Το Β-52Η «Ghost Rider» δεν θα μπορούσε να είχε πιο ταιριαστό όνομα. Αντίθετα με τα εκατοντάδες Stratofortress που πήγαν στο νεκροταφείο αεροπλάνων της βάσης Davis-Monthan γεμίζοντας ολόκληρα στρέμματα, αυτό επέστρεψε. Η αναγέννησή του είναι ολόκληρη ιστορία από μόνη της.
Το B-52H-165-BW (s/n 61-0007, msn 464434) υπηρετούσε με την 5η Πτέρυγα Βομβαρδισμού στην βάση Minot όταν το 2008 αποφασίστηκε η αποστρατεία του. Για τα παλιά αεροπλάνα υπάρχει μόνο ένα μέρος, το αχανές «νεκροταφείο» της AMARG (Aerospace Maintenance and Regeneration Group) στην έρημο της Αριζόνα. Τα πιο τυχερά ίσως κάποια στιγμή επιστρέψουν. Πολλά γίνονται πηγή ανταλλακτικών για να κρατήσουν άλλα αεροπλάνα επιχειρησιακά όμως για τα περισσότερα το τέλος του δρόμου είναι τα κοντινά διαλυτήρια.
Μια πυρκαγιά κατά την διάρκεια συντήρησης στο κόκπιτ ενός Β-52Η (s/n 61-0049) στην βάση Barksdale στις 28 Ιανουαρίου 2014 ήταν η αφορμή για το ξύπνημα του «Ghost Rider» μετά από επτά χρόνια στο βασίλειο των νεκρών αεροπλάνων. Η ζημιά που προκάλεσε η φωτιά λόγω διαρροής οξυγόνου δεν κατέστρεψε το βομβαρδιστικό αλλά η USAF θεώρησε ότι ήταν πιο οικονομικό να επαναφέρει σε ενέργεια ένα από τα αεροσκάφη που είχε στην AMARG.
Αντίθετα με άλλα βομβαρδιστικά του τύπου, το «1007» είχε εναποτεθεί στον χώρο με τα πιο καλοδιατηρημένα και εύχρηστα αεροσκάφη (1000-type storage area) τα οποία διατηρούσαν ένα συγκεκριμένο ποσοστό λειτουργικών συστημάτων και θα ήταν ευκολότερο να καταστούν ξανά ενεργά. Από τα δεκατρία B-52H σε απόθεση ήταν το καλύτερο και είχε τις λιγότερες ώρες. Μάλιστα ήταν σε καλύτερη κατάσταση και από αεροσκάφη που υπηρετούσαν, κάτι που μέτρησε στην επιλογή του για «regeneration». Ωστόσο η επιστροφή του στην ζωή δεν ήταν απλή υπόθεση.
Το προσωπικό του 309th Aerospace Maintenance and Regeneration Group δούλεψε ατελείωτες εργατοώρες για να το καταστήσει ικανό για ferry flight –το αεροσκάφος θα περνούσε από γενική επιθεώρηση PDM και δοκιμές αέρος στην αεροπορική βάση Tinker πριν κριθεί και πάλι επιχειρησιακό. Και όπως συχνά τα φέρνει η ζωή, η μοίρα έκανε δυο παλιούς φίλους να συναντηθούν ξανά.
Για τον Τζέρρυ Φούτζερ το «1007» δεν ήταν ένα ακόμη Β-52. Γέννημα θρέμμα της γειτονικής Τουσόν και ξεναγός των επισκεπτών στο Boneyard, ο Φούτζερ ήταν ο πρώτος αρχηγός πληρώματος εδάφους του συγκεκριμένου βομβαρδιστικού όταν κατέφθασε το 1962 κατευθείαν από το εργοστάσιο της Boeing στην αεροπορική βάση Homestead της Φλόριντα με μόλις 17 ώρες πάνω του. Κάθε φορά που το έβλεπε στην AMARG οι αναμνήσεις τον κατέκλυζαν. Ώσπου μια μέρα στα τέλη του 2014 το αεροπλάνο του δεν ήταν εκεί.
Το «Ghost Rider» είχε ρυμουλκηθεί σε μια άκρη της πίστας και βρισκόταν στα χέρια των τεχνικών για να πετάξει και πάλι. Παρά την προσεκτική του εναπόθεση, ο καυτός ήλιος της Αριζόνα είχε αφήσει τα σημάδια του στον κοιμισμένο γίγαντα: το χρώμα της παραλλαγής είχε ξεθωριάσει, το εκτεθειμένο αλουμίνιο είχε γίνει σχεδόν άσπρο ενώ τα ελαστικά των τροχών και οι αγωγοί καυσίμου είχαν ξεραθεί από την λάβρα της ερήμου.
Η αντικατάσταση των ελαστικών δεξαμενών και των αγωγών τροφοδοσίας καυσίμου απεδείχθη η μεγαλύτερη πρόκληση για το προσωπικό του 307th Maintenance Squadron. Όμως τον Ιανουάριο του 2015, όταν ο Νο. 1 κινητήρας πήρε για πρώτη φορά μπροστά μέσα σε ένα σύννεφο μαύρου καπνού και φτύνοντας φλόγα, ήξεραν ότι η σκληρή δουλειά δεν πήγε χαμένη. Με τους κινητήρες –και τους οκτώ– λειτουργικούς, το «Ghost Rider» ήταν έτοιμο για δοκιμές τροχοδρόμησης την παραμονή της αναχώρησής του για την βάση Barksdale.
Με τέτοιο όνομα, ο προγραμματισμός της πρώτης πτήσης του αεροσκάφους… Παρασκευή και 13 δείχνει απολύτως φυσικός! Ανάμεσα σε αυτούς που παρακολουθούσαν στις 13 Φεβρουαρίου 2015 τους κινητήρες του «1007» να ανεβάζουν στροφές ήταν και ο Τζέρρυ Φούτζερ, φορώντας κόκκινο γιλέκο υψηλής ορατότητας σαν αυτά που φορούν οι ramp marshalls. Όλοι στην 307η Μοίρα Συντήρησης είχαν συμφωνήσει ομόφωνα να είναι αυτός που θα οδηγούσε το αεροπλάνο από το σημείο στάθμευσης στην πίστα προς την ιστορική του πτήση.
Μέσα σε ένα θολό νέφος καυσαερίων, το «νεκραναστημένο» Β-52 βρέθηκε βρυχώμενο στον ουρανό λες και τα επτά χρόνια λήθαργου στην έρημο δεν υπήρξαν ποτέ. «Aircraft 61-007 is airborne» είπε απλά στον ασύρματο ο επικεφαλής του 307th Maintenance Project. Επειδή το «Ghost Rider» ήταν το πρώτο Β-52 που επέστρεφε σε ενεργό υπηρεσία από μακρά εναπόθεση, η Global Strike Command προέβλεπε πως η αναγέννηση του βομβαρδιστικού θα διαρκούσε 90 ημέρες. Το αεροπλάνο παραδόθηκε σε λιγότερες από 70.
Το «1007» έγινε δεκτό με ενθουσιασμό στην γραμμή πτήσης της βάσης Barksdale. Προς μεγάλη έκπληξη του Σμηνάρχου Κηθ Σουλτς που πραγματοποίησε την ferry flight από την Davis-Monthan, το 55χρονο βομβαρδιστικό συμπεριφέρθηκε άψογα. «Πετάω Β-52 από την δεκαετία του ’80 και με εξέπληξε ότι μετά από επτά χρόνια πήρε μπροστά μια χαρά και δεν είχαμε θέμα με το σύστημα ελέγχου πτήσης» ήταν το σχόλιό του ύστερα από τρεις ώρες πτήσης –οι οποίες σημειωτέον πραγματοποιήθηκαν χωρίς να έχει τοποθετηθεί εξοπλισμός ναυτιλίας.
Για λόγους ασφαλείας ολόκληρη η πτήση πραγματοποιήθηκε με το σύστημα προσγείωσης κάτω και με ταχύτητα 288 μιλίων την ώρα σε ύψος 23.000 ποδών, πολύ λιγότερο από την μεγίστη ταχύτητα των 650 μιλίων/ώρα και τα 50.000 πόδια επιχειρησιακής οροφής του αεροσκάφους. Το δε πλήρωμα αποτελούσαν μόνο οι δύο χειριστές και ο ναυτίλος. Άλλωστε μόνο τρία εκτινασσόμενα καθίσματα είχαν καταστεί λειτουργικά.
Βετεράνος πιλότος με περισσότερες από 7.000 ώρες πτήσης στο log book, ο Σμήναρχος Σουλτς δηλώνει «ο τελευταίος πιλότος των Tall-Tail (η έκδοση –D με το ψηλό κάθετο σταθερό) που πετά ακόμη» και τέτοιες απαιτητικές αποστολές είναι η ειδικότητά του. Αυτή όμως ήταν σίγουρα διαφορετική. «Έχοντας παραδώσει δεκαοκτώ B-52D και –G στο «Boneyard» τόσα χρόνια, ήταν καιρός να πάρω ένα από εκεί».
Το Β-52 που γύρισε από το νεκροταφείο αεροπλάνων πέρασε 19 μήνες μεταξύ των βάσεων Tinker και Barksdale περνώντας βαριά συντήρηση και τοποθέτηση των απαραίτητων συστημάτων που θα το έφερναν στο ίδιο επίπεδο με τα υπόλοιπα πυρηνικά BUFF της AFGSC. Την επόμενη φορά που θα δείτε κάποιο βίντεο ή φωτογραφίες του, θυμηθείτε ότι το «1007» δεν είναι ένα συνηθισμένο αεροπλάνο.
Αλέξανδρος Θεολόγου
Πρώτη δημοσίευση 21/1/2019