Η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Αβαροσλάβους και τους Σασσανίδες Πέρσες λύνεται με θρίαμβο των Βυζαντινών όπλων. Η πολιορκία ξεκίνησε τον Ιούνιο του 626 σε μια καλά ενορχηστρωμένη προσπάθεια του Πέρση βασιλιά Χοσρόη να υποχρεώσει τον αυτοκράτορα Ηράκλειο -που την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Μεσοποταμία διεκδικώντας τις κατακτήσεις που έγιναν επί αυτοκράτορα Φωκά- να υποχωρήσει.
Ο Χοσρόης, αφού άφησε ένα στρατό 50.000 ανδρών να απασχολεί τον Ηράκλειο, κάλεσε τους πολεμιστές του Χαγανάτου των Αβάρων (στη Βόρεια Βαλκανική) να εκστρατεύσουν κατά της βυζαντινής πρωτεύουσας από την ευρωπαϊκή πλευρά, ενώ ο ίδιος με άλλο στράτευμα απέκλεισε την Πόλη από την ασιατική.
Η ισχύς του βυζαντινού στόλου απέτρεψε τους πολιορκητές να αποκλείσουν την Πόλη από τη θάλασσα και διατήρησε τις οδούς ανεφοδιασμού ανοιχτές, κατακαίοντας τα ελαφριά ποτάμια σκάφη των Σλάβων. Η αντίσταση στην Πόλη οργανώθηκε από τον μάγιστρο των Σχολών, Βώνο, ενώ την ψυχολογία του πληθυσμού και των στρατευμάτων κρατούσε ψηλά ο Πατριάρχης Σέργιος με κηρύγματα, δοξολογίες και λιτανείες στα τείχη.
Ο Ηράκλειος απέσπασε μια δύναμη για να ενισχύσει την φρουρά των 12.000 ανδρών, περισσότερο για λόγους ηθικού αφού οι άμυνες ήταν ισχυρές και η άφιξη των κύριων ενισχύσεων από τη Μεσοποταμία θα έφταναν έτσι κι αλλιώς αργά. Οι Άβαροι, αν και κατέστρεψαν το υδραγωγείο του αυτοκράτορα Ουάλη, απέτυχαν να διαρρήξουν τα τείχη και μετά από επανειλημμένες ήττες σε θάλασσα και ξηρά στις 6-7 Αυγούστου, αποσύρθηκαν προκαλώντας και την εγκατάλειψη της πολιορκίας και από την πλευρά των Περσών. Ο λαός απέδωσε την επιτυχία στη θεϊκή παρέμβαση δοξολογώντας την Παναγία στον γνωστό «Ακάθιστο Ύμνο».