ουδετέρων κρατών, θα αποτελούσαν μέρος των αποζημιώσεων ή θα καταστρέφονταν; Αν και οι Σύμμαχοι συμφωνούσαν να μην επιτρέψουν τον επαναπατρισμό του υποβρυχιακού στόλου, διαφωνούσαν ως προς την τύχη των μεγάλων μονάδων επιφανείας.

Κοινή πεποίθηση ήταν ότι σημαντικό μέρος τους θα επιστρεφόταν στη Γερμανία, ενώ τα υπόλοιπα θα διατίθεντο σε άλλα έθνη, σεβόμενα τις ισορροπίες ναυτικής ισχύος κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Αμερικανοί εκπρόσωποι πρότειναν την στάθμευση του στόλου σε ουδέτερους λιμένες, αλλά τόσο η Νορβηγία όσο και η Ισπανία απέκρουσαν την προοπτική.
Τελικώς, ο γερμανικός στόλος παρέμεινε για 6 μήνες φρουρούμενος στο ναύσταθμο του Scapa Flow με ελάχιστο πλήρωμα, σε μια ακόμη “ιπποτική” αντίληψη της εποχής. Η γνώση όμως των επαχθών όρων των διαπραγματεύσεων στις Βερσαλλίες και η επικείμενη ενέργεια επιβίβασης Βρετανών ναυτών στα γερμανικά πλοία, έκανε τον διοικητή του στόλου, ναύαρχο φον Ρώϋτερ, να διατάξει την αυτοβύθιση.
Αν και η αντίδραση των βρετανικών σκαφών φυλακής στην περιοχή προκάλεσε αρκετά πλοία να εξωκείλουν στα ρηχά, τα 15 από τα 16 θωρηκτά, τα 5 από τα 8 καταδρομικά και τα 32 από τα 50 αντιτορπιλικά βυθίστηκαν για να χαθούν για πάντα.