Ο 19χρονος Γερμανός, ερασιτέχνης πιλότος, Ματίας Ρούστ προσγειώνει το αεροσκάφος του Cessna 172 στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας προκαλώντας αμηχανία και αναστάτωση στη σοβιετική ηγεσία.
Ο Ρούστ αργότερα δήλωσε ότι επιθυμούσε να περάσει ένα μήνυμα για μεγαλύτερη συνεννόηση και αφοπλισμό μεταξύ των υπερδυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου. Έχοντας νοικιάσει το αεροσκάφος, πέταξε στην Ισλανδία για να δοκιμάσει τις ικανότητές του και κατόπιν στο Ελσίνκι όπου παρέδωσε σχέδια πτήσης για το Όσλο.
Μετά την επικοινωνία του όμως με τον πύργο ελέγχου το άλλο πρωΐ, ανέστρεψε και εισήλθε στο σοβιετικό εναέριο χώρο. Παρά το ότι εντοπίστησε και στοχοποιήθηκε τόσο από συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων όσο και από μαχητικά φυλακής, η έγκριση κατάρριψής του δεν δόθηκε ενώ η χαμηλή ταχύτητά του και το μικρό του μέγεθος καθιστούσαν δύσκολο το έργο των ελεγκτών.
Μετά την προσγείωσή του μπροστά στον καθεδρικό του Αγίου Βασιλείου, ο Ρούστ συνελήφθη, δικάστηκε για παραβίαση κανόνων εναέριας κυκλοφορίας και χουλιγκανισμό και καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα. Τον Αύγουστο, όμως, του επόμενου έτους αφέθηκε ελεύθερος ως σημάδι καλής θέλησης έναντι των ΗΠΑ, με τις οποίες εκείνην την εποχή η ΕΣΣΔ υπέγραφε την συμφωνία περιορισμού των βαλλιστικών όπλων μέσου βεληνεκούς.
Οι Μοσχοβίτες αντιμετώπισαν το γεγονός με το γνωστό ρωσικό χιούμορ: για μήνες μετά το περιστατικό αποκαλούσαν μεταξύ τους την Κόκκινη Πλατεία “Σερεμέτιεβο-3” (τα Sheremetyevo-1 και -2 είναι τα δύο αεροδρόμια της Μόσχας) ενώ έλεγαν πως οι αστυνομικές συχνότητες των περιπολικών είχαν και μία για εξυπηρέτηση αεροσκαφών που προσέγγιζαν για προσγείωση.
Ο ίδιος ο Ρούστ αργότερα εμφάνισε ψυχικές διαταραχές. Δεν υπηρέτησε τη θητεία του στον στρατό αλλά προτίμησε υπηρεσία κοινωνικής ωφέλειας σε νοσοκομείο. Εκεί, το 1989 μαχαίρωσε μια νοσοκόμα που τον απέρριψε ερωτικά. Στράφηκε στον Ινδουϊσμό, παντρεύτηκε την κόρη ενός Ινδού εμπόρου τσαγιού και συνελήφθη για μικροκλοπή ενός πουλόβερ. Ο ίδιος σήμερα δηλώνει αναλυτής σε τοπική τράπεζα ή επαγγελματίας παίκτης πόκερ.