Στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Κορέας οι γιορτές έφεραν μια ατμόσφαιρα αναμονής. Εφημερίδες και ραδιοσταθμοί έλεγαν πως όλες οι πλευρές κατέβαλαν προσπάθειες να τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Όμως οι επιχειρήσεις συνεχιζόταν και τα μεταγωγικά αεροπλάνα έρχονταν και έφευγαν γεμάτα τραυματίες. Το βιβλίο-αναφορά του Ακριβού Τσολάκη «Κορέα» περιγράφει με γλαφυρό τρόπο πώς ήταν να περνάς τις ημέρες των γιορτών με τον εχθρό πολύ πιο κοντά απ’ ότι νόμιζες.
«Κάθε βράδυ ακουγόταν με τον ίδιο ρυθμό το πυροβολικό στο μέτωπο και οι Σμηναρχίες των F-84 σφυροκοπούσαν, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες, τους στόχους των οποίων την προτεραιότητα μεταφέραμε με το ταχυδρομείο κάθε βράδυ στ’ αεροδρόμιά τους… Το Κ-16 βουτηγμένο στο χιόνι παρουσίαζε βιβλικό τοπίο. Το μόνο σημάδι ζωής ήταν ο καπνός που μαύρος και πηχτός έβγαινε από τις καμινάδες των σκηνών… Πιο πάνω, στην πρώτη γραμμή, οι διπλοσκοπιές από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις, παγωμένοι από τους -25 βαθμούς Κελσίου, χτυπούσαν τα πόδια τους για να ζεσταθούν, ανθρώπινα όντα που τα χώριζε το μίσος χωρίς να γνωρίζονται.
Ο ποταμός Χαν, παγωμένος από καιρό, μόνο δυσάρεστες εκπλήξεις μας επεφύλασσε. Γιατί από καιρό σε καιρό, με την βοήθεια του σκοταδιού, γλυστρούσαν την νύχτα από πάνω του μερικοί αποφασισμένοι σαμποτέρ των Βορείων και έφθαναν ως τις σκηνές μας. Σκοπός τους ήταν να σκοτώσουν χωρίς να τους πάρουν είδηση όσους περισσότερους μπορούσαν χειριστές των Μοιρών του αεροδρομίου.
Επειδή πιο βολικές ήταν οι δικές μας σκηνές που είχαν σύνορα με το εξωτερικό συρματόπλεγμα του αεροδρομίου, είμαστε πολύ πιο εκτεθειμένοι στα σχέδια των «εκτελεστών» από τα βόρεια. Σε όλη την διάρκεια όμως των επιδρομών, οι μόνες απώλειες που είχαμε ήταν μια σκηνή γεμάτη… μαγείρους. Όσο και να φανεί απίστευτο, οι επιδρομείς ένα βράδυ μπήκαν σε μια σκηνή και έσφαξαν όλους τους μαγείρους της Μοίρας μας. Καθένας μπορεί να φανταστεί την έκπληξή μας το πρωί που πηγαίνοντας για το προσφιλές μας breakfast βρήκαμε το μαγειρείο κλειστό…
Τέτοια δυσάρεστα εμείς τουλάχιστον τα αποφύγαμε επειδή είχαμε την πρόνοια να βάζουμε, εκτός από τους σκοπούς των Αμερικανών, και δικούς μας όχι μόνο για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο αλλά και για να το έχουμε στους ώμους μας… Η προνοητικότης μας θριάμβευσε διότι στην επόμενη επίσκεψη και οι δύο επιδρομείς σκοτώθηκαν επί τόπου. Αυτό φυσικά έγινε αιτία να μην μας ξαναενοχλήσουν…»
Οι πτήσεις συνεχίζονταν όπως και πριν –εντατικά. Τουλάχιστον όσο ο καιρός το επέτρεπε. Οι δε συνθήκες ήταν όπως πάντα, αφόρητες. Ήταν κοινό μυστικό ότι πολλοί ιπτάμενοι δεν αποχωρίζονταν τις μάλλινες πιτζάμες τους τις οποίες φορούσαν κάτω από την στολή και την φόρμα πτήσης.
Ειδικά το προσωπικό εδάφους υπέφερε αφάνταστα καθώς ήταν υποχρεωμένο να εκτελεί την συντήρηση των C-47 εκτεθειμένο σε ψύχος που μόνο όποιος έχει υπηρετήσει στην Κορέα μπορεί να διανοηθεί. Για να πάρουν το πρωί οι κινητήρες μπροστά έπρεπε να προθερμανθούν για αρκετό χρόνο με ειδικές συσκευές ενώ το βράδυ, μετά την τελευταία πτήση, εφαρμοζόταν σε όλους τους κινητήρες το «σύστημα εκχύσεως του ελαίου με βενζίνη».
Όλοι έμεναν σε σκηνές και κοιμόνταν σε κρεβάτια εκστρατείας. Μοναδική πηγή ζέστης, δύο θερμάστρες πετρελαίου. «Πολλές φορές όμως βρίσκαμε το πρωί το πετρέλαιο σε στέρεη κατάσταση» γράφει ο Ακρ. Τσολάκης. «Για να υπάρχει κάποια σχετική θερμοκρασία στην σκηνή την νύχτα, θα έπρεπε να καίει η σόμπα συνεχώς. Αλλά επειδή υπήρχε κίνδυνος πυρκαγιάς, έπρεπε κάποιος να μένει άγρυπνος και να προσέχει.
Φυσικά η σόμπα κανένα βράδυ δεν έμενε αναμμένη. Όλοι κοιμόντουσαν σε sleeping bags και από πάνω ρίχνανε πέντε έως επτά κουβέρτες, ανάλογα με το πόσοι ήταν οι βαθμοί κάτω από το μηδέν. Τις ημέρες που έκανε το περισσότερο κρύο παρακαλούσαμε να πετάμε, γιατί έτσι τουλάχιστον περνούσε η ώρα πιο γρήγορα…»
Η επιστροφή από τον «παράδεισο» της Ιαπωνίας στην Κορέα ήταν πάντα μια…ανώμαλη προσγείωση. «Στο αεροδρόμιο της Ashiya τίποτα δεν θύμιζε πόλεμο. Εορταστική ατμόσφαιρα. Κι εμείς να γυρίζουμε στην κόλαση… Όσοι δεν πετούσαμε το βράδυ πήγαμε στην κατ’ ευφημισμόν Λέσχη Αξιωματικών του αεροδρομίου. Ήπιαμε αρκετά και βλέπαμε σαν όντα από άλλον πλανήτη τις Κορεάτισσες ντάμες των Αμερικανών συναδέλφων μας, αποτέλεσμα της τελευταίας συγκομιδής του Αξιωματικού Δημοσίων Σχέσεων στην Σεούλ.
Αμίλητοι πήραμε τον δρόμο για τις χιονισμένες σκηνές μας. Τα βήματα από τις μπότες μας ακουγόντουσαν πάνω στο χιόνι που έτριζε κάτω από το βάρος τους. Οι εκπνοές μας καθώς έβγαιναν σχημάτιζαν μικρά συννεφάκια.
«Καληνύχτα και του χρόνου».
«Καληνύχτα και του χρόνου».
Η σόμπα πετρελαίου έκαιγε. To sleeping bag έτοιμο, το πιστόλι δίπλα γεμάτο, πάνω το ξύλινο σκαμνί. Απέναντί μου ακουγόταν βαρειά η αναπνοή του Ανθυποσμηναγού Κιούση. Έπρεπε να κάνω σιγά για να μην τους ξυπνήσω. Δεν βαρυέσαι. Κάποτε θα περάσει κι ο χειμώνας…» Κ-16, Κορέα 1952.
Αλέξανδρος Θεολόγου