Διοίκηση Ταχέων Σκαφών του ΠΝ, από τα πρώτα τορπιλοβόλα, στις Super Vita – Μία περιήγηση στην ιστορία

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΑΧΕΩΝ ΣΚΑΦΩΝ – MIA ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
«…με την ανδρεία του Μιαούλη και με του Βότση την ψυχή…»
του Ηλία Νταλούμη
Το 1873 η Αμφιλοχία, το Καρπενήσι και η Λαμία ήσαν παραμεθόριες πόλεις. Ανατολικά τα ηπειρωτικά σύνορα της Ελλάδας άρχιζαν εκεί περίπου όπου σήμερα βρίσκονται τα διόδια της Σούρπης, στην εθνική οδό Λαμίας-Λάρισας. Δυτικά ήσαν στον Αμβρακικό. Στο Άκτιο και, μέσω του Αμβρακικού, κοντά στο Μενίδι, το τελευταίο παραλιακό χωριό πάνω στο δρόμο από την Αμφιλοχία στην Άρτα.
Αυτή η τελευταία όπως και η Πρέβεζα, ο Δομοκός, ο Αλμυρός ήσαν Τουρκία. Τη χρονιά εκείνη επισκευαζόταν η θωρακοβάρις (Σημ. 1) «Βασιλεύς Γεώργιος». Το σημαντικότερο στοιχείο αυτής της επισκευής ήταν και η αλλαγή των λεβήτων της μηχανής του. Οι νέοι λέβητες είχαν αγορασθεί στη Μ. Βρετανία, και το Υπουργείο Ναυτικών αναζητούσε τρόπο για την εδώ μεταφορά τους. Οι ναύλοι ήταν μάλλον ακριβοί και θεωρήθηκε πιο συμφέρουσα η λύση να αγορασθεί ένα πλοίο που προσφερόταν για πώληση.

Η αγορά έγινε, το πλοίο πήρε το όνομα «Μαλβίνα» (Σημ. 2) και κατέπλευσε στον Πειραιά έχοντας φορτώσει τους καινούριους λέβητες του «Βασιλεύς Γεώργιος». Όμως αυτοί δεν ήταν και το μοναδικό του φορτίο. Υπήρχαν ακόμη κάποια πυροβόλα Armstrong και πέντε μικρά σκάφη που είχαν αγορασθεί επίσης από το Ναυτικό. Για τα σκάφη αυτά δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα ή για την ακρίβεια γνωρίζουμε ελάχιστα. Γνωρίζουμε τα ονόματά τους που ήταν: «Δήλος», «Θεά», «Καλυψώ», «Σαπφώ» και «Χίος». Το μέγεθός τους θα πρέπει να ήταν μικρό, μάλλον λιγότερο από 20m, αλλιώς δε θα χωρούσαν στο «Μαλβίνα», και ατμοκίνητα.
Ήταν μάλλον ασήμαντα σκάφη, το «Δήλος» μάλιστα ήταν σκάφος αναψυχής, που μπορεί να ήταν όμοια μεταξύ τους. Όμως τα σκάφη αυτά αποτελούσαν μια πρωτοτυπία για το Ναυτικό μας. Ήταν τα πρώτα που έφεραν ως μοναδικό οπλισμό ένα, το πιθανότερο, ναύκλαστρο. (Σημ.3)
Αυτή την παράξενη, και σαφώς αστεία, λέξη συναντάμε πρώτη φορά στο «Ναυτικόν Ονοματολόγιον» του 1858. Αποτελεί απόδοση του αγγλικού torpedo και του γαλλικού torpille και εννοεί το ύφαλο όπλο που προκαλούσε έκρηξη. Με άλλα λόγια το ναύκλαστρο ή τορπίλη όπως τελικά επικράτησε να λέγεται, την εποχή εκείνη ήταν μια κατηγορία όπλων που περισσότερο έμοιαζε με τη σημερινή νάρκη.
Αυτά λοιπόν τα πέντε σκάφη έφεραν από μία εκτοξευόμενη τορπίλη, Μάλιστα στο «Δήλος» και το «Σαπφώ» ο μηχανισμός εκτόξευσης είχε τοποθετηθεί στη Μ. Βρετανία, ενώ των υπολοίπων τριών στα «Ναυπηγεία Βασιλειάδη» (Σημ. 4). Τα σκάφη αυτά χαρακτηρίσθηκαν ως «τορπιλοβόλα» και ήσαν τα πρώτα (Σημ. 5) τέτοια που απόκτησε το Ναυτικό. Τα ίχνη τους χάνονται πολύ σύντομα. Μάλλον δε θα πρέπει να μακροημέρευσαν επειδή λίγα χρόνια αργότερα το όνομα «Χίος» δίνεται σε ένα άλλο σκάφος.
Ο καιρός κύλησε και φθάσαμε στις 10 Μαρτίου (Σημ. 6) του 1880. Τότε ορκίσθηκε για πρώτη φορά Πρωθυπουργός ο Χαρίλαος Τρικούπης. Είναι περιττό να πούμε πόσο μεγάλο υπήρξε το έργο του. Αυτό όμως που πρέπει να θυμίσουμε είναι ότι ο Τρικούπης υπήρξε, ουσιαστικά, ο δημιουργός του Ναυτικού της σύγχρονης Ελλάδας. Δυστυχώς στα εκατό χρόνια που μεσολάβησαν από τον θάνατό του κανένας δεν σκέφθηκε να δώσει το όνομά του σε ένα πλοίο.
Ο Τρικούπης λοιπόν, όντας άνθρωπος λογικός, ρεαλιστής και σοβαρός, είχε αντιληφθεί εγκαίρως ότι χωρίς αξιόλογες ένοπλες δυνάμεις και εύρωστη οικονομία, κανένας δεν έπαιρνε στα σοβαρά την Ελλάδα. Ένα από τα πρώτα του μελήματα ήταν και η παραγγελία πολεμικών πλοίων. Στη Γαλλία παραγγέλθηκαν τέσσερα που τους έδωσαν τα ονόματα: «Σφακτηρία», «Μυκάλη», «Ναυπακτία» και «Αμβρακία». Είχαν εκτόπισμα 52 τόνους, μήκος 22m και πλάτος 4.5m. Η μέγιστη ταχύτητα τους ήταν 10 κόμβοι.
Τον οπλισμό τους αποτελούσε ένα πυροβόλο Krupp των 12cm και δύο επακόντιες τορπίλες. Η επακόντια τορπίλη ήταν ένα μεταλλικό δοχείο γεμάτο με εκρηκτικά στερεωμένο στην άκρη ενός κονταριού. Το κοντάρι αυτό φερόταν στην πλευρά του πλοίου. Όταν το πλοίο έκανε επίθεση στον αντίπαλο το κοντάρι εκτεινόταν στην πλώρη ώστε να εξέχει σχεδόν καθόλο του το μήκος.

Το πλοίο έπλεε με όλη του την ταχύτητα, οι 10 κόμβοι ήσαν τότε μεγάλη ταχύτητα, και χτυπούσε τον αντίπαλο με την «τορπίλη». Φυσικά το όπλο αυτό δεν ήταν και τόσο αποτελεσματικό. Απαιτούσε τα δύο αντίπαλα πλοία να έλθουν σχεδόν σε επαφή, ενώ τα εκρηκτικά, όπως χρησημοποιούντο, δεν είχαν και πολύ σοβαρά αποτελέσματα.
Την επόμενη χρονιά τα πλοία αυτά μετονομάσθηκαν, κατά σειρά, σε: «Α», «Β», «Γ» και «Δ». Χαρακτηρίζονταν ως «Σιδηραί κανονιοφόροι» ενώ λίγο αργότερα τους αφαιρέθηκαν οι επακόντιες τορπίλες. Τα σκάφη αυτά παροπλίσθηκαν αμέσως μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Το 1881 δόθηκαν νέες παραγγελίες για τορπιλοβόλα σκάφη στη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία. Ταυτόχρονα αγοράσθηκε από τη Γαλλία ένα τορπιλοβόλο που είχε ναυπηγηθεί ένα χρόνο πριν. Του δόθηκε το όνομα «Ιωνία». Για το εν λόγω πλοίο δεν έχουμε πολλά στοιχεία. Αυτό που σίγουρα όμως ξέρουμε είναι το ότι έφερε δύο εκτοξευόμενες τορπίλες σε ισάριθμους πλευρικούς τορπιλοσωλήνες (Σημ. 7)
Λίγα χρόνια αργότερα άρχισε να εφαρμόζεται και στο δικό μας Ναυτικό η συνήθεια τα πολύ μικρά σκάφη να μη φέρουν ονόματα αλλά αριθμούς. Έτσι το «Ιωνία» έγινε το τορπιλοβόλο «18».

Τυφών P-56

Στη Γαλλία η παραγγελία δόθηκε στα ναυπηγεία La Seyne και αφορούσε πέντε σκάφη. Τους δόθηκαν τα ονόματα «Φερενίκη», «Τερψιχόρη», «Περσεφόνη», «Τερψιθέα» και «Καλλιθέα». Είχαν μήκος 30.48m και εκτόπισμα 42t. Η μηχανή τους είχε μέγιστη ισχύ 320hp που έδινε ταχύτητα 16kts (Σημ. 8). Τον οπλισμό τους αποτελούσαν δύο εκτοξευόμενες τορπίλλες των 14in, παρόμοιες με αυτές του «Ιωνία», αλλά και δύο επακόντιες τορπίλες. Με την απόρριψη των ονομάτων τα τορπιλοβόλα αυτά πήραν, κατά τη σειρά που τα αναφέραμε, τους αριθμούς «1», «2», «3», «4» και «5».
Άλλα πέντε τορπιλοβόλα παραγγέλθηκαν, την ίδια εποχή, στα βρετανικά ναυπηγεία Yarrow. Έφεραν ονόματα νησιών όπως «Σάμος», «Χίος» (Σημ. 9), «Μυτιλήνη», «Κως», «Ρόδος» και «Κύπρος». Το εκτόπισμά τους ήταν 40t και το μήκος τους 30.48m. Η ατμομηχανή τους είχε ισχύ 450hp, ενώ η μέγιστη ταχύτητά τους ήταν 19.5kts.
Τον οπλισμό τους αποτελούσαν δύο τορπίλες των 14in και 1 πυροβόλο 1pdr (Σημ. 10) ή των 37mm. Όπως έγινε και με τα άλλα, εκεί κατά το 1884, άφησαν τα ονόματα και πήραν τους αριθμούς: «6», «7», «8», «9», «10» και «17». Είναι οπωσδήποτε περίεργο πως το «Κύπρος» έγινε «17» και όχι «11». Δυστυχώς δεν έχουμε βρει ως σήμερα την αιτία αυτής της ανακολουθίας.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1884, έχουμε την παραγγελία έξι νέων τορπιλοβόλων. Την φορά αυτή έγινε στη Γερμανία και τα ναυπηγεία Vulkan που ήσαν στο Στετίνο (Σημ. 11). Τα πλοία αυτά είχαν αρκετές διαφορές από τα προηγούμενα. Πρώτα απ’ όλα δεν πήραν όνομα αλλά από την αρχή τους αριθμούς «11», «12», «13», «14», «15» και «16».
Ήσαν μεγαλύτερα από τα υπάρχοντα στο Ναυτικό. Το εκτόπισμά τους ήταν 85t, το μήκος τους 37.5m, το πλάτος τους 4.6 m και το βύθισμά τους 2m. Έφεραν τρεις τορπιλοσωλήνες των 14in, δύο σταθερούς στην πλώρη και έναν περιστρεφόμενο. Διέθεταν ακόμη ένα πυροβόλο των 37mm (1pdr) και ένα πολυβόλο Nordenfelt (Σημ. 12). Έφεραν μηχανή ισχύος 1000hp και είχαν μέγιστη ταχύτητα 18kts.
Το 1891 στη δύναμη των τορπιλοβόλων του Ναυτικού προστέθηκε ένα ακόμα πλοίο που πήρε το όνομα «Σφιγξ». Όμως το παράξενο δεν ήταν το όνομα του πλοίου αλλά ο τρόπος της αγοράς του. Την περίοδο εκείνη Πρωθυπουργός ήταν ο Θεόδωρος Δεληγιάννης. Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας ήταν χειρότερα από ότι συνήθως δηλαδή στα μαύρα της τα χάλια.
Τα μέτρα της Κυβέρνησης ήσαν σπασμωδικά, αγρίως φορομπηχτικά, ευνοούσαν κάποιους «ημέτερους» και καθόλου αποτελεσματικά αφού προκάλεσαν κοινωνική αναταραχή. Οι πάντες, από τους αγρότες ως τους κεφαλαιούχους, ήσαν εναντίον της. Μέσα λοιπόν σε αυτόν τον γενικό χαμό, αγοράσθηκε το ενλόγω πλοίο. Το «Σφιγξ» είχε κατασκευασθεί στη Γαλλία. Είχε εκτόπισμα 88t, μήκος 19.80m, πλάτος 3.35m, βύθισμα  2.13m και μέγιστη ταχύτητα 18kts. Και εδώ αρχίζουν τα παράξενα.
Τον οπλισμό του αποτελούσαν μία εκτοξευόμενη τορπίλη των 14in και δύο επακόντιες. Ήταν δηλαδή εντελώς ξεπερασμένος. Επιπλέον η μηχανή του, εντελώς πρωτότυπη στη σχεδίασή της, ήταν προβληματική και αναξιόπιστη. Για όσους έχουν κάποιες αμφιβολίες, να προσθέσουμε ότι το πλοίο αυτό είχε απορριφθεί από το ισπανικό ναυτικό. Με αυτές τις προϋποθέσεις το «Σφιγξ» δε μπορούσε να σταδιοδρομήσει. Αυτό ακριβώς και έγινε. Το 1901 του αφαιρέθηκε η μηχανή και μετατράπηκε σε υδροφόρο…
Κατά τον πόλεμο του 1897 το Ναυτικό, όπως και ο Στρατός, ήταν εντελώς αποδιοργανωμένο και, όπως ήταν φυσικό, έδειξε μια τραγική αδράνεια. Η μόνη σχεδόν επιχείρηση που πήραν μέρος τα τορπιλοβόλα ήταν η αποτυχημένη απόβαση στη Λεπτοκαρυά της Κατερίνης. Σε αυτήν το Ναυτικό είχε και το μόνο του θύμα σε εκείνον τον πόλεμο. Ήταν ο Ανθυποπλοίαρχος Εμμανουήλ Αντωνιάδης, κυβερνήτης του τορπιλοβόλου «16».
Το 1899 εκδόθηκε από το Υπουργείο Ναυτικών ένα βιβλίο με τον τίτλο: «ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΡΠΙΛΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ συνταχθείσα υπό Α. Κριεζή Υποπλοιάρχου και Ν. Μπόταση Ανθυποπλοιάρχου». Ήταν ένα μικρού μεγέθους υπηρεσιακό εγχειρίδιο που προοριζόταν για τους αξιωματικούς που υπηρετούσαν στα αντίστοιχα σκάφη.
Στις 28 Μαρτίου του 1900 σημειώθηκε ένα σοβαρό ατύχημα. Το τορπιλοβόλο «13» βρισκόταν στο στενό του Ναυστάθμου Σαλαμίνας εκτελώντας, προφανώς, κάποιες δοκιμές. Τότε εξεράγη ο λέβητάς του. Αποτέλεσμα της έκρηξης ήταν ο θάνατος του κυβερνήτη του, Υποπλοιάρχου Αλεξάνδρου Χρηστομάνου, και 8 ναυτών από το πλήρωμα. Το τορπιλοβόλο «13» καταστράφηκε. Τα χρόνια πέρασαν και ο στολίσκος των τορπιλοβόλων δεν ανανεώθηκε.
Τα εξοπλιστικά προγράμματα του Ναυτικού την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα αλλά και μετά το Κίνημα στο Γουδί, δεν περιλάμβαναν τορπιλοβόλα. Οι προτιμήσεις είχαν στραφεί προς τα αντιτορπιλικά που ήσαν πλοία μεγαλύτερα και με περισσότερες δυνατότητες. Βεβαίως με τα σημερινά δεδομένα τα τότε τορπιλοβόλα αντιστοιχούν με τις σημερινές τορπιλακάτους ενώ τα αντιτορπιλικά με πυραυλάκατους ή κανονιοφόρους.
Μόνο τα τέσσερα βρετανικής κατασκευής «θηρία» (Σημ. 13) πληρούσαν τον όρο «αντιτορπιλικό» όπως αυτός νοούνταν ως και τον Β Π.Π. Σήμερα θα αντιστοιχούσαν με κορβέτες. Έτσι λοιπόν κατά τους Βαλκανικούς ο Ελληνικός Στόλος είχε πέντε τορπιλοβόλα. Τα «11», «12», «14», «15» και «16». Αν και λίγα στον αριθμό και αρκετά γερασμένα, ήσαν ήδη 27 ετών(!), πολύ σύντομα θα έκαναν αισθητή την παρουσία τους και θα πρόσφεραν πολλά.
Η Θεσσαλονίκη αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους αντικειμενικούς σκοπούς των συμμάχων του Α Βαλκανικού Πολέμου. Για την Ελλάδα ήταν επιπλέον και την «ενσάρκωση» ενός σημαντικού βήματος στην πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Οι Τούρκοι φοβούμενοι επίθεση από την θάλασσα, είχαν φροντίσει να την οχυρώσουν με πυροβολεία στην ξηρά και ναρκοπέδια στον Θερμαϊκό. Γνωρίζοντας καλά τις ναυτικές τους ικανότητες δεν είχαν αφήσει εκεί πολεμικά πλοία.
Μπορεί να την διαφήμιζαν ως μεγάλη ναυτική βάση αλλά την είχαν μόνο για τις γιορτές και τις παρελάσεις… Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης υπήρχαν μόνο ο θωρακοδρόμων «Feth-Ι-Βulend» , και τα ρυμουλκά «Surat», «Τeshilat», «Κaterin» και «Selanik» (Σημ. 14). Το «Feth-Ι-Βulend» στις ελληνικές πηγές συνήθως αναφέρεται ως «θωρηκτό». Αυτό όμως είναι εντελώς λάθος. Λάθος που προέρχεται από τις εφημερίδες της εποχής (Σημ. 15).

Αλλωστε δεν είναι και το μοναδικό. Σχεδόν όλοι το αποκαλούν «Φετίχ Μπουλέντ». Το «Feth-Ι-Βulend» ναυπηγήθηκε στο Λονδίνο από το 1868 ως το 1870. Ανακατασκευάσθηκε το 1890 και από το 1903 ως το 1907. Το 1910 πήγε στη Θεσσαλονίκη ως πλοίο διοίκησης. Το 1911, κατά τον Ιταλο-τουρκικό πόλεμο αφαιρέθηκαν τα πυροβόλα του που χρησιμοποιήθηκαν για την οχύρωση της Θεσσαλονίκης.
Ο ναυτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης ήταν, μάλλον τυπικά, ο Κυβερνήτης του. Τότε ήταν ο Πλοίαρχος, Binbasi στη γλώσσα του, Αζίζ Μαχμούτ Μπέη. Από τα τέσσερα ρυμουλκά το «Selanik» είχε μετατραπεί σε ναρκοθέτιδα ενώ στα υπόλοιπα είχε τοποθετηθεί ένα πυροβόλο των 37mm.
Το πρωί της 18ης Οκτωβρίου (Σημ. 16) του 1912 απέπλευσε από το Λιμάνι Λιτόχωρου το τορπιλοβόλο «11». κυβερνήτης ήταν ο Υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης (Σημ. 17), ύπαρχος ο Σημαιοφόρος Δημήτριος Χατζίσκος (Σημ. 18) και προορισμός του η παραλία του Ελευθεροχωρίου. Αλλά καλύτερα να δούμε πως περιγράφει ο ίδιος την επιχείρηση. «Απέπλευσα εκ Λιτοχωρίου την πρωίαν και κατέπλευσα εις Σκάλαν Ελευθεροχωρίου όπου παρέμεινα μέχρι 9ης εσπέρας οπότε απέπλευσα δια την επίθεσιν.
Το Καραμπουρνού εφώτιζε συνεχώς την θάλασσαν διά των προβολέων του, αλλά διήλθον απαρατήρητος μεταξύ Καραβοφάναρου και Βαρδαρίου. Κατόπιν ολοταχώς έφθασα εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης και την 11 και 20‹ διέκρινα άνευ αμφιβολίας το Τουρκικόν θωρηκτόν ανάπρωρον προς τον πνέοντα Μέσην (Σημ 19) εις την δυτικήν άκραν κυματοθραύστου.
Εις αντίθετον δεξιάν άκραν υπήρχε Ρωσικόν πολεμικόν. Υποθέτω και άλλα. Εχείρησα ήρεμα, πάντοτε απαρατήρητος, και κατηύθυνα την πρώραν εις το μέσον του Τουρκικού θωρηκτού. Εξεσφενδόνισα πρώτον την δεξιάν τορπίλλην την 11 και 35 από αποστάσεως 150 μέτρων.
Εστρεψα είτα ολίγον αριστερά προχωρών και εξασφενδόνισα την αριστεράν. Ανεπόδισα τότε ολοταχώς όπως απομακρυνθώ της εκρήξεως. Της πρώρας του πλοίου μου στρεφούσης ήδη αριστερά εξεσφενδόνισα και την του καταστρώματος τορπίλλην, ήτις όμως εξέκλινε και εξερράγη, μετά τας πρώτας ταυτοχρόνους σχεδόν εκρήξεις, επί του κυματοθραύστου μετά κρότου μεγάλου, ον προς στιγμήν ενομίσαμεν ως πυροβολισμόν εκ της ξηράς.
Αμα τη πρώτη εκρήξει παρετηρήθη κίνησις φώτων επί του εχθρικού πλοίου και συρίγματα. Τα διαμερίσματα των αξιωματικών ήσαν φωτισμένα. Η έκρηξις εγένετο ολίγον πρώραθεν της καπνοδόχου, δεξιά. Καπνός εξήλθεν άφθονος της καπνοδόχου. Το πλοίον καταφανώς εβυθίζετο διά της πρώρας, κλίνον δεξιά. Ολοταχώς πλέων τότε εξήλθον άνωθεν της γραμμής των έξω του λιμένος βυθισμένων τορπιλλών (Σημ. 20), στηριζόμενος εις το βύθισμα του πλοίου μου και διήλθον προ του Καραμπουρνού, το οποίον ειδοποιηθέν φαίνεται εν τω μεταξύ εκ Θεσσαλονίκης, ήναψε πάντας τους προβολείς του.
Διήλθον εν τούτοις και πάλιν απαρατήρητος και καθ’ ην στιγμήν εβρισκόμην απέναντι του Καραμπουρνού, κατά προηγουμένην υπόσχεσιν προς τους πυροβολητάς μου, διέταξα και έρριψαν επ’ αυτού βολήν διά του ταχυβόλου των 37 από αποστάσεως 2,500 μέτρων. Εκείθεν κατηυθύνθην την 4ην πρωινήν εις Βρωμερήν της Αικατερίνης, προς παρακολούθησιν αποβιβάσεως τροφίμων διά τον στρατόν μας» (Σημ 21).
Το πλήρωμα του «Feth-Ι-Βulend» ήταν 150 άνδρες. Από αυτούς 90 δεν επέβαιναν επειδή επάνδρωναν τα πυροβόλα της ξηράς. Με τη βύθιση χάθηκαν επτά. Ένας από αυτούς ήταν και ο ιμάμης του πλοίου. Μπορεί το «Feth-Ι-Βulend» να μην ήταν αξιόμαχη μονάδα του τουρκικού στόλου του οποίου η μαχητική ικανότητα δε μειώθηκε καθόλου.
Είναι σίγουρο όμως ότι η βύθισή του προκάλεσε έκρηξη στο ηθικό όχι μόνο του Ναυτικού αλλά ολόκληρου του λαού. Ήταν το πρώτο δείγμα ότι η εποχή του 1897 είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Όμως το κατόρθωμα του Βότση δεν ήταν το μοναδικό που πέτυχαν τα ελληνικά τορπιλοβόλα.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 8 Νοεμβρίου, το τορπιλοβόλο «14» με Κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Περικλή Αργυρόπουλο (Σημ. 22), συναντήθηκε, έξω από το Αϊβαλί, με το εξοπλισμένο τουρκικό εμπορικό πλοίο «Τrabzon» (Σημ. 23). Το πλήρωμα του τουρκικού μόλις αντιλήφθηκε το «14» να πλησιάζει άνοιξε τους κρουνούς για να προκαλέσουν την αυτοβύθιση του πλοίου τους στα αβαθή.
Το άγημα των Ελλήνων ναυτών που επενέβη δε μπόρεσε να τους κλείσει. Το άγημα γύρισε στο «14» που έριξε μια τορπίλη κατά του «Τrabzon». Από την έκρηξή της σκοτώθηκαν ο κυβερνήτης και ο Α μηχανικός του ενώ το ίδιο, καθώς ήταν ξύλινο, διαλύθηκε εντελώς. Φαίνεται όμως ότι η αυτοβυθίσεις ήταν το ύστατο, αλλά και σύνηθες, όπλο των Τούρκων.
Μόλις έβλεπαν τα σκούρα, άνοιγαν τους κρουνούς και …έλυναν το πρόβλημα. Έτσι έκαναν όταν μπήκε ο Ελληνικός Στρατός στην Πρέβεζα και ο Στόλος στον Αμβρακικό , δύο τορπιλοβόλα, το «Αntalya» και το «Τokat». Όμως οι Τούρκοι ναυτικοί δεν έκαναν καθόλου καλή δουλειά. Στην πραγματικότητα δεν τα βύθισαν αλλά τα «κάθισαν» στα ρηχά. Έτσι λοιπόν μετά από λίγο καιρό αυτά τα δύο πλοία επανέπλευσαν και εντάχθηκαν στο Ελληνικό Ναυτικό.
Το πρώτο ως «Νικόπολις» και το άλλο ως «Τατόι». Και τα δύο ήσαν της ίδιας κλάσης. Είχαν κατασκευασθεί στα ναυπηγεία Ansaldo της Genova το 1904. Είχαν εκτόπισμα 165t, μήκος 51m, πλάτος 5.7m και βύθισμα 1.4m. Ήσαν οπλισμένα με δύο πυροβόλα των 37mm και δύο τορπιλοσωλήνες των 450mm. Θα παροπλισθούν το 1916.
Όμως δεν είναι δυνατόν τα γεγονότα να είναι πάντοτε ευνοϊκά. Στις 23 Απριλίου του 1913 ακόμα και μέσα στο όρμο του Μούδρου επικρατούσε σφοδρή κακοκαιρία. Οι ισχυροί άνεμοι παρασύρανε το τορπιλοβόλο «11» και το ρίξανε στα βράχια. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα κανένας από το πλήρωμά του.
Αν και δεν είναι καθόλου ένδοξο να τελειώνει η ζωή ενός πλοίου ως παλιοσίδερα, μάλλον θα πρέπει να θεωρήσουμε ως άδοξο το τέλος του τορπιλοβόλου «11». Αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους θα ενταχθούν στο Ναυτικό έξι νέα τορπιλοβόλα.
Είχαν ναυπηγηθεί στα Γερμανία, στα ναυπηγεία Vulkan. Το εκτόπισμά τους ήταν 145t. Το μήκος τους 45m, το πλάτος 4.8m και το βύθισμά τους 1.2m. Είχαν μία παλινδρομική μηχανή με μέγιστη ισχύ 2,600hp και μέγιστη ταχύτητα 21kts. Ως οπλισμό έφεραν 2 πυροβόλα Bethlehem 6pdr και τρεις τορπιλοσωλήνες Swartzkopf των 457mm. Τα ονόματά τους ήσαν: «Αίγλη»,«Αλκυόνη», «Αρέθουσα», «Δάφνη», «Δωρίς» και «Θέτις».
Το μόνο σημαντικό που έκαναν κατά τον Α’ Π.Π. ήταν η κατάληψή και χρησιμοποίησή τους από το γαλλικό ναυτικό, το 1916 με τα Νοεμβριανά, έως το 1918 οπότε και μας τα επέστρεψαν. Το 1926 έκαναν μετασκευές, εκτός από τα «Δάφνη» και «Θέτις», όπου τους άλλαξαν τον οπλισμό σε ένα πυροβόλο των 37mm και δύο τορπιλοσωλήνες των 18in. Το 1919 παραχωρήθηκαν στο Ναυτικό, ως αποζημίωση, έξι τορπιλοβόλα του αυστριακού ναυτικού που διαλύθηκε.
Πήραν τα εξής ονόματα: «Κίος» (πρώην 99Μ), «Κυδωνίαι»(100Μ), «Κύζικος»(98Μ), «Πάνορμος»(92F), «Πέργαμος»(95F) και «Προύσα»(94F). Τα τρία πρώτα ήσαν της κλάσης «Κ» ενώ τα υπόλοιπα της «Ρ». Ολα τους είχαν εκτόπισμα 241t. Τα κλάσης «Κ» είχαν μήκος 57m, πλάτος 5.7m, βύθισμα 2.40m και είχαν κατασκευασθεί, το 1914, στα ναυπηγεία του Monfalcone. Οι διαστάσεις αυτών της κλάσης «Ρ» ήσαν 60m μήκος, 5.50m πλάτος και 2.50m βύθισμα, ενώ είχαν ναυπηγηθεί, και αυτά το 1914, στα ναυπηγεία GANT Danubius του Fiume (Σημ. 24).
Ο οπλισμός όλων ήταν ένα πυροβόλο των 66mm, ένα των 37mm και δύο μονοί τορπιλοσωλήνες των 66mm. Το 1929 παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν στα ναυπηγεία Thornycroft της Μ. Βρετανίας δύο τορπιλάκατοι, οι Βρετανοί τις χαρακτήριζαν ως CMB ήτοι Coastal Motor Boats, που δεν πήραν ονόματα αλλά τους αριθμούς «Τ1» και «Τ2». Τα σκάφη αυτά είχαν εκτόπισμα 15t, μήκος 16.5m, πλάτος 3.30m και βύθισμα 0.90m. Η μηχανή τους ήταν των 750hp και η μέγιστη ταχύτητά τους έφθανε τους 37kts.
Έφεραν δύο πολυβόλα Lewis, δύο τορπιλοσωλήνες των 18in και ως τέσσερις βόμβες βάθους. Το πλήρωμά τους ήταν δύο αξιωματικοί (ένας Υποπλοίαρχος ως Κυβερνήτης και ένας Σημαιοφόρος), δύο υπαξιωματικοί (μηχανικοί και οι δύο) και δύο ναύτες(ο ένας πυροβολητής/ τορπιλητής και ο άλλος σηματωρός/ τηλεγραφητής).
Η ιδιομορφία τους ήταν ότι τις τορπίλες τους τις εκτόξευαν προς τα πίσω! Στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος υπάρχει, σε δακτυλογραφημένες σελίδες, ένα εγχειρίδιο για την χρήση αυτών των σκαφών. Από ότι φαίνεται όμως τα τορπιλοβόλα και οι τορπιλάκατοι δεν εθεωρούντο πλοία πρώτης γραμμής για το Ναυτικό. Και για τα μεν τορπιλοβόλα αυτό μπορεί και δικαιολογείται αφού ήσαν παλιά και εντελώς ξεπερασμένα.
Με τις τορπιλακάτους όμως τα πράγματα διαφέρουν. Από το παραπάνω εγχειρίδιο διαφαίνεται σαφώς ότι στο Ναυτικό υπήρχαν άνθρωποι που είχαν αντιληφθεί την αξία αυτών των πλοίων. Προφανώς όμως δεν την είχαν οι επικεφαλής του. Έτσι η»«Τ1» και «Τ2» δεν είχαν σοβαρή επιχειρησιακή εκμετάλλευση, πράγμα που στα απλά ελληνικά σημαίνει ότι δεν είχαν καθόλου.
Το 1939 η Ελλάδα παράγγειλε στη Vosper, στη Μ. Βρετανία, δύο τορπιλακάτους που θα ονομάζονταν «Τ3» και «Τ4». Το εκτόπισμά τους ήταν 35t, το μήκος τους 21.87m, το πλάτος τους 4.98m και το βύθισμά τους 1.12m. Έφεραν τρεις βενζινοκινητήρες Isotta-Fraschini με συνολική ισχύ 3,450bhp, που έδιναν μέγιστη ταχύτητα 42.5kts.
Ως οπλισμό έφεραν δύο τορπιλοσωλήνες των 21in, δύο πολυβόλα των 0.5in, δύο πολυβόλα των 0.303in και έως 8 βόμβες βάθους ή 4 νάρκες. Λίγο μετά ακολούθησε μια άλλη παραγγελία για άλλες δύο που θα τις έλεγαν «Τ5» και «Τ6». Είχαν τον ίδιο ακριβώς οπλισμό με τις προηγούμενες. Ήσαν ελάχιστα μεγαλύτερες, 22.12m μήκος και 5.21m πλάτος, ενώ η ταχύτητά τους ήταν μόνο 30.2kts. Στα σκάφη αυτά όμως δεν υψώθηκε ποτέ η ελληνική σημαία.
Λόγω του πολέμου κρατήθηκαν από τους Βρετανούς και εντάχθηκαν στο Royal Navy ως MTB69 (Σημ. 25) και 70 οι δύο πρώτες και ως MTB 218 και 219 οι άλλες. Αλλά τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά. Να τι λέει η μαρτυρία του Ναυάρχου Αθανασίου Σπανίδη: «Όταν αρχές Φεβρουαρίου του 1940 παρουσιάσθηκα στον ναυτικό ακόλουθο στο Λονδίνο, μου είπε ότι θα πρέπει να περιμένω, γιατί έρχεται διαταγή τοποθέτησής μου ως διοικητού δύο τορπιλακάτων που κατασκευάζονταν στο Πόρτσμουθ για λογαριασμό της υπηρεσίας δίωξης λαθρεμπορίου της Ελλάδας.

Όπως με πληροφόρησε, το σχέδιο ήταν να χρησιμοποιούνται στον καιρό ειρήνης από την υπηρεσία αυτή χωρίς οπλισμό και σε περίπτωση πολέμου από το πολεμικό ναυτικό, αφού θα τοποθετούνταν τορπιλοσωλήνες και πυροβόλα.» (Σημ26).
Και συνεχίζει ο Σπανίδης: «Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, η αγγλική κυβέρνηση ειδοποίησε την ελληνική ότι κανονικά οι δύο τορπιλάκατες έπρεπε να παραδοθούν στο αγγλικό ναυτικό, εκτός αν η τελευταία δεχόταν να μεταβιβασθούν από το υπουργείο οικονομικών στο πολεμικό ναυτικό της Ελλάδας, οπότε θα έπρεπε να σταλούν πληρώματα του ναυτικού και όχι της υπηρεσίας δίωξης λαθρεμπορίου, για να τις παραλάβουν. Κατά το διάστημα των διαπραγματεύσεων ασχολήθηκα με τη μελέτη του πλου.» (Σημ. 27).
Για να καταλήξει: «Στο τέλος Απριλίου πήγα στο Πόρτσμουθ να παρακολουθήσω τις τελικές δοκιμές των δύο τορπιλακάτων … Επειδή τα νέα από την Αθήνα τα σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για τα δύο αυτά σκάφη έδειχναν ότι τελικά θα εγκαταλείπονταν στους Αγγλους με μια αποζημίωση της ελληνικής ζωής … Για την ιστορία τελικά το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών θεώρησε επιτυχία του να πάρει μια αποζημίωση 20.000 λιρών και έτσι να στερήσει το πολεμικό ναυτικό από δύο αξιόλογα πλοία, που αν κρίνω από το μητρώο τους, που πληροφορήθηκα μετά τον πόλεμο, για τη δράση που ανέπτυξαν στο αγγλικό ναυτικό, συναγωνίζονταν τα υποβρύχιά μας στη θάλασσα της Αδριατικής με τη μεγάλη τους ταχύτητα (45 μίλια) και τον οπλισμό τους σε τορπίλες.» (Σημ. 28)
Δε νομίζουμε να υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις στο ότι στην Ελλάδα ανέκαθεν έθαλλαν οι ηλίθιοι. Τα τορπιλοβόλα δεν είχαν ουσιαστική συμμετοχή στις επιχειρήσεις κατά των Ιταλών. Περιορίσθηκαν σε εντελώς δευτερεύοντες ρόλους. Και πάλι καλά τα κατάφεραν. Έπρεπε από χρόνια να είχαν πάρει τον δρόμο για τους παλιατζήδες. Έτσι τον Απρίλιο του 1941 έκλεισε το πρώτο κεφάλαιο για τα τορπιλοβόλα του Ναυτικού.
Στις 4 το «Προύσ» βυθίζεται στην Κέρκυρα. Μια βόμβα έπεσε κοντά και του προκάλεσε ρήγματα. Το ίδιο παθαίνουν, στις 23, το «Κίος», το «Αλκυόνη» και το «Αρέθουσα» στη Βουλιαγμένη. Το «Δωρίς» στη Ραφήνα και το «Αίγλη» έξω από τις Φλέβες (Σημ. 29) Δίνεται εντολή να αυτοβυθισθούν το «Κύζικος» και το «Πέργαμος» που βρίσκονταν στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας τυπικά για επισκευή, ουσιαστικά παροπλισμένα.
Την ίδια τύχη έχουν οι «Τ1» και «Τ2». Αυτά έγιναν στις 25. Την επομένη θα βυθισθεί, ύστερα από βομβαρδισμό, στη Μονεμβασία το «Κυδωνίαι». Μετά τον Β‹ Π.Π. στο Ναυτικό επικράτησαν δόγματα και απόψεις κατά τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Σε αυτούς δεν είχαν θέση οι τορπιλάκατοι. Αλλωστε όλα τα πλοία του Στόλου προέρχονταν, κατά κύριο λόγο, από παραχωρήσεις πλεονάζοντος υλικού του Αμερικανικού Ναυτικού.
Υπήρχαν βέβαια κάποιες κανονιοφόροι, κάποιες ακταιωροί και κάποια περιπολικά, αλλά όλα αυτά ήσαν πλοία της β’ γραμμής. Σε ένα πόλεμο δεν θα είχαν να προσφέρουν παρά μόνο τη θυσία των πληρωμάτων τους. Φθάσαμε έτσι, όχι και τόσο αισίως, στο 1963. Η κατάσταση στην Κύπρο δεν ήταν καθόλου καλή. Ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους είχαν αρχίσει προστριβές. Στην Ελλάδα μάλλον δεν τις πολυπρόσεχαν.
Οι πολιτικές και κομματικές διαμάχες είχαν φθάσει στο ζενίθ. Τα επεισόδια που ξέσπασαν στο νησί στις 20 εκείνου του Δεκέμβρη δεν απασχόλησαν ιδιαιτέρως την Ελλάδα. Βρισκόταν βλέπεται ανάμεσα σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις. Ούτε η χάραξη της διαβόητης «Πράσινης γραμμής» δεν μας έκανε να σκεφθούμε λίγο περισσότερο.
Στην Κύπρο όμως ξύπνησαν αμέσως και αποφάσισαν να οργανώσουν, κρυφά βέβαια, Ένοπλες Δυνάμεις. Αγοράσθηκαν δύο περιπολικά, Raumboote τα έλεγαν στο Kriegsmarine του Γ Ράιχ που τα έφτιαξε το 1943, και μετά από μια μικρή επισκευή και ένα μάλλον πρόχειρο εξοπλισμό, στάλθηκαν στην Κύπρο. Τα πληρώματά τους, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες, εθελοντές από την Ελλάδα. Τα ονόματά τους «Φαέθων» και «Αρίων».
Ήσαν τα πρώτα πλοία του Κυπριακού Ναυτικού. Στις 8 Αυγούστου του 1964 η τουρκική αεροπορία θα βομβαρδίσει ανηλεώς το νησί. Το «Φαέθων» θα βυθισθεί. Έξι από το πλήρωμά του θα σκοτωθούν. Οι υπόλοιποι έξι θα τραυματισθούν. Εντωμεταξύ η Κυπριακή κυβέρνηση έχει αγοράσει 6 τορπιλακάτους από την, τότε, Σοβιετική Ένωση. Ήσαν κλάσσης «Ρ4», με εκτόπισμα 25t, μήκος 19.10m, πλάτος 3.5m και βύθισμα 1,7m.
Είχαν δύο μηχανές diesel των 2,200bhp και μέγιστη ταχύτητα 50kts. Έφεραν ένα διπλό αντιαεροπορικό πυροβόλο των 25mm στην πρύμη και δύο τορπιλοσωλήνες των 18in. Δεν είχαν ονόματα αλλά τους κωδικούς από «Τ1» έως και «Τ6» (Σημ. 30)
Η αναφορά αυτή στις κυπριακές τορπιλακάτους δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε ένα απλό πρελούδιο. Οι έξι αυτές τορπιλάκατοι υπήρξαν το μεγάλο σχολείο για τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς που επάνδρωσαν τις πρώτες, μετά από 26 χρόνια, τορπιλακάτους που απέκτησε το Ναυτικό. Αλλά αυτά τα σκάφη είχαν μια ακόμα πρωτιά. Ήσαν τα πρώτα πολεμικά που αγόραζε μετά από 30 χρόνια η Ελλάδα.
Η απόφαση για αγορά τορπιλακάτων δεν ήταν άσχετη με τα όσα συνέβαιναν σε άλλα ναυτικά. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 στα ναυπηγεία Lurssen της Δ. Γερμανίας, ναυπηγούνται τορπιλάκατοι για το επανιδρυθέν ναυτικό εκείνης της χώρας. Η Μ. Βρετανία δεν έπαψε να πειραματίζεται με τα Fast Patrol Boats ή FPB (Σημ. 31) όπως συνήθιζαν να τα αποκαλούν.
Η Νορβηγία, χώρα με μεγάλη ναυτική παράδοση και εκτεταμένες ακτές, άρχισε να ναυπηγεί τορπιλακάτους. Και βέβαια δεν είχε περάσει απαρατήρητο ότι η Σοβιετική Ένωση ναυπηγούσε, σε πολύ μεγάλους αριθμούς, τέτοια πλοία. Η περίπτωση της Κύπρου είναι απλώς ενδεικτική. Μέσα σε αυτό το κλίμα λοιπόν η Ελλάδα παράγγειλε, στις αρχές του 1966, στα ναυπηγεία Batservis, στο Mandal (Σημ. 32) της Νορβηγίας έξι τορπιλακάτους τύπου «Τjeld» ή «Νasty» όπως έγιναν γνωστότερες. Τα στοιχεία τους ήσαν τα εξής: Εκτόπισμα 69t ή 76t με πλήρη φόρτο. Μήκος 24.54m, πλάτος 7.50m και βύθισμα 2.10m.
Έφεραν δύο μηχανές Napier Deltic με ισχύ 3,100bhp, που έδιναν μέγιστη ταχύτητα 41kts. Τον οπλισμό τους αποτελούσαν τέσσερις τορπιλοσωλήνες των 21in και δύο πυροβόλα Bofors των 40mm. Το πλήρωμά τους ταν 22 άτομα.
Πήραν ονόματα αστερισών που, κατά τη σειρά παραλαβής τους ήσαν: «Ανδρομέδα»(Ρ21), «Ηνίοχος»(Ρ22), «Κάστωρ»(Ρ23), «Κύκνος»(Ρ24), «Πήγασος»(Ρ25) και «Τοξότης»(Ρ26). Τις δύο πρώτες τις παρέλαβαν στο Mandal, στις 21 Νοεμβρίου 1966, οι Υποπλοίαρχοι Ι. Θεοφιλόπουλος και Γρ. Δεμέστιχας αντιστοίχως. Ενα μήνα αργότερα, στις 21 Δεκεμβρίου, τα δύο πλοία αναχώρησαν για το Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, όπου έφθασαν στις 6 Φεβρουαρίου του 1967. Αν κοιτάξουμε τον χάρτη και αν πάρουμε υπόψη μας την εποχή του έτους που έγινε αυτό το ταξίδι καθώς και το μέγεθος των πλοίων, τότε θα έχουμε καταλάβει πολλά για τις ικανότητες των ανθρώπων του Ναυτικού μας.
Οι υπόλοιπες τέσσερις μεταφέρθηκαν με το «Ναυκρατούσα» (Σημ 33). Για τους συλλέκτες στοιχείων να πούμε τις ημερομηνίες ένταξης και τους πρώτους τους κυβερνήτες, που με τη σειρά που τις αναφέραμε, ήταν: 16.2.1967, Υποπλοίαρχος Ε. Καναβαριώτης. 25.2.1967, Υποπλοίαρχος Ι. Νυδριώτης. 12.4.1967, Υποπλοίαρχος Κ. Γκιτάκος και 31.5.1967, Υποπλοίαρχος Ν. Μπέτσης. Εν τω μεταξύ είχε ιδρυθεί, στις 26 Νοεμβρίου του 1966, ο «Στολίσκος Ταχέων Σκαφών» που έμεινε γνωστός ως ΣΤΑΣ.
Υπαγόταν στον Αρχηγό Αιγαίου Πελάγους (Σημ 34) και η έδρα του ήταν, εκεί όπου είναι και σήμερα, στην Αμφιάλη, δίπλα στο Κέντρο Εκπαίδευσης Κανελόπουλος. Πρώτος διοικητής ορίσθηκε ο Αντιπλοίαρχος Γ. Δημητρόπουλος, που είχε «σπουδάσει» (Σημ 35) τις τορπιλακάτους ως Ναυτικός Διοικητής Κύπρου.
Πάντοτε η εισαγωγή ενός νέου όπλου δημιουργεί προβλήματα στο στρατιωτικό οργανισμό που τα εντάσσει στη δομή του. Οι τορπιλάκατοι δεν αποτέλεσαν εξαίρεση για το Ελληνικό Ναυτικό. Οι επικεφαλής του, έχοντας συνηθίσει να χρησιμοποιούν άλλα πλοία και τακτικές, δυσκολεύονταν να αντιληφθούν τις δυνατότητες, τις ικανότητες και τους περιορισμούς των τορπιλακάτων. Έτσι, κατά την περίοδο της «προσαρμογής» σημειώθηκε και το πρώτο ατύχημα με τορπιλάκατο.
Ήταν στις 20 Οκτωβρίου του 1968 όταν η «Ηνίοχος» είχε βγει στο Σαρωνικό για να ψάξει κάποιους ψαράδες που είχαν χαθεί στη θαλασσοταραχή που επικρατούσε. Αν οι υπεύθυνοι γνώριζαν τις ιδιομορφίες των τορπιλακάτων δε θα έδιναν ποτέ τέτοια διαταγή.
Η τορπιλάκατος όντας σκάφος χαμηλό δεν προσφέρει καθόλου καλή ορατότητα από τη γέφυρά της στην περίπτωση που υπάρχει μεγάλος κυματισμός. Κάτω από τέτοιες συνθήκες λοιπόν η «Ηνίοχος» προσέκρουσε στη νησίδα Δωρούσα που βρίσκεται πολύ κοντά στο νησί Αγκίστρι. Φυσικά καταστράφηκε, ήταν από μαόνι, χωρίς ευτυχώς θύματα.
Την ίδια χρονιά είχαν παραχωρηθεί από τη Δ. Γερμανία δύο άλλες τορπιλάκατοι. Η πρώτη παραλήφθηκε στο Portsmouth της Μ. Βρετανίας, στις 9 Ιουλίου 1968, από τον Υποπλοίαρχο Εμ. Ζαρόκωστα. Πήρε το όνομα «Αίολος»(Ρ19). Ως τότε ανήκε στο Ναυτικό της Δ. Γερμανίας και την έλεγαν «Ρfeil»(Ρ6193). Είχε ναυπηγηθεί το 1961 από τη Vosper στο Portsmouth και ήταν κλάσης «Ferocity». Είχε εκτόπισμα 75t κανονικό και 80t με πλήρη φόρτο.
Το μήκος της ήταν 28,95m, το πλάτος 7,28m και το βύθισμα 1,98m. Έφερε δύο μηχανές Bristol Siddeley Marine Proteus ισχύος 8,500bhp, που έδιναν μέγιστη ταχύτητα 50kts. Το πλοίο αυτό ήταν το πρώτο με μηχανές αεροστροβίλων που αποκτούσε το Ναυτικό. Έφερε τέσσερις αφετήρες τορπιλών των 21in και δύο πυροβόλα Bofors των 40mm.
Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου, παραλήφθηκε στην Αμφιάλη η δεύτερη, από τον Υποπλοίαρχο Ι. Λαφογιάννη. Ήταν παρόμοια με την πρώτη. Είχε τον ίδιο οπλισμό αλλά ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από αυτήν. Να τα σημεία που διέφερε: Το εκτόπισμά της ήταν 95/110t. Είχε μήκος 30,17m, πλάτος 7,62m και βύθισμα 2,13m.
Είχε τρεις μηχανές Bristol Siddeley Marine Proteus πράγμα που ανέβαζε τη συνολική ισχύ στους 12,750bhp και την ταχύτητα στους 55,5kts. Είχε ναυπηγηθεί, το 1962, και αυτή από τη Vosper και ήταν της κλάσης «Βrave». Στο γερμανικό ναυτικό έφερε το όνομα «Stahl|» (Ρ6194) ενώ εδώ πήρε το όνομα «Αστραπή»(Ρ20), που σίγουρα της πήγαινε «γάντι».
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου, άλλες δύο πυραυλάκατοι παρελήφθησαν στην Αμφιάλη, ενώ μία ακόμα στις 27 του ίδιου μήνα. Ο κύκλος των παραλαβών έκλεισε στις 17 Δεκεμβρίου του 1968 με τις δύο τελευταίες. Όλες ήταν γερμανικές, κατασκευασμένες στα ναυπηγεία Lurssen και κλάσης «Μoewe». Το εκτόπισμά τους ήταν 119/155t.
Είχαν μήκος 35,39m, πλάτος 5,9m και βύθισμα 1,80m. Είχαν τρεις μηχανές Mercedes Benz με ισχύ 9,000bhp και μέγιστη ταχύτητα 38kts. Έφεραν δύο τορπιλοσωλήνες των 21in, ένα πυροβόλο Bofors των 40mm και ένα διπλό Rheinmetal των 20mm. Στη Δ. Γερμανία τις έλεγαν Wildschwan, Eismoewe, Raubmoewe, Stilbermoewe και Surmmoewe.
Εδώ τις βάφτισαν «Πολυδεύκης»(Ρ18), «Φοίνιξ»(Ρ27), «Πολικός»(Ρ17), «Δράκων»(Ρ16) και «Δελφίν»(Ρ15), δηλαδή είχαμε και πάλι αστερισμούς. Κυβερνήτες τους ήταν αντίστοιχα οι Υποπλοίαρχοι Αγ. Χρυσικόπουλος, Γ. Σκέντζος, Γ. Τόγκας, K. Δημητριάδης και Ν. Παπαδόγκωνας.
Πιο πάνω υπαινιχθήκαμε τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν αυτοί που επάνδρωναν τις τορπιλακάτους και τον ΣΤΑΣ. Όπως όμως αποδείχθηκε δεν ήταν μόνο «σκληρά καρύδια» που ξεπέρασαν αυτές τις δυσκολίες αλλά είχαν και ιδιαίτερες ικανότητες. Ικανότητες που τους επέτρεψαν να πείσουν, σε μικρό χρονικό διάστημα, τους… από πάνω ότι τα πλοία του ΣΤΑΣ μπορούσαν να παίξουν αποφασιστικό ρόλο σε μια μελλοντική σύγκρουση.
Έτσι δε θα πρέπει να μας φανεί και τόσο παράξενο το ότι η Ελλάδα παράγγειλε, στα τέλη του 1968, στα ναυπηγεία Constructions Mecaniques de Normandie, γνωστότερα ως CMN , του Cherbourg (Σημ. 36), τέσσερα σκάφη που κανένας δεν είχε τολμήσει να παραγγείλει ως τότε. Οι Γάλλοι τα χαρακτήριζαν ως «vedette», που σε μας αντιστοιχεί με το «φυλακίδα» (Σημ. 37).
Όμως ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ήταν καθόλου ακριβής. Αδικούσε καταφανώς τα εν λόγω πλοία και παραπλανούσε όσο δεν παίρνει τους περί το ναυτικό πόλεμο ασχολούμενους. Αλλά η μεγαλύτερη πρωτοτυπία τους ήταν ο κύριος οπλισμός τους. Τέσσερα βλήματα επιφανείας-επιφανείας. Το όνομα της κλάσης τους ήταν «Combattante ΙΙ».
Έχουν εκτόπισμα 234/255t, μήκος 47m, πλάτος 7,1m και βύθισμα 2,5m. Οι τέσσερις μηχανές MTU (Mercedes δηλαδή) τους δίνουν ισχύ 12,000bhp και μέγιστη ταχύτητα 36,5kts. Είναι οπλισμένες με δύο δίδυμα πυροβόλα Oerlikon των 35mm, τέσσερις πυραύλους επιφανείας-επιφανείας Aerospatiale MM 38 Exocet και δύο τορπιλοσωλήνες με τορπίλες AEG SST-4 των 21in.  ΠΠ ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ P-196 (Πρώην P-21)

ΠΠ ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ P-196 (Πρώην P-21)

Στις 7 Ιουλίου 1970 ιδρύθηκε το Ναυτικό Κλιμάκιο Χερβούργου. Ήταν η διοικητική μονάδα όπου υπάγονταν το προσωπικό του Ναυτικού που παρακολουθούσε τη ναυπήγηση και θα παραλάμβανε τα νέα πλοία.
Τα νέα πλοία που το Ναυτικό τα χαρακτήριζε ως Ταχέα Περιπολικά Κατευθυνομένων Βλημάτων, ΤΠΚ (Σημ. 38) για συντομία, αποκαλούσαν και αποκαλούν όλοι: Πυραυλάκατους. Την πρώτη την παράλαβε ο Πλωτάρχης Ν. Παπαδόγκωνας την τελευταία ημέρα του 1971. Στην Αμφιάλη κατέπλευσε στις 2 Φεβρουαρίου του 1972 (Σημ. 39). Το όνομά της ήταν «Κυμοθόη» και ο αριθμός της Ρ53. Ακολούθησε στις 12 Ιανουαρίου του 1972 μια άλλη αρχαία νύμφη. Η «Καλυψώ»(Ρ54) που είχε κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Γ. Τόγκα και ημερομηνία άφιξης στην Ελλάδα την Πρωτομαγιά του 72. Μετά, στις 23.3.72, ήταν η σειρά του Πλωτάρχη Α. Αναγνωστόπουλου να παραλάβει την «Ευνίκη»(Ρ56), που ήλθε στις 9 Ιουλίου.
Ο Πλωτάρχης Ι. Θεοφιλόπουλος στις 25.5.72 παρέλαβε τη «Ναυσιθόη»(Ρ55) που έδεσε στην Αμφιάλη την 1η Αυγούστου του 1972. Η παραγγελία είχε ολοκληρωθεί.
Τώρα, αν πούμε ότι όλοι «έπεσαν με τα μούτρα» στη δουλειά, δε θα «κομίσουμε γλαύκαν εις Αθήνας» σίγουρα. Θα το αναφέρουμε απλώς ως ένα γεγονός μάλλον αναμενόμενο από την προϊστορία του ΣΤΑΣ. Ο ταχύς όμως ρυθμός της ενσωμάτωσης των νέων οπλικών συστημάτων δέχθηκε σοβαρό πλήγμα στα τέλη Μαΐου του 1973.
Η αποκάλυψη του «Κινήματος του Ναυτικού» αφενός έσωσε τη Δικτατορία, αφετέρου όμως στέρησε το Ναυτικό από έμπειρα στελέχη και αποδεκάτισε τον ΣΤΑΣ που αποκλήθηκε «σφηκοφωλιά» (Σημ 40). Στις 21 Μαρτίου του 1974 παροπλίσθηκαν οι πέντε τορπιλάκατοι κλάσης Moewe. Με την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο θα φανεί σε όλο του το τραγικό μεγαλείο το πνεύμα των ανθρώπων των τορπιλακάτων.
Οι κυπριακές τορπιλάκατοι Τ3 και Τ1 θα είναι οι πρώτες μονάδες που θα κινηθούν να αποκρούσουν τον τούρκο εισβολέα. Ο Υποπλοίαρχος Ελευθέριος Τσομάκης, κυβερνήτης της Τ3 και Ναυτικός Διοικητής Κυρήνειας δε θα διστάσει να επιτεθεί στον τουρκικό στόλο, αν και γνώριζε πολύ καλά πού θα κατέληγε η επίθεσή του. Πολύ σύντομα μετά τον απόπλου τους θα δεχθούν βολές από αεροπλάνα. Η Τ1 θα πάθει ζημιές και θα προσπαθήσει να φθάσει στην ακτή. Η Τ3 θα συνεχίσει το δρόμο της. Δε θα προχωρήσει πολύ.
Τα αεροπλάνα θα την πετύχουν και θα εκραγεί. Θα χαθούν όλοι οι επιβαίνοντες εκτός από τον Αρχικελευστή Διονύσιο Μαγέτο που θα καταφέρει να φθάσει στη στεριά βαριά πληγωμένος. Ο Ελευθέριος Τσομάκης και το πλήρωμά του δεν είχαν τιμήσει απλώς τις παραδόσεις του Ναυτικού και τον όρκο τους, είχαν δείξει πως η θυσία αξίζει κάποτε περισσότερο από την ίδια τη ζωή.
Μετά την πτώση της Δικτατορίας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ο ΣΤΑΣ άρχισε και πάλι να αναπτύσσεται. Στις 25 Ιουνίου του 1975 το Ναυτικό παραλαμβάνει το περιπολικό, ΠΠ στην ορολογία του, «Γουλανδρής Ι»(Ρ22), που ήταν δωρεά των ναυπηγείων «Νεώρειον Σύρου». Είχε εκτόπισμα 40t, μήκος 24m, δύο μηχανές MTU που του έδιναν μέγιστη ταχύτητα 26kts.
Ήταν οπλισμένο με ένα πυροβόλο των 20mm. Στις 28.7.75 ο Υποπλοίαρχος Π. Μιχούδης παραλαμβάνει, στα ναυπηγεία Chantiers Naval de l’ Esterel, στις Κάννες, ένα άλλο περιπολικό. Το όνομά του «Κελευστής Στάμου» (Ρ28). Το εκτόπισμά του 80t. Είχε μήκος 32m, πλάτος 5,75m και βύθισμα 1,55m.
Με τις δύο μηχανές MTU ,1350bhp η κάθε μία, μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα 29 kts. Στον οπλισμό του συμπεριλαμβάνονταν τέσσερα βλήματα επιφανείας-επιφανείας SS12, ένα πυροβόλο Bofors των 40mm και ένα Rheinmetal των 20mm. Ο Υποπλοίαρχος Ε. Σεραφειμίδης θα παραλάβει στις Κάννες πάντα ένα όμοιο σκάφος. Το «Δίοπος Αντωνίου»(Ρ29). Ο ΣΤΑΣ θα δεχθεί άλλη μία δωρεά. Θα είναι το περιπολικό «Παναγόπουλος Ι»(Ρ61), που πήρε το όνομά του από τον Ε. Παναγόπουλο που το σχεδίασε, το κατασκεύασε, στις ΗΠΑ όπου ζούσε, και το πρόσφερε στο Ναυτικό.
Ήταν ένα μάλλον παράξενο στην όψη σκάφος με εκτόπισμα 35t, μήκος 23m, πλάτος 5m και βύθισμα 0,97m. Είχε δύο μηχανές MTU με ισχύ 3,060bhp και ταχύτητα 38kts. Ο οπλισμός του ήταν δύο εξαπλές συστοιχίες ΠΑΟ των 106mm και ένα πολυβόλο των 12,7mm.
Στις 13 Ιανουαρίου 1976 (μάλλον δεν ήταν προληπτικοί) ενεργοποιήθηκε και πάλι το Ναυτικό Κλιμάκιο Χερβούργου. Ο λόγος απλούστατος. Η Ελλάδα είχε παραγγείλει τέσσερις νέες πυραυλάκατους.
Τη φορά αυτή ήταν «Combattante ΙΙΙ» και είχαν τις εξής διαφορές από τις «ΙΙ». Το εκτόπισμα είναι τώρα 359/425t. Το μήκος 56,2m, το πλάτος 8m και το βύθισμα 2,1m. Έχουν τέσσερις μηχανές MTU με συνολική ισχύ 20,800shp και μέγιστη ταχύτητα 36kts. Είναι οπλισμένες με τέσσερα βλήματα Exocet MM 38, δύο πυροβόλα OTO Melara των 3in, δύο δίδυμα πυροβόλα EMERLEC των 30mm και δύο τορπιλοσωλήνες τορπιλών AEG SST-4 των 21in. Λίγο πριν αρχίσουν οι παραλαβές τους, στην Ελλάδα οι «Combattante ΙΙ» αλλάζουν ονόματα. Η «Κυμοθόη» γίνεται «Υποπλοίαρχος Κονίδης»(Ρ16). Η «Καλυψώ» μετονομάζεται «Υποπλοίαρχος Μπάτσης»(Ρ17).
Η «Ευνίκη» θα γίνει «Υποπλοίαρχος Αρλιώτης»(Ρ15). Τέλος «Υποπλοίαρχος Αννινος» (Ρ14) (Σημ. 41) θα είναι η πρώην «Ναυσιθόη». Ωραία και ποιητικότατα τα ονόματα των νυμφών αλλά πρέπει να τιμώνται και οι πεσόντες. Ήταν 6 Ιουλίου του 1976 όταν παραλήφθηκε από τον Πλωτάρχη Μ. Λογοθέτη η «Αντιπλοίαρχος Λάσκος»(Ρ20).
Θα ακολουθήσει στις 10 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς η «Πλωτάρχης Μπλέσσας»(Ρ21), από τον Πλωτάρχη Ι. Βουραζέρη. Στις 25 Ιανουαρίου 1977 ο Πλωτάρχης Ι. Ζωγράφος παρέλαβε την «Υποπλοίαρχος Τρουπάκης»(Ρ22). Οι παραλαβές τελείωσαν στις 5.5.77 όταν ο Πλωτάρχης Λ. Παληογιώργος, ο σημερινός Α/ΓΕΝ, παράλαβε την «Υποπλοίαρχος Μυκόνιος»(Ρ23). Λίγο μετά την ίδρυση του ΝΚΧ, στις 6 Μαρτίου 1976 δημιουργήθηκε το Ναυτικό Κλιμάκιο Κιέλου.
Η Δ. Γερμανία είχε παραχωρήσει δέκα τορπιλακάτους κλάσης «Jaguar, Klasse 141-Type 55». Οι τρεις χρησιμοποιήθηκαν ως ανταλλακτικά ενώ οι υπόλοιπες επτά εντάχθηκαν στο Ναυτικό. Στις 13 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς παραδόθηκαν: Η «Καταιγίς»(Ρ51), πρώην «Falka»(Ρ6072) στον Πλωτάρχη Ε. Ξενάκη.
Η «Τυφών»(Ρ56), πρώην «Geier»(Ρ6073), στον Υποπλοίαρχο Γ. Ιωαννίδη και η «Κυκλών» (Ρ53), πρώην «Greif»(R6071) στον Πλωτάρχη Δ. Καλέργη. Θα μεταφερθούν με πλοίο στην Ελλάδα και θα παραληφθούν, στις 24.3.77, οι: «Έσπερος» (Ρ50), πρώην «Seeadler»(Ρ6068), από τον Υποπλοίαρχο Κ. Χαρπαντίδη και «Λαίλαψ»(Ρ54), πρώην «Κondor»(Ρ6070) από τον Υποπλοίαρχο Α. Κουτσοτόλη. Θα ακολουθήσουν στις 21.5.77 η «Σκορπιός»(Ρ55), πρώην «Κormoran»(Ρ6077), από τον Υποπλοίαρχο Α. Κοντό και Κενταυρος»(Ρ52), πρώην «Ηabicht»(Ρ6075), από τον Υποπλοίαρχο Δ. Κρυστάλλη.
Έσπερος P-50

Τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά είναι: Εκτόπισμα 160/190t, μήκος 42,5m, πλάτος 7,2m και βύθισμα 2,4m. Έχουν 4 μηχανές Maybach των 14,400bhp και ταχύτητα 42kts. Φέρουν δύο πυροβόλα Bofors των 40mm και τέσσερις τορπιλοσωλήνες των 21in. Στις 25.4.77 μια ακόμη δωρεά του «Νεώρειον Σύρου», το «Γουλανδρής» ΙΙ(Ρ290), θα ενταχθεί στο Ναυτικό.
Λαίλαψ P-54

Ήταν αδελφό με το ομώνυμό του. Τόσο πολλά σκάφη που είχαν μαζευτεί στον ΣΤΑΣ επέβαλαν και την αναδιοργάνωσή του. Έτσι στις 18.7.1977 οργανώθηκε σε τρεις μοίρες. Η μία περιλάμβανε όλες τις τορπιλακάτους. Η άλλη τις πυραυλακάτους Combattante III, και η τρίτη τις Combattante II.
Τα περιπολικά υπάγονταν κατευθείαν στο Διοικητή του ΣΤΑΣ. Λίγο πιο πριν όμως, στις 30 Απριλίου, είχε υπογραφεί μια σύμβαση ανάμεσα στο Ναυτικό και τα «Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ» του Σκαραμαγκά, για τη ναυπήγηση έξι πυραυλακάτων Combattante ΙΙΙΒ. Οι διαφορές τους από τις άλλες Combattante ΙΙΙ έγκεινται στο εκτόπισμά τους που είναι 329/429, την ισχύ των μηχανών 15,000shp, την ταχύτητα 32.5kts και βέβαια στους έξι πυραύλους Kongsberg Penguin Mk2 αντί των τεσσάρων Exocet MM 38.
Οι παραλαβές θα γίνουν με την ακόλουθη σειρά: Στις 14.7.80 της «Σημαιοφόρος Καβαλούδης»(Ρ24) από τον Πλωτάρχη Ν. Κατσαρό. Στις 9.9.80 της «Ανθυποπλοίαρχος Κωστάκος»(Ρ25) από τον Πλωτάρχη Ι. Ιωάννου. Στις 11.11.80 ο Πλωτάρχης Ε. Ραπαντζίκος θα παραλάβει την «Υποπλοίαρχος Ντεγιάννης»(Ρ26). Ο Πλωτάρχης Δ. Μαγιάτης παραλαμβάνει τη «Σημαιοφόρος Ξένος»(Ρ27) στις 24.3.81. Θα ακολουθήσει η «Σημαιοφόρος Σιμιτζόπουλος»(Ρ28) από τον Πλωτάρχη Χ. Καζάζη για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα με την παράδοση της «Σημαιοφόρος Σταράκης»(Ρ29) στον Πλωτάρχη Μ. Μωραϊτάκη στις 12.10.81.
Εν τω μεταξύ μέσα στο 1978 είχε ολοκληρωθεί μια ακόμα σύμβαση ανάμεσα στο Ναυτικό και τα «Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ». Αφορούσε την κατασκευή τριών σκαφών κλάσης «Αbeking/Rasmussen» που χαρακτηρίζονται ως Αεροναυαγοσωστικά.
Έχουν εκτόπισμα 74.5/86t, μήκος 29m, πλάτος 5m, βύθισμα 1,7m, 2 μηχανές MTU των 2664bhp, ταχύτητα 27kts και οπλισμό δύο πυροβόλα Oerlikon των 20mm. Τα ονόματά τους είναι: «Δήλος»(Ρ267), «Κνωσσός»(Ρ268) και «Λίνδος»(Ρ269). Εντάχθηκαν στο Ναυτικό, αντιστοίχως, στις 28.2.78, 1.11.78 και 25.4.78.
Από τις 24 Απριλίου 1980 ο ΣΤΑΣ είχε αλλάξει όνομα. Με Προεδρικό Διάταγμα ονομάζεται Διοίκηση Ταχέων Σκαφών ή ΔΤΣ. Αυτή δεν είναι και η μόνη διοικητική αλλαγή. Από τις 9.7.1981 οι ελληνικής κατασκευής πυραυλάκατοι θα αποτελούν την τρίτη μοίρα πυραυλακάτων. Μέσα στο 1981 ο Ε. Παναγόπουλος θα δωρήσει δύο ακόμα σκάφη στο Ναυτικό. Θα πάρουν τα ονόματα «Παναγόπουλος ΙΙ»(Ρ70) και «Παναγόπουλος ΙΙΙ»(Ρ96). Ήταν τα ίδια με τα προηγούμενα και κατασκευάστηκαν στα «Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ».
Στις 23 Ιανουαρίου 1982 έχουμε την ένταξη της δωρεάς του ναυπηγείου Ζέης. Πρόκειται για το περιπολικό «Αρχικελευστής Αγάθος»(Ρ231) εκτοπίσματος 40t, ταχύτητας 24kts, που φέρει δύο τετραπλές συστοιχίες ΠΑΟ των 106mm. Τον Ιούνιο του 1990 εντάχθηκαν στη δύναμη του ΔΤΣ, δύο κανονιοφόροι κλάσης «Αsheville».
Πρόκειται για την «Ορμή» (Ρ229), πρώην «Βeacon» (PG99) και «Τόλμη»(Ρ230), πρώην «Green Βay»(ΡG101). Τα δύο αυτά πλοία παραχωρήθηκαν από το US Navy και ναυπηγήθηκαν το 1969. Έχουν εκτόπισμα 225/240t. Μήκος 50,14m, πλάτος 7,28m και βύθισμα 2,90m. Τα κινούν δύο μηχανές diesel των 1,450bhp και έχουν μέγιστη ταχύτητα 16kts. Φέρουν ένα πυροβόλο των 3in και ένα Bofors των 40mm. Πάντα το 1990 το Ναυτικό παρέλαβε δύο κανονιοφόρους που κατασκευάσθηκαν στα «Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ».
Στις 9 Μαρτίου την «Αρματωλός»(Ρ18) και στις 15 Ιουλίου τη «Ναυμάχος»(Ρ19). Είναι κλάσης «Οsprey 55» και έχουν εκτόπισμα 515t. Μήκος 54,75m, πλάτος 10,50m και βύθισμα 2,55m. Διαθέτουν δύο μηχανές MTU των 9,870bhp που τους δίνουν μέγιστη ταχύτητα 24,7kts.
Κ/Φ ΑΡΜΑΤΩΛΟΣ (Ρ 18)

Κ/Φ ΝΑΥΜΑΧΟΣ (Ρ 19)

Φέρουν ένα πυροβόλο OTO Melara των 3in, ένα Bofors των 40mm και δύο πυροβόλα Rheinmetal των 20mm. Η επιτυχία αυτών των δύο οδήγησε στη ναυπήγηση δύο ελαφρώς μεγαλύτερων σκαφών που έχουν τον ίδιο οπλισμό αλλά εκτόπισμα 550t, μήκος 56,5m, πλάτος 10m και βύθισμα 3,5m. Δύο μηχανές Wartsila των 9,200bhp και ταχύτητα 24kts.
Η κλάση του είναι «ΗSΥ 55» και τα ονόματά τους «Πυρπολητής» (Ρ57) και «Πολεμιστής» (Ρ61). Η πρώτη εντάχθηκε στις 4.5.93 και η δεύτερη το 1994. Στις 18 Φεβρουαρίου του 1994 εντάχθηκαν δύο γερμανικές πυραυλάκατοι κλάσης «Τype 148». Ήταν η «Υποπλοίαρχος Βότσης»(Ρ72) (Σημ. 42) πρώην «Storch» (Ρ6152) και «Αντιπλοίαρχος Πεζόπουλος» (Ρ73), πρώην «Ιltis»(Ρ6142). Ακολούθησαν άλλες δύο στις 28 Απριλίου 1995.
Η «Πλωτάρχης Βλαχάβας»(Ρ74), πρώην «Μarder»(Ρ6144) και «Πλωτάρχης Μαριδάκης»(Ρ75), πρώην «Ηaher»(Ρ6151). Τα σκάφη αυτά έχουν εκτόπισμα 234/264t, μήκος 47m, πλάτος 7,1m και βύθισμα 2,66m. Τέσσερις μηχανές MTU των 8940bhp και ταχύτητα 36kts. Φέρουν ένα πυροβόλο OTO Melara των 3in και ένα Bofors των 40mm. Οι δύο πρώτες είναι εξοπλισμένες με τέσσερις Exocet MM 38, ενώ οι άλλες δύο με τέσσερις Harpoon.
Τριάντα ένα χρόνια μετά την ίδρυσή της η Διοίκηση Ταχέων Σκαφών θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες διοικήσεις του Στόλου, με προσωπικό άκρως εξειδικευμένο και αξιόμαχο. Τα πλοία της διαθέτουν τα πιο σύγχρονα όπλα και τα πληρώματά τους, όπως έχουν δείξει, γνωρίζουν να τα χειρίζονται άριστα.
Οι άνθρωποι της ΔΤΣ είναι υπερήφανοι για την υψηλή τους επιστημονική κατάρτιση και τη ναυτοσύνη τους. Η πρώτη είναι αποτέλεσμα της ανάγκης να μπορούν να χειρίζονται τα οπλικά συστήματα που έχουν στη διάθεσή τους. Η δεύτερη είναι απόρροια της πείρας που αποκτούν διατρέχοντας τις ελληνικές θάλασσες με οποιονδήποτε καιρό.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω, εκ μέρους όλων όσων επισκεφθήκαμε τη ΔΤΣ, τον Αντιπλοίαρχο Δημήτριο Λαϊνά, Επιστολέα της ΔΤΣ. Τον Πλωτάρχη Νικόλαο Μπισμπικόπουλο, κυβερνήτη της ΤΠΚ «Μαριδάκης».
Τον Πλωτάρχη Δημήτριο Βουραζέλη, κυβερνήτη της ΤΠΚ «Ντεγιάννης», όπως και τον Υποπλοίαρχο Παναγιώτη Σταυριανάκο και τον Ανθυποπλοίαρχο Γιάννη Χάψη, Α Μηχανικό και Ύπαρχο αντίστοιχα της ΤΠΚ «Ντεγιάννης». Η φιλοξενία τους ήταν κάτι παραπάνω από υποδειγματική.
Θα ήθελα ακόμα να ευχαριστήσω το Ναύαρχο Αγγελο Χρυσικόπουλο. Οι πληροφορίες του ήταν πολύτιμες. Τον κ. Δημήτριο Τσομάκη. Τις κκ Χρυάσνθη Αλαφασού, Κάτια Κρανιώτου και Κατερίνα Μολφέτα από το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας. Τέλος, το φίλο Γιάννη Τρυπίτση. Χωρίς τη βοήθειά τους το άρθρο αυτό θα ήταν ελλιπές.
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Ατμοκίνητη θωρακισμένη κανονιοφόρος. Τα πλοία αυτά υπήρξαν πρόγονοι των θωρηκτών. Εμφανίσθηκαν περί το 1840 ενώ τα τελευταία από αυτά επέζησαν ως τις αρχές του αιώνα μας.
  2. Ατμόπλοιο ναυπήγησης 1864, εκτοπίσματος 1950t, μήκους 91m και ταχύτητας 11kts. Λίγα χρόνια μετά μετασκευάσθηκε σε οπλιταγωγό και πήρε το όνομα «Μπουμπουλίνα». Το 1895 έγινε νέα μετασκευή, σε βασιλική θαλαμηγό, και μετονομασία σε «Αμφιτρίτη». Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε ως το 1917. Στη συνέχεια είχε διάφορες χρήσεις. Βυθίσθηκε τον Απρίλιο του 1941 στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας ύστερα από βομβαρδισμό της Luftwaffe.
  3. Ναύκλαστρο. Από το ναυς(πλοίο) + κλαίω(σπάω) ήτοι αυτό που προκαλεί ρήγμα σε πλοία.
  4. Τα «Ναυπηγεία Βασιλειάδη» βρίσκονταν στον προλιμένα του Πειραιά, στην πλευρά της Δραπετσώνας, εκεί όπου αργότερα έγινε η φορτοταινία των Λιπασμάτων. Πολλοί σύγχρονοι τα συγχέουν με τις υπάρχουσες μόνιμες δεξαμενές του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, που βρίσκονται στην Κρεμυδαρού. Τίποτε πιο λανθασμένο.
  5. Αρχιπλοιάρχου ΠΝ Κ. Παϊζη-Παραδέλη. ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ 1830-1979. Έκδοσις Γενικού Επιτελείου Ναυτικού. Σελ. 53.
  6. 22 Μαρτίου με το σημερινό (Γρηγοριανό) ημερολόγιο.
  7. Αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ακριβείς θα πρέπει να νεολογίσουμε(!) και να τους ονομάσουμε «τορπιλοαύλακες», γιατί ήταν αύλακες και όχι σωλήνες. Καλύτερα όμως να μην προσπαθούμε να δημιουργούμε ονοματολόγιο ύστερα από 117 χρόνια.
  8. Χρησιμοποιούμε τα διεθνή σύμβολα για τα μέτρα (m), τους τόνους (t), ίππους (hp), τους κόμβους (Kts) και τις ίντσες (in), επειδή αυτός είναι σωστός τρόπος.
  9. Πρόκειται για το δεύτερο πλοίο, και αυτό τορπιλοβόλο, με αυτό το όνομα. Έτσι συμπεραίνουμε ότι το τορπιλοβόλο που είχε αγορασθεί το 1873 και έφερε το όνομα «Χίος» είχε παροπλισθεί το 1881.
  10. 1pdr = 1 pounder. Βρετανικός τρόπος κατάταξης πυροβόλων ανάλογα με το βάρος του βλήματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το βλήμα είχε βάρος 1 pound. Το pound το ξέρουμε και ως libra. 1pnd ή 1lb. ισοδυναμεί με 453.6g.
  11. Εξελληνισμένη ονομασία της πολωνικής πόλης Szczecin (Στσέτσιν). Ως το 1945 ανήκε στη Γερμανία και λεγόταν Stettin (Στέτιν).
  12. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε το βιβλίο του Χρήστου Ζ. Σαζανίδη. ΤΑΟΠΛΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. Μια μελέτη του φορητού οπλισμού των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και Ανταρτικών σωμάτων (1821-1992). Θεσσαλονίκη 1995. Σελ.253.
  13. «Αετός», «Ιέραξ», «Λέων» και «Πάνθηρ». Είχαν εκτόπισμα πλήρους φόρτου 1175t και μήκος 89,4m.
  14. Katerin δεν είναι άλλη από την Κατερίνη, ενώ Selanik είναι η Θεσσαλονίκη.
  15. Ο Sir Winston Churchill είχε πει: «Πριν από τις εκλογές, κατά τον πόλεμο και μετά το κυνήγι, λέγονται τα μεγαλύτερα ψέματα», και σίγουρα κάτι ήξερε περισσότερο.
  16. 31 Οκτωβρίου με το σημερινό ημερολόγιο.
  17. (Ύδρα 1877 – Αθήνα 1931). Φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, ενώ την περίοδο 1904-1906 υπηρέτησε, αποσπασμένος για εκπαίδευση, στο Ναυτικό της Γαλλίας. Έγινε θρυλικός με τη βύθιση του «Feth-Ι-Βulend». Το 1920 ήταν Κυβερνήτης του «Κιλκίς» και από τον Ιανουάριο του 1921 ως το Φεβρουάριο του 1922, Ύπατος Αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν Κυβερνήτης του «Λήμνος». Παραιτήθηκε λίγο αργότερα και αποστρατεύθηκε ως Υποναύαρχος λόγω διαφωνίας του με την Επανάσταση του 1922.
  18. (Αθήνα 1888-Τσεσμέ 1922). Η έκφραση «βίος και πολιτεία» του ταιριάζει απόλυτα. Διάσημος για το θυελλώδη χαρακτήρα του και τις μονομαχίες(!) που είχε πάρει μέρος. Απότακτος την περίοδο 1917-1920, ως ένθερμος «βασιλικός», επανήλθε με την επιστροφή του Κωνσταντίνου. Σκοτώθηκε στις 4.9.1922 όντας Πλωτάρχης και κυβερνήτης του Α/Τ «Νίκη». Στεκόταν στη γέφυρα του πλοίου του και παρακολουθούσε την επιβίβαση των στρατιωτών στα οπλιταγωγά όταν τον βρήκε σφαίρα Τούρκου ανάμεσα στα μάτια.
  19. «…ανάπρωρον προς τον πνέοντα Μέσην» ήτοι: «στραμμένο προς τον ΒΑ άνεμο που φύσαγε».
  20. Όπως είπαμε και πιο πάνω, τότε έλεγαν και τις νάρκες τορπίλες.
  21. ΕΜΠΡΟΣ. Σάββατο 20 Οκτωβρίου 1912, σελ. 3.
  22. (Αθήνα 1871-1953). Αξιωματικός του Ναυτικού, πήρε το βαθμό του Υποναυάρχου, και πολιτικός. Βουλευτής Αττικοβοιωτίας, έγινε πολλές φορές υπουργός. Ήταν γνωστός με την προσωνυμία «Περιάκ», από τα αρχικά του, προκειμένου να τον διακρίνουν από το συνώνυμό του, βενιζελικό πολιτικό, Περικλή Αργυρόπουλο, που αποκαλούσαν «Πεπέ».
  23. Αλλο ένα ελληνικό όνομα σε τουρκικό πλοίο. Trabzon δεν είναι άλλη από την Τραπεζούντα.
  24. Σημερινή Rijeka της Κροατίας.
  25. MTB = Motor Torpedo Boat. Έτσι αποκαλούν οι Βρετανοί τις τορπιλακάτους.
  26. Εταιρία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας. Α.Γ. Σπανίδης. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ.
  27. Σπανίδης ο.π. Σελ.131.
  28. Σπανίδης ο.π. Σελ.132-133
  29. Νησάκι του Σαρωνικού απέναντι από τη Βουλιαγμένη.
  30. Μοναδική πηγή πληροφοριών για τις τορπιλακάτους αυτές και για όσα, πολλά και σημαντικά, έγιναν τη διετία 1965-1967, είναι το εξαιρετικό βιβλίο του Αντιναυάρχου Αγγελου Χρυσικόπουλου, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ, των εκδόσεων «Κορφή» και κεντρική διάθεση από το βιβλιοπωλείο Gutenberg, Σόλωνος 103, Αθήνα 10678.
  31. «Ταχύ Περιπολικό Σκάφος» μεταφράζεται στα Ελληνικά.
  32. Πόλη της Νορβηγίας, ίσως η νοτιότερή της, στα όρια της Β. Θάλασσας και του στενού του Σκάγκερακ.
  33. Το παλιό που δε διέθετε κατάστρωμα προσνήωσης ελικοπτέρων. Το «νέο», αυτό που υπάρχει ακόμα και σήμερα, είναι της ίδιας κλάσης και συνομήλικό του.
  34. Την εποχή εκείνη ο Στόλος ήταν χωρισμένος στα δύο. Ένα μέρος του, το μεγαλύτερο, υπαγόταν στον Υποναύαρχο που είχε έδρα τη Σούδα και τον τίτλο: Αρχηγός Κρητικού-Ιουνίου Πελάγους (ΑΚΙΠ). Ο υπόλοιπος ήταν στη Σαλαμίνα υπό τον Αρχηγό Αιγαίου Πελάγους (ΑΑΠ), επίσης Υποναύαρχο. Μια μάλλον ανορθόδοξη διοικητική διάρθρωση που κράτησε από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ως το 1969.
  35. Τα εισαγωγικά είναι μάλλον καταχρηστικά, αφού οι πολύτιμες εμπειρίες που αποκτήθηκαν στην Κύπρο δε μπορούσαν να αποκτηθούν ούτε με πολυετείς σπουδές.
  36. Δεν έχω καταλάβει γιατί, όταν οι Γάλλοι ονομάζουν μια πόλη τους Σερμπούργκ, εμείς θα πρέπει να τη λέμε Χερβούργο.
  37. Μικρό πλοίο με ελαφρύ οπλισμό με κύρια αποστολή τη φύλαξη λιμανιών, εγκαταστάσεων κ.λπ.
  38. Η έλλειψη του Β και η τάση προς την εύκολη λύση οδήγησε αρκετούς στο να τις αποκαλούν «Τορπιλοπυραυλακάτους».
  39. Και μη νομισθεί ότι έκανε 33 ημέρες ταξίδι για να φθάσει στην Ελλάδα… Αυτό κράτησε λίγες μόνο ημέρες. Τις υπόλοιπες έκανε δοκιμές στη Γαλλία.
  40. Αυτό το χαρακτηρισμό άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά να τον χρησιμοποιεί ανώτατος αξιωματικός, ένας από τους ελάχιστους οπαδούς της Δικτατορίας στο Ναυτικό, μιλώντας σε κάποιον άλλον.
  41. Η αλλαγή στους αριθμούς οφείλεται στην αλλαγή αρίθμησης των πλοίων από το ΝΑΤΟ. Επειδή το μπέρδεμα είναι γεγονός, στο εξής θα χρησιμοποιούμε τους σημερινούς αριθμούς. Αν κάποιος θελήσει να βρει τους παλιούς, σίγουρα δε θα κοπιάσει.
  42. Εδώ θα πρέπει το Ναυτικό να κάνει μια διόρθωση. Ο Νικόλαος Βότσης δε θα πρέπει να αναφέρεται ως Υποπλοίαρχος αλλά ως Υποναύαρχος, αφού με αυτό το βαθμό έφυγε από το Ναυτικό. Το μπέρδεμα αυτό γίνεται επειδή ήταν ο μόνος από τους τιμώμενους που είχε φυσικό θάνατο.

ΟΙ ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΑΧΕΩΝ ΣΚΑΦΩΝ Α/Κ Φαέθων 8.8.1964
Επίκουρος Σημαιοφόρος (Μ) Π. Χρυσούλης, Υποκελευστής Α‹ Μηχανικός Ν. Πανάγος Υποκελευστής Α‹ Πυροβολητής Σ. Αγάθος, Ναύτης Αρμενιστής Ν. Καπαδούκας, Ναύτης Νοσοκόμος Ν. Νιάφας, Ναύτης Μηχανικός Π. Θεοδωράτος
Τ3 20.7.1974
Υποπλοίαρχος Ε. Τσομάκης, Αρχικελευστής Μηχανικός Λ. Βιτουλαδίτης, Κελευστής Τορπιλιτής Κ. Καρέτσος
Κελευστής Ρ/Ε Ν. Δεριτσιώτης
Ναύτης Μηχανικός Ν. Στιβακτάς
Ναύτης Μηχανικός Ε. Κουτσουράδης
Ναύτης Χ. Καρεφυλλίδης
Ναύτης Φ. Φαλιέρος
Ναύτης Χ. Κεφαλωνίτης
 
ΤΠΚ Κωστάκος 30.10.1996
Ανθυπασπιστής ΗΝ/ΣΝ Κ. Κοκκίνης
Κελευστής ΗΝ/ΔΒ Α. Ασπρογέρακας
Κελευστής ΗΝ/ΔΒ Γ. Αναδρανιστάκης
Κελευστής Η/Τ Β. Μαυρογιώργος
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ΠΤΗΣΗ Τεύχος 143 – Φεβρουάριος 1997
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Most Popular