To B-2A είναι ένα προϊόν της σκληρότερης περιόδου του Ψυχρού Πολέμου όταν κι υπήρχε η προβαλλόμενη ανάγκη για εκατοντάδες βομβαρδιστικά του τύπου που θα αντικαθιστούσαν μαζικά τα παλαιότερα Β-52 και θα εξασφάλιζαν στην αμερικανική Αεροπορία ένα τεχνολογικό άλμα σε σχέση με αυτά.
Η πραγματικότητα διέψευσε τις προσδοκίες, αφού με την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, φάνηκε ότι ο αριθμός που οραματίζονταν κάποτε τα στελέχη της αμερικανικής Αεροπορίας δεν θα ήταν εφικτός σε καμία περίπτωση.
Ωστόσο το αεροσκάφος εκ κατασκευής είχε αρθωτή / σπονδυλωτή σχεδίαση ώστε να μπορεί να τροποποιείται εύκολα για νέους ρόλους με την προσθαφαίρεση κάποιων τμημάτων μόνο. Προτάθηκε λοιπόν η ανάπτυξη και παραγωγή μίας νέας πλατφόρμας ηλεκτρονικού πολέμου με βάση το Β-2, με την κωδικοποίηση ΕΒ-2Β που θα αντικαθιστούσε τα πεπαλαιωμένα πια EF-111 Raven, που ήδη είχαν αρχίσει να δείχνουν την ηλικία τους.
Επρόκειτο για φιλότιμη πρόταση, αλλά τελικά δεν ευοδώθηκε λόγω κόστους. Εξάλλου γενικώς καμία πρόταση για την αντικατάσταση του EF-111 δεν ευοδώθηκε και τελικά ο τύπος αποσύρθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 χωρίς άλλο τύπο να παίρνει την θέση του.
Β-2 Spirit O Μακρινός Απόγονος Των Ιπτάμενων Πτερύγων (ΑΡΧΕΙΟ ΠΤΗΣΗ)
Προτάθηκε επίσης και μία αναγνωριστική έκδοση (RB-2), στην οποία περίπτωση, ο αποθήκη οπλισμού ή ένα μέρος της θα καταργούνταν, και την θέση της θα έπαιρνε εξοπλισμός φωτογραφικής αναγνώρισης καθώς και νέο ραντάρ χαρτογράφησης.
Λίγο αργότερα, το Μάιο του 2001, κι αφού προηγουμένως είχε αναλάβει υπουργός Αεροπορίας ο Τζέιμς Ρος, πρώην διευθυντικό στέλεχος της Northrop Grumman, προτάθηκε η κατασκευή 40 νέων B-2 με ιδιαίτερα χαμηλή τιμή, αλλά με… πτώση του πήχη, γενναία μάλιστα.
Τα νέα αεροσκάφη θα ήταν τροποποιημένα ως καθαρά πλατφόρμες συμβατικού βομβαρδισμού με νέα κωδικοποίηση B-2C χωρίς προστασία από πυρηνικές εκρήξεις και ηλεκτρομαγνητικό παλμό (EMP), που θα ήταν απαραίτητο για κάθε αεροσκάφος που θα αναλάμβανε αποστολές πυρηνικής κρούσης.
Επιπλέον θα ενσωμάτωνε νεότερα και πιο σύγχρονα ηλεκτρονικά πτήσης, βελτιωμένη και πιο φτηνή επικάλυψη απορρόφησης ακτινοβολίας των εχθρικών ραντάρ και άλλες μετατροπές για τη νέα του αποστολή. Η παραγωγή θα μπορούσε να ξεκινήσει ξανά ακόμα και μέσα στο 2003, και η γραμμή παραγωγής θα απέδιδε 3 ή 4 βομβαρδιστικά ετησίως.
Όμως, η διοίκηση της αμερικανικής Αεροπορίας κατέληξε τελικά ότι δεν είναι σε θέση να αγοράσουν κανένα καινούριο B-2 τη στιγμή που δεν έχουν αρκετή χρηματοδότηση για να κρατήσουν επιχειρησιακά τα τότε υπάρχοντα βομβαρδιστικά αεροσκάφη του στόλου της.
Για του λόγου το αληθές, 32 αεροσκάφη B-1B αποσύρθηκαν την ίδια περίοδο πρόωρα λόγω της εν λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και και προβλημάτων συντήρησης.
Τελικά το θαυμάσιο τεχνολογικά αυτό αεροσκάφος θα έμενε στον μικρό αριθμό των 21 αεροσκαφών, τόσο μικρό που είναι εφικτό να τα θυμάται κανείς με το «μικρό τους» όνομα, αφού το καθένα έχει την ονομασία Spirit σε συνδυασμό με το όνομα κάποιας αμερικανικής πολιτείας.
Το Φεβρουάριο του 2008, όταν καταστράφηκε το Spirit of Kansas μετά από την πτώση του στην αεροπορική βάση Άντερσεν στη νήσο Γκουάμ, η δύναμη του στόλου έπεσε σχεδόν κατά 5%, δυσανάλογα μεγάλη ποσοστιαία μείωση για ένα και μόνο αεροσκάφος.
Δυο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2010 ένα άλλο Β-2Α, το Spirit of Washington έπαθε σοβαρές ζημιές από πυρκαγιά και πάλι στην ίδια βάση. Ωστόσο λόγω ακριβώς του πολύ χαμηλού αεροσκαφών δεν υπήρχε περιθώριο για την απώλεια ούτε ενός.
Έτσι το αεροσκάφος επισκευάστηκε «πρόχειρα» επί 18 μήνες από προσωπικό της εταιρείες που έφτασαν στο σημείο με υλικά κι εργαλεία που μεταφέρθηκαν αεροπορικώς. Έπειτα κι αφού το αεροσκάφος μπορούσε ξανά να απογειωθεί με ασφάλεια, πέταξε μέχρι την βάση του στο Μιζούρι των Ηνωμένων Πολιτειών όπου επισκευάστηκε ενδελεχώς. Σήμερα είναι πλήρως επιχειρησιακό.
Τελικά η μόνη διαφοροποίηση που υπέστη ο στόλος όλα αυτά τα χρόνια ήταν απλώς η πιστοποίηση νέων όπλων, ώστε το αεροσκάφος να μπορεί να αναλαμβάνει καινούριες αποστολές. Ένα από αυτά ήταν η επιβλητική βόμβα MOAP, ειδικά σχεδιασμένη για διάτρηση κι εξουδετέρωση ενισχυμένων υπόγειων καταφυγίων.