Ήταν η τολμηρότερη επιχείρηση της RAF από την εποχή των Dambusters: βομβαρδιστικά που μετρούσαν 20 χρόνια υπηρεσίας και ήδη βρισκόταν υπό απόσυρση, θα πετούσαν 4.000 μίλια πέραν της μεγίστης ακτίνας δράσης τους για να χτυπήσουν με συμβατικές βόμβες έναν στόχο πλάτους 36,5 μ από ύψος 10.000 ποδών. Τα πληρώματα των πυρηνικών Vulcan είχαν να εκπαιδευτούν σε συμβατικό βομβαρδισμό από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και το πρόβλημα του πώς θα έφθαναν τα αεροπλάνα στον στόχο τους έμοιαζε δυσεπίλυτο.
Ολόκληρη η επιχείρηση φάνταζε αδύνατη. Όμως εάν πετύχαινε, τα αποτελέσματά της θα άλλαζαν την ροή του πολέμου στα Φώκλαντς. Το αμερικανικό Πεντάγωνο την χαρακτήρισε αδύνατη. Η RAF την αποκάλεσε «Black Buck».
Για την ακρίβεια οι αποστολές Black Buck δεν ήταν μια αλλά επτά –τρείς κατά του διαδρόμου του αεροδρομίου στο Port Stanley (η τρίτη ματαιώθηκε λόγω καιρικών συνθηκών), τρείς κατά του ραντάρ AN/TPS-43 που είχαν εγκαταστήσει οι Αργεντίνοι για την άμυνα των Φώκλαντς (η πρώτη ματαιώθηκε 5 ώρες μετά την έναρξή της εξαιτίας προβλήματος στο σύστημα hose-and-drogue ενός τάνκερ Victor) και μια με στόχο προσωπικό και αεροσκάφη που βρίσκονταν στο αεροδρόμιο. Και όλες αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα. Το καύσιμο.
Χρειάσθηκαν άπειροι υπολογισμοί, ένδεκα ιπτάμενα τάνκερ Hadley Page Victor K2 και ένα απίστευτα πολύπλοκο σχέδιο εναλλασσομένων εναερίων ανεφοδιασμών για να επιχειρήσουν τα V-bombers από την νήσο Ascension, μια βρετανική κτήση στο μέσον του Ατλαντικού, η οποία διέθετε έναν ασυνήθιστα μακρύ διάδρομο, κατασκευασμένο από τους Αμερικανούς ως εναλλακτικό αεροδρόμιο για το Space Shuttle. Μετά την κατάληψη των Φώκλαντς από τους Αργεντινούς, η RAF δημιούργησε αερογέφυρα και σύντομα το αεροδρόμιο Wideawake γέμισε αεροπλάνα και τόννους υλικού για την βρετανική Δύναμη Κρούσης που έπλεε προς τον Νότιο Ατλαντικό.
Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται
Στις 22:30 μμ της 30ης Απριλίου 1982, το εκκωφαντικό σφύριγμα των κινητήρων του πρώτου τάνκερ της δύναμης των Victor που θα υποστήριζαν την επιχείρηση σήμανε την έναρξη της αποστολής Black Buck 1. Ήταν άθλος το γεγονός και μόνο ότι κατέστη δυνατόν να φθάσουν στο σημείο αυτό. Ο πόλεμος των Φώκλαντς βρήκε τις βρετανικές δυνατότητες διεξαγωγής ενός συμβατικού πολέμου σοβαρά υποβαθμισμένες εις όφελος της πυρηνικής αποτροπής.
Τα βομβαρδιστικά Avro Vulcan, ό,τι πιο σύγχρονο είχε να επιδείξει η βρετανική αεροπορική βιομηχανία την δεκαετία του ’50, έφθαναν στο τέλος του δρόμου. Τα στρατηγικά υποβρύχια του Βασιλικού Ναυτικού θα ήταν η αιχμή του πυρηνικού δόρατος της Βρετανίας και είχαν απορροφήσει τεράστια ποσά γι’ αυτό. Η δύναμη των V-bombers είχε συρρικνωθεί καθώς αεροσκάφη αποσύρονταν για διάλυση και η βάση Waddington θα έκλεινε σύντομα.
Η εκπαίδευση σε συμβατικές επιχειρήσεις είχε περάσει σε… ακαδημαϊκό επίπεδο ενώ ο πρόβολος εναερίου ανεφοδιασμού είχε αφαιρεθεί από όλα τα Vulcan και το βάρος του συστήματος λήψης καυσίμου είχε αντικατασταθεί με έρμα από τσιμέντο. Για να φθάσουν σε ικανή απόσταση εκτόξευσης πυρηνικού βλήματος stand-off εναντίον κάποιου σοβιετικού στόχου είχαν την εμβέλεια που χρειαζόταν, είχαν κρίνει οι ιθύνοντες. Η αργεντίνικη εισβολή άλλαξε άρδην τα πάντα.
Το προσωπικό της RAF κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να βρει refuelling booms και να αποκαταστήσει την υποδομή του συστήματος ανεφοδιασμού. Ένα κρίσιμο εξάρτημα βρέθηκε να χρησιμοποιείται ως… σταχτοδοχείο στην αίθουσα του προσωπικού εδάφους. Οι φορείς ανάρτησης συμβατικών βομβών είχαν να χρησιμοποιηθούν από τότε που τα Vulcan έγιναν πυρηνικά αλλά πρώτα έπρεπε να τους βρουν. Χρειάσθηκε να γίνουν «επιδρομές» σε ξεχασμένα αποθέματα υλικού, σε υπόστεγα, αποθήκες, ακόμη και σε αεροπλάνα του τύπου που βρίσκονταν σε Μουσεία, αλλά τα κατάφεραν.
Και τα πληρώματα όμως δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Κανείς δεν είχε εκτελέσει ποτέ ανεφοδιασμό εν πτήσει, πολλώ μάλλον νύχτα και με σιγή ασυρμάτου… Σε δύο εβδομάδες, τους είπαν, θα έπρεπε να μπορούν να το κάνουν, ημέρα ή νύχτα. Τα βιβλία πτήσης γέμισαν απότομα ώρες, όμως όταν έληξε η προθεσμία-τελεσίγραφο τα πληρώματα των Vulcan ήταν πανέτοιμα.
Τα αεροσκάφη που θα αναλάμβαναν επιχειρήσεις επελέγησαν βάσει των κινητήρων τους –μόνο όσα διέθεταν τους ισχυρότερους Bristol Olympus 301 κρίθηκαν κατάλληλα. Τελικά στον πόλεμο θα πήγαιναν τρία Vulcan B2 ηλικίας 22 ετών (XM597, XM598, XM607) που διέθεσαν οι Μοίρες 44, 50 και 101. Δύο ακόμη βομβαρδιστικά (XM612, XL391) είχαν ήδη αναπτυχθεί στην νήσο Ascension για την εκτέλεση αποστολών με διαφορετικά οπλικά φορτία, συν δεκατέσσερα Victor K2, τα μισά και πλέον τάνκερ της RAF.
Black Buck One
To Vulcan «607» του Σμηναγού Martin Withers βρισκόταν 300 μίλια βόρεια του αεροδρομίου της πρωτεύουσας Port Stanley το οποίο θα βομβάρδιζε μόνο του, αφού το προπορευόμενο ΧΜ598 εμφάνισε πρόβλημα συμπίεσης καμπίνας λίγο μετά την απογείωση και υποχρεώθηκε να επιστρέψει. Ο διάδρομος έπρεπε να τεθεί εκτός χρήσης ώστε να μην μπορούν τα αργεντίνικα μαχητικά να εξορμούν από εκεί για επιθέσεις κατά της βρετανικής Task Force όμως ο κυβερνήτης αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα. Χρειαζόταν ακόμη 14.000 λίβρες καυσίμου για να εκτελέσει την αποστολή και, εφόσον γλύτωναν από τους αντιαεροπορικούς πυραύλους του εχθρού, να συναντήσει το ιπτάμενο τάνκερ στο ραντεβού τους ανοικτά των ακτών της Βραζιλίας, 300 μίλια ανατολικά του Ρίο ντε Τζανέϊρο.
Με πορεία προς τα Φώκλαντς, ο Σμηναγός Withers έφερε το δελταπτέρυγο βομβαρδιστικό πίσω από το Victor παίρνοντας θέση για τον τελευταίο από τους 15 εναέριους ανεφοδιασμούς που απαιτήθηκαν για να φθάσει μέχρι εδώ. Φορτωμένο με 21 βόμβες των 1.000 λιβρών και επιπλέον εξοπλισμό, το Vulcan κατανάλωνε περισσότερο καύσιμο απ’ ότι είχε εκτιμηθεί κι αυτό ήταν ανησυχητικό.
Τα κόκκινα φώτα στην κοιλιά του τάνκερ έγιναν πράσινα, σημάδι ότι το Vulcan άρχισε να «ρουφάει» καύσιμο. Η ένδειξη εισερχομένου καυσίμου έδειχνε 7.000 γαλόνια, ελάχιστο μέρος των 36.000 γαλ. που απαιτούντο, όταν το Victor έστειλε σήμα ότι δεν μπορούσε να δώσει περισσότερο…
Ο Σμηναγός αγνοούσε ότι το τάνκερ είχε ακόμη λιγότερο καύσιμο για δική του χρήση. Ο κυβερνήτης του Victor XL189, Επισμηναγός Bob Tuxford, ρίσκαρε το αεροσκάφος και τις ζωές του πληρώματός του για να δώσει την ευκαιρία στο βομβαρδιστικό να πάρει όσο καύσιμο μπορούσε να διαθέσει για να συνεχίσει την αποστολή του. Δεν είχε όμως άλλα περιθώρια, έπρεπε να επιστρέψει τώρα στην Ascension αλλιώς θα κατέληγαν στην θάλασσα. Το τάνκερ αποχωρίσθηκε από το Vulcan και έστρεψε βόρεια μέσα στο σκοτάδι.
Ο συγκυβερνήτης του «607» Dick Russell, ο μόνος που είχε πείρα από εναέριο ανεφοδιασμό, δεν είχε αυταπάτες. Η εγκατάλειψη της αποστολής ήταν το μόνο που εγγυόνταν την ασφάλεια του αεροσκάφους καθώς αν συνέχιζαν κινδύνευαν να μείνουν «στεγνοί» από καύσιμα πάνω από τον Ν. Ατλαντικό.
Οριακά από καύσιμο και 37΄εκτός χρόνου, ο κυβερνήτης Withers έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Μετά από μια σύντομη ενημέρωση των υπολοίπων μελών του πληρώματος επέλεξε να συνεχίσει. Στα 290 μίλια από τον στόχο, το Vulcan άρχισε ελαφρά κάθοδο προς το Port Stanley.
Στόχος: Port Stanley
Ακόμη και τότε δεν ήταν βέβαιοι που ακριβώς ήταν. Η ναυτιλία πάνω από 4.000 μίλια ωκεανού ήταν ένα από τα προβλήματα της αποστολής –εκτός από το καύσιμο. Τα αδρανειακά συστήματα ναυτιλίας («δανεικά» από αεροσκάφη VC-10) έδιναν διαφορετικές ενδείξεις, έτσι, ο Αξιωματικός Ραντάρ Bob Wright και ο Ναυτίλος Gordon Graham έπρεπε να μοιράσουν την διαφορά. Εάν ήταν εντός πορείας, ο υπολογιστής θα έδινε τις πληροφορίες που χρειαζόταν ο Radar για τον βομβαρδισμό του στόχου την στιγμή που το ραντάρ θα τίθετο σε λειτουργία για μια μόνο σάρωση, δευτερόλεπτα πριν την άφεση των βομβών.
Για να αποφευχθεί ο εντοπισμός του βομβαρδιστικού, η επίθεση είχε σχεδιασθεί να γίνει με προσέγγιση από χαμηλό ύψος, άνοδο στα 8.000 ή 10.000 πόδια ώστε να είναι εκτός της φονικής ζώνης των αντιαεροπορικών πυραύλων Tiger Cat και Roland που είχαν αναπτύξει οι Αργεντίνοι, και άφεση βομβών. Εάν η επίθεση ήταν επιτυχής, το πλήρωμα θα εξέπεμπε τον κωδικό «Superfuse». Σε αντίθετη περίπτωση θα εξέπεμπε τη συνθηματική λέξη «Rhomboid».
Εάν είχαν την ατυχία να καταρριφθούν, θα έπρεπε να κατευθυνθούν προς κάποιο από τα απομονωμένα σπίτια που είχαν ορισθεί ως σημεία περισυλλογής βάσει συντεταγμένων που είχαν απομνημονεύσει. Επί τρείς νύχτες ένα ελικόπτερο Sea King θα ερχόταν να ψάξει γι’ αυτούς. Αν η ατυχία τους ήταν τόση ώστε να πέσουν στον παγωμένο Ατλαντικό, τότε…
Με τον παρεμβολέα AN/ALQ-101D που είχαν δανεισθεί από την Μοίρα των Buccaneer στο Honington ανοικτό και τους εκτοξευτές αναλωσίμων chaff/flares σε ετοιμότητα, το βομβαρδιστικό άρχισε την επίθεσή του ξεκινώντας ταχεία άνοδο από τα 300 πόδια. Ήταν 04:30 πμ της 1ης Μαΐου όταν οι Αργεντίνοι χειριστές ραντάρ είδαν έκπληκτοι ένα στίγμα στις οθόνες τους. Ήταν πολύ αργά.
Το Vulcan έφθανε βρυχώμενο στα 10.000 πόδια και οριζοντιώθηκε ενώ το ραντάρ H2S τροφοδοτούσε με στοιχεία το σύστημα ελέγχου πυρός για την άφεση ενός stick βομβών των 1.000 λιβρών δύο μίλια από τον διάδρομο του Port Stanley. Bombs away! Στρέφοντας απότομα για να απομακρυνθεί, οι λάμψεις των πρώτων εκρήξεων φώτισαν την νύχτα κάτω. Η RAF έμπαινε στον πόλεμο.
«Superfuse»
Η πρώτη βόμβα βρήκε τον διάδρομο στο κέντρο του. Άλλες έπεσαν στο αεροδρόμιο, προκάλεσαν ζημιές στον Πύργο Ελέγχου και σκότωσαν δύο Αργεντίνους. Ωστόσο το αεροδρόμιο παρέμεινε επιχειρησιακό για τα C-130 της Αεροπορίας της Αργεντινής και οι ζημιές ήταν περιορισμένες χάρη στην προσεκτική διασπορά του εξοπλισμού. Ο αντίκτυπος όμως στο ηθικό του αντιπάλου ήταν τεράστιος. Η Αυτοκρατορία έδειξε σαφώς ότι δεν της αρέσει να της παίρνουν πράγματα που της ανήκουν.
Η αποστολή Black Buck 1 ήταν το ντεμπούτο των πυρηνικών βομβαρδιστικών Vulcan σε έναν ρόλο πολύ διαφορετικό από αυτόν που προορίζονταν να εκτελέσουν. Παρά τις τεράστιες προκλήσεις της επιχείρησης, η πιο τολμηρή αποστολή της RAF μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στέφθηκε με επιτυχία. Απέδειξε ότι το καταληφθέν αεροδρόμιο δεν ήταν στο απυρόβλητο, γεγονός που ώθησε τους Αργεντίνους να κρατήσουν την δύναμη των Mirage III στις βάσεις της ενδοχώρας.
Επίσης, ώθησε την χούντα του Στρατηγού Γκαλτιέρι να αποφασίσει να επιτεθεί στην βρετανική Δύναμη Κρούσης με ολέθρια αποτελέσματα για το Ναυτικό της Αργεντινής. Και επειδή αντίθετα απ’ ότι λέγεται ο κεραυνός χτυπάει και… δεύτερη φορά, τα Vulcan ξαναχτύπησαν, με νέες αποστολές Black Buck. Η τελευταία ήταν στις 12 Ιουνίου. Στις 14 Ιουνίου 1982, μετά από 74 ημέρες πολέμου, η βρετανική σημαία κυμάτιζε ξανά στο Port Stanley.
Αλέξανδρος Θεολόγου
Tο παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 3 Μαΐου 2018