Αμερικανικό εκπαιδευτικό αεροσκάφος Τ-39 με τριμελές πλήρωμα, καταρρίπτεται από σοβιετικά αεροσκάφη πάνω από την Ανατολική Γερμανία. Το συγκεκριμένο είχε απογειωθεί στις 14:10 από το Βισμπάντεν με πλήρωμα τους Αντισυνταγματάρχη (Ι) Gerald K. Hannaford, το Λοχαγό (Ι) Donald Grant Millard και το Λοχαγό (Ι) John F. Lorraine. Ξαφνικά, στις 14:57, δύο σταθμοί ραντάρ παρατήρησαν ότι κατευθυνόταν προς τα σύνορα με την Ανατολική Γερμανία.
Παρά τις εκκλήσεις και των δύο σε δύο εθνικές συχνότητες επικοινωνίας και μια διεθνή που άκουγαν και οι Σοβιετικοί, το Τ-39 δεν άλλαξε πορεία και πέρασε τα σύνορα. Μέσα σε 5 λεπτά δύο ακόμα στίγματα εμφανίστηκαν στα ραντάρ. Τα τρία στίγματα εμφανίζονταν να πετούν για 11 λεπτά σε κλειστό σχηματισμό προς τα ανατολικά, όταν το ένα από αυτά χάθηκε. Κάτοικοι κωμόπολης κοντά στα σύνορα άκουσαν πυρά πολυβόλων και μια έκρηξη.
Η αμερικανική κυβέρνηση και αεροπορία καυτηρίασαν τους Σοβιετικούς, με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Dean Rusk να χαρακτηρίζει την ενέργεια “πράξη συγκλονιστική και άσκοπη”. Η Σοβιετική κυβέρνηση απάντησε μέσω του πρακτορείου TASS, πως το αεροσκάφος παραβίασε τον εναέριο χώρο της Ανατολικής Γερμανίας και αντέδρασε αναλόγως, προβαίνοντας στην κατάρριψη μετά από επανειλημμένες κλήσεις και μια προειδοποιητική βολή.
Στις 30 Ιανουαρίου οι Σοβιετικοί επέτρεψαν την πρόσβαση Αμερικανών στον χώρο της πτώσης του αεροσκάφους. Οι σοροί και τα συντρίμια επεστράφησαν, ενώ τους νεκρούς υποδέχθηκε στην βάση Andrews ο ίδιος ο αρχηγός της Αεροπορίας Curtis E. LeMay. Ήταν μια από τις λίγες περιπτώσεις που για θύματα του Ψυχρού Πολέμου γινόταν αμέσως γνωστή η τύχη τους και οι σωροί τους επαναπατρίζονταν. Το περιστατικό έμεινε γνωστό ως “το επεισόδιο της Ερφούρτης”.