Από την ισπανική γρίπη στην πανδημία COVID-19


Ο θανάσιμος εχθρός του χθες και η ασύμμετρη απειλή του σήμερα…
 
Της Δέσποινας Χαρίτου  
Διδακτορικής Ερευνήτριας του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με ειδίκευση στη Στρατιωτική Ιστορία και Αρχαιολογία. Διεξάγει έρευνα εντοπισμού οχυρωματικών δομών και στρατιωτικών εγκαταστάσεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Βόρειο Ελλάδα.
 
Τους τελευταίους μήνες ο νέος κορωνοϊός διαμορφώνει μια απρόσμενη δέσμη εξελίξεων στο διεθνές σύστημα, η οποία καταγράφεται σε τρεις διαστάσεις: υγειονομική, οικονομική και ψυχολογική με ουσιαστικές προεκτάσεις σε θέματα Άμυνας και Ασφάλειας. Οι διαστάσεις αυτές αποτυπώνονται στη δράση των ενόπλων δυνάμεων των χωρών του πλανήτη, οι οποίες στο πλαίσιο της «λειτουργικής παγκοσμιοποίησης» καλούνται να αναπροσαρμόσουν τις τακτικές και τα αμυντικά τους δόγματα αντλώντας διδάγματα από το ιστορικό παρελθόν, με έμφαση στην αποκαλούμενη ισπανική γρίπη.
Αν και θεωρείτο ένα λησμονημένο μακρινό γεγονός, καταδικασμένο να ζει στη σκιά του Μεγάλου Πολέμου (1914-1918), η ισπανική γρίπη του 1918 (Spanish flu) επανήλθε πρόσφατα με δυναμικό τρόπο στη μνήμη των ιστορικών, επιστημόνων και όχι μόνο, για να δείξει ότι οι πανδημίες επηρέασαν τις κοινωνίες και προκάλεσαν έντονη ανησυχία σχετικά με τον αντίκτυπο εξάπλωσης μολυσματικών ασθενειών στην ιστορία του ανθρώπου, θέτοντας διαχρονικά το πλαίσιο δράσης για την ετοιμότητα των υγειονομικών και στρατιωτικών υπηρεσιών.

Έναν χρόνο μετά τις επετειακές εκδηλώσεις μνήμης για τα 100 χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, η εμφάνιση της πανδημίας COVID-19, που προκλήθηκε από τον νέο κορωνοϊό και ξεκίνησε από την Κίνα, μας ώθησε να εξετάσουμε αρκετές παραμέτρους των επιπτώσεων της ισπανικής γρίπης έναν αιώνα νωρίτερα σε υγειονομικό, κοινωνικό, οικονομικό και αμυντικό επίπεδο.
Το πρώτο βασικό συμπέρασμα εντοπίζεται στην αποσιώπηση της κρισιμότητας των καταστάσεων τότε και σήμερα, η οποία προκάλεσε ένα ντόμινο επιπτώσεων, ενώ η μη θέσπιση και εφαρμογή περιοριστικών μέτρων κόστισαν (τότε) αρκετά στην οικονομική και στρατιωτική πορεία πολλών ευρωπαϊκών κρατών. Δοκιμάστηκαν όλες οι χώρες της υφηλίου, αν και σε μεγαλύτερο βαθμό επηρεάστηκαν όσες είχαν εμπλοκή στον πόλεμο. Για το αν η ιστορία θα επαναληφθεί, υπάρχουν ενδείξεις, αλλά η μελέτη συνεχίζεται ενόψει ενός δεύτερου κύματος κορωνοϊού.
Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η πανδημία γρίπης του 1918 είχε σοβαρό αντίκτυπο τόσο στους στρατιωτικούς μηχανισμούς ως σύνολα όσο και στον μεμονωμένο στρατιώτη, διαμορφώνοντας μια νέα πραγματικότητα, στην οποία οι ηγεσίες τους κλήθηκαν να ανταποκριθούν προστατεύοντας την ίδια την κοινότητά τους και ταυτόχρονα τη χώρα που υπερασπίζονταν.

Αναφορικά με το ιστορικό παρελθόν, μπορεί η ονομασία «ισπανική γρίπη» να υιοθετήθηκε για την πανδημία του 1918, όμως είναι ελάχιστα γνωστό ότι αυτή δεν άρχισε την εξάπλωσή της από την Ισπανία. Ο συνειρμός που τελικά εδραιώθηκε προήλθε από το γεγονός ότι η ισπανική κυβέρνηση ήταν η πρώτη που μίλησε ανοιχτά για την αναδυόμενη κρίση, τη στιγμή που άλλες χώρες τηρούσαν στάση σιωπής ή απέδιδαν τις υγειονομικές συνέπειες σε άλλες ασθένειες. Η στάση αυτή δικαιολογείται ως έναν βαθμό από την εμπλοκή πολλών -πληττόμενων από τη γρίπη- χωρών σε πόλεμο μεταξύ τους και την προσπάθεια απόκρυψης των πραγματικών αριθμών των άρρωστων στρατιωτών για λόγους επιχειρησιακών σκοπιμοτήτων ως προς τη διάθεση και τη διάταξη της προβολής στρατιωτικής ισχύος στους αμυντικούς σχηματισμούς και τα πολεμικά μέτωπα της εποχής. Σήμερα, ένα ξεκάθαρο παράδειγμα χώρας που προσπάθησε να αποκρύψει τα πρώτα κρούσματα είναι αυτό της Τουρκίας, με σοβαρές συνέπειες από την εξάπλωση του κορωνοϊού στις ένοπλες δυνάμεις της.
Ένας σημαντικός παράγοντας την εποχή της ισπανικής γρίπης ήταν ότι οι υγειονομικές υπηρεσίες κατακλύστηκαν από προσωπικό άλλων χωρών εκτός Ευρώπης (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), επιβραδύνοντας τη διάγνωση της νόσου, και με ασθενείς που προέρχονταν από διαφορετικά κράτη (ασιατικά, αφρικανικά, ευρωπαϊκά). Ταυτόχρονα, ο «πληθυσμός» αυτός λόγω του πολέμου ήταν σε συνεχή κίνηση, δημιουργώντας συνθήκες άγνωστου ιατρικού ιστορικού για τις νεοσύστατες υγειονομικές δομές. Από την πλευρά της η Ισπανία, ως χώρα που ήταν ουδέτερη στον A΄ ΠΠ, κατάφερε να αντιληφθεί γρήγορα τη σοβαρή υγειονομική απειλή, αφού βρισκόταν κυριολεκτικά εκτός των χαρακωμάτων στα πεδία των μαχών όπου διάφορες ασθένειες (ελονοσία, τύφος, δυσεντερία, χολέρα, θερμοπληξία, πνευμονία κ.ά.) έπλητταν τους στρατιώτες. Από τη θέση της αυτή τόλμησε να δημοσιοποιήσει πρώτη τα ύποπτα κρούσματα, στρέφοντας τους στρατιωτικούς γιατρούς στο να πραγματοποιήσουν εκστρατεία προστασίας και εμβολιασμού των στρατευμάτων της. Αποτολμώντας μια σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση, η Κίνα δεν δημοσιοποίησε από την αρχή την ανησυχητική συμπεριφορά του νέου κορωνοϊού, γεγονός που δεν διευκόλυνε την παγκόσμια κινητοποίηση και ανάληψη ετοιμότητας για την πρόληψη της εξάπλωσης της μετέπειτα πανδημίας. Διαφάνηκε έτσι, αν μη τι άλλο, ότι το Πεκίνο δεν διδάχθηκε από ανάλογες συγκυρίες τού ιστορικού παρελθόντος.

Η ισπανική γρίπη, την οποία μπορούμε να ταυτίσουμε πιο εύκολα σήμερα με τις διαστάσεις μιας πανδημίας, υπήρξε μια από τις πιο θανατηφόρες μεταδοτικές ασθένειες, με εκτιμήσεις για απώλειες που ίσως έφτασαν και τα 50 εκατομμύρια ανθρώπων, επιφέροντας τεράστιο πλήγμα στις κοινωνίες και φυσικά στις ένοπλες δυνάμεις της εποχής. Τόσο στα στρατόπεδα όσο και στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πανδημία πρόσβαλε εκατομμύρια προκαλώντας τον θάνατο τουλάχιστον 100.000 στρατιωτών. Επιπλέον, οι μολύνσεις που καταγράφηκαν συνολικά μέχρι το 1920 αριθμούσαν τα 500 εκατομμύρια παγκοσμίως. Από την άλλη, αρκετοί ιστορικοί μιλούν για υγειονομική αναδιοργάνωση σε πολλές περιοχές -ακόμα και της Ελλάδας- στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου με όρους που βοήθησαν να αναπτυχθούν νέες υποδομές για την περίθαλψη του πληθυσμού, των στρατιωτών και των προσφύγων, όπως επίσης και κοινές υγειονομικές πολιτικές προς όφελος όλων των κρατών.
Ωστόσο, δεν έχει καταστεί σαφές αν η πανδημία της ισπανικής γρίπης, ως υγειονομικό γεγονός, είχε αντίκτυπο στην εξέλιξη του πολέμου.

Εμφανίστηκε την άνοιξη του 1918 και εξαπλώθηκε με τη μορφή επιδημικών κυμάτων το φθινόπωρο του ίδιου έτους σε όλα τα εμπλεκόμενα στον πόλεμο κράτη, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της το 1919 και σε κάποιες χώρες το 1920. Επίσης, δεν είναι βέβαιο αν η λήξη του πολέμου συνέπεσε με αυτή της πανδημίας ή αν η πανδημία έληξε με τον πόλεμο. Το σίγουρο είναι πως το τελευταίο έτος των εχθροπραξιών βρήκε τις εμπλεκόμενες δυνάμεις να συνθηκολογούν σε ένα βαγόνι τραίνου το φθινόπωρο του 1918, στο δάσος της Κομπιέν στη Γαλλία, και τον (τότε) πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον να προσβάλλεται από τη γρίπη στο Παρίσι, συμμετέχοντας στις διαδικασίες που τερμάτιζαν τον πόλεμο όπως και στο Συμβούλιο των Τεσσάρων (άνοιξη του 1919).
Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά από που ξεκίνησε η ισπανική γρίπη. Τόσο οι ιστορικοί όσο και οι επιδημιολόγοι εκφράζουν διάφορες απόψεις, χωρίς ωστόσο να είναι βέβαιοι -πέραν πάσης αμφιβολίας- για τη χώρα από όπου ξεκίνησε η εξάπλωσή της. Στις 4 Μαρτίου 1918 ο Albert Gitchel, μάγειρας στο Camp Fuston του Κάνσας, καταγράφεται ως ένα από τα πρώτα κρούσματα στην πορεία της ισπανικής γρίπης. Μέσα σε τρεις εβδομάδες 1.100 στρατιώτες νοσηλεύονται και χιλιάδες άλλοι προσβάλλονται από την ασθένεια. Στην Ευρώπη, η γρίπη εξαπλώθηκε αμέσως στη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και την Ιταλία, προκαλώντας πραγματικό όλεθρο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τα τρία τέταρτα των γαλλικών στρατευμάτων και περισσότερα από τα μισά βρετανικά στρατεύματα αρρώστησαν την άνοιξη του 1918. Τον Μάιο η γρίπη πέρασε στη Βόρεια Αφρική και την Ινδία. Τον Ιούνιο καταγράφονται τα πρώτα κρούσματα στην Κίνα και τον Ιούλιο στην Αυστραλία.

Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ακολουθεί το δεύτερο κύμα της πανδημίας, το οποίο είναι πιθανό να προκλήθηκε από ένα μεταλλαγμένο στέλεχος του ιού. Μεταφέρθηκε από το λιμάνι του Πλύμουθ, στη νοτιοδυτική Αγγλία, από πλοία που έπλεαν προς τη Σιέρα Λεόνε και τις ΗΠΑ. Από τη Βοστόνη και τη Φρίταουν (Σιέρα Λεόνε) και από τη Βρέστη στη Γαλλία, η γρίπη «ακολούθησε» τις κινήσεις των στρατιωτικών δυνάμεων. Το δεύτερο κύμα είχε διάρκεια σχεδόν έξι εβδομάδων, ενώ από τη Βόρεια Αμερική εξαπλώθηκε στην Κεντρική και τη Νότια και από τη Φριτάουν διαδόθηκε στη Δυτική και Νότια Αφρική τον Σεπτέμβριο, φτάνοντας στο Κέρας της τον Νοέμβριο. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου εξαπλώθηκε στη βόρεια Ασία, πέρασε στην Ινδία και τον Οκτώβριο έπληξε την Κίνα. Το δεύτερο αυτό κύμα έχει καταγραφεί ως πιο θανατηφόρο. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1918 στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου η πανδημία είχε καταλαγιάσει, αν και στις αρχές του 1919 στην Αυστραλία, που εφάρμοζε μέτρα απομόνωσης, περισσότεροι από 12.000 Αυστραλοί νόσησαν σε ένα τρίτο κύμα. Στα τέλη Ιανουαρίου του 1919 ξαναφτάνει στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι δέχεται ισχυρό πλήγμα ενώ διεξάγονται οι μεταπολεμικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Η Ιαπωνία πλήττεται στα τέλη του 1919, με την πανδημία να λήγει το 1920.
Αναφορικά με τις ένοπλες δυνάμεις σε διεθνές επίπεδο, το σημείο διαφοροποίησης συγκριτικού ενδιαφέροντος μεταξύ της ισπανικής γρίπης και της σημερινής πανδημίας COVID-19 εντοπίζεται στο γεγονός ότι στην πρώτη περίπτωση οι στρατιώτες πλήρωσαν βαρύ τίμημα, ενώ σήμερα οι ένοπλες δυνάμεις, για παράδειγμα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, καλούνται να αντιμετωπίσουν τον νέο κορωνοϊό ως μια ασύμμετρη (υγειονομική) απειλή με χαρακτηριστικά εθνικής ασφάλειας. Είναι ενδεικτικό ότι ο απόστρατος Αμερικανός στρατηγός Στάνλεϊ ΜακΚρίσταλ εντόπισε αμέσως κοινά σημεία δράσης μεταξύ της υγειονομικής μάχης κατά της εξάπλωσης της πανδημίας και της εμπειρίας του από τη θητεία του στην Κοινή Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ (Joint Special Operations Command-JSOC) στη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ. Παράλληλα, στη Νέα Υόρκη επισημάνθηκε ότι η εξάπλωση της πανδημίας ακολούθησε ένα μοντέλο που ήταν παρόμοιο με τις φάσεις εξέλιξης των ασύμμετρων απειλών, όπως αυτές περιγράφονται στο αντίστοιχο δόγμα καταστολής του Στρατού των ΗΠΑ (COIN). Η αξιολόγηση του κινδύνου έχει σημείο αναφοράς την εξέλιξη της υγειονομικής απειλής από τον κορωνοϊό.

The 1918 Flu Pandemic Memorial is located in nearby Rogers Field in Devens. (Jesse Costa/WBUR)

Για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, πέρα από την εξαγωγή αντίστοιχων συμπερασμάτων απειλής εθνικής ασφάλειας σε τακτικό επίπεδο, οι δράσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19 αφορούσαν στη χρήση εργοστασιακών υποδομών για την παραγωγή ιατρικών υλικών πρώτης ανάγκης, στην παροχή ιατρικού προσωπικού για τη διεξαγωγή ελέγχων, στη συνδρομή του δημόσιου συστήματος υγείας και στη διάθεση πτητικών μέσων για αερομεταφορές έκτακτων περιστατικών. Υπό τη λογική αυτή, το μάθημα της ισπανικής γρίπης και της αντιμετώπισής της αναλύεται και επικαιροποιείται μέσω των χειρισμών κατά της εξάπλωσης του κορωνοϊού. Στην ελληνική επικράτεια και με δεδομένο τον μικρό αριθμό περιστατικών στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις η προσπάθεια κρίνεται επιτυχής.

Most Popular