Πανικός στην Πράγα: Η εκτέλεση του στρατηγού των Ες-Ες Ράινχαρτ Χάιντριχ από Τσέχους κομάντος (Δ’ Μέρος)

Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει… 

Καθώς κυλούσαν οι ημέρες, η ένταση μεγάλωνε τόσο για τα μέλη της ομάδας κρούσης όσο και για τα στελέχη της SOCOL, που υποστήριζαν το ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Το σχέδιο είχε βέβαια αρκετά τρωτά σημεία (ενέργεια την ημέρα και σε κατοικημένη περιοχή) αλλά ο Βάνεκ, στηριζόμενος στην απλότητα και την τόλμη, ήλπιζε ότι με λίγη τύχη όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Λίγες ημέρες αργότερα, ένας σύνδεσμος της αντίστασης που έδιδε πληροφορίες από το αρχηγείο του Χάιντριχ, ανέφερε ότι στις 27 Μαΐου 1942 ο Γερμανός στρατηγός θα εγκατέλειπε οριστικά την Τσεχοσλοβακία.

Ο Βάνεκ, αφού πρώτα διασταύρωσε την πληροφορία, ειδοποίησε την ομάδα, μεταφέροντάς τους παράλληλα και την πεποίθησή του, ότι η καλύτερη ημέρα για την πραγματοποίηση του εγχειρήματος θα ήταν η 27η Μαΐου, διότι ο Χάϊντριχ, πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο, δεν θα είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας. Η ιδέα του Βάνεκ βρήκε σύμφωνους του τρεις άνδρες.

Πανικός στην Πράγα: Η εκτέλεση του στρατηγού των Ες-Ες Ράινχαρτ Χάιντριχ από Τσέχους κομάντος (Γ’ Μέρος)

Η 27η Μαΐου, ήταν μια ήσυχη, ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη ημέρα. Οι τρεις άνδρες, συνεπείς στο ραντεβού τους, συναντήθηκαν στη στάση του τραμ στις 09.00 ακριβώς. Αμέσως ο Βάλτσικ απομακρύνθηκε για να σταματήσει λίγο πιο κάτω, στην οδό Αρμάντι. Φαινομενικά ήρεμος, με αδιάφορο βλέμμα, παρατηρεί τη συμβολή των οδών Αρμάντι και Χολεζοβίσκατς. Κάποια στιγμή, διαπιστώνει ότι η ώρα είναι σχεδόν 10.00, αλλά η Μερσεντές του  Χάιντριχ δεν φαίνεται πουθενά. Απέναντι και λίγα μέτρα πιο πίσω από τη στάση περνά το ένα τραμ πίσω από το άλλο.

Όσοι επιβιβάζονται κοιτούν με περιέργεια τους Κιούμπις και Γκάμπκικ, που δεν ανεβαίνουν στο τραμ. Οι τελευταίοι, ανταλλάσσουν ματιές μεταξύ τους, κοιτούν τα ρολόγια τους και ανησυχούν γιατί ο συνάδελφός τους δεν τους έχει ειδοποιήσει ακόμη.

Ο Ράινχαρντ Χάϊντριχ και η σύζυγός του Λίνα φον Όστεν

Αρκετά χιλιόμετρα πιο μακριά, ο Χάιντριχ, αποχαιρετώντας τη γυναίκα και τα τρία παιδιά τους, ξεκινά για το αεροδρόμιο, με μόνη συνοδεία τον οδηγό του, επιλοχία των Ες-Ες Κλάιν. Μεταξύ 10.30 με 10.45, η Μερσεντές πλησιάζει στη συμβολή των οδών και γίνεται αντιληπτή από τον Βάλτσικ, ο οποίος με τον καθρέπτη του κάνει σινιάλο στους συντρόφους του και απομακρύνεται. Οι δύο άνδρες, λαμβάνοντας το σήμα, ξεκινούν γρήγορα. Πρώτος ο Γκάμπκικ διασχίζει κάθετα το δρόμο, αποφεύγοντας ένα διερχόμενο τραμ την τελευταία στιγμή. Ο Κιούμπις τον προσπερνά και βρίσκεται πρώτος στη θέση του.

Στο μεταξύ, η Μερσεντές πλησιάζει την επικίνδυνη στροφή και ο επιλοχίας Κλάιν κόβει ταχύτητα. Για κλάσματα του δευτερολέπτου το αυτοκίνητο σχεδόν ακινητοποιείται και οι δύο Γερμανοί βλέπουν τον Γκάμπκικ να τους απειλεί με το αυτόματο Στεν. Αμέσως ο Κλάιν φρενάρει απότομα και οι δύο Γερμανοί βγάζουν τα πιστόλια τους. Ο Κίουμπις, εκνευρισμένος, φωνάζει και κοιτάζει προς το μέρος του συντρόφου του, αντιλαμβανόμενος ότι το όπλο του Γκάμπκικ έχει πάθει εμπλοκή. Ταυτόχρονα, βλέποντας τους δύο Γερμανούς με τα πιστόλια στο χέρι, βγάζει μια αυτοσχέδια χειροβομβίδα από μια τσάντα, την απασφαλίζει και τη ρίπτει προς το  αυτοκίνητο.

Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ακούγεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος και ο χώρος γεμίζει από τα φλεγόμενα κομμάτια του αυτοκινήτου ενώ η μυρωδιά του καμένου δέρματος της ταπετσαρίας διαχέεται στον αέρα. Η κυκλοφορία σταματά και οι δύο Γερμανοί, χωρίς εμφανή τραύματα, εγκαταλείπουν το αυτοκίνητο. Ο Χάιντριχ, περπατώντας ελάχιστα μέτρα καταρρέει επάνω στο καπό ενός διερχόμενου αυτοκινήτου.

Το αυτοκίνητο μετά την επίθεση

Ο Κλάιν, με το περίστροφο στο χέρι, καταδιώκει το Γκάμπκικ, ο οποίος καταφέρνει και μπαίνει σε ένα μαγαζί που βρίσκεται σε μικρό στενό λίγα μέτρα από τον τόπο της ενέδρας. Από την άκρη της τζαμαρίας του καταστήματος βλέπει τον Κλάιν να περνά από μπροστά του. Αμέσως πετάγεται έξω, στο δρόμο, και τον σκοτώνει με το περίστροφό του. Στο μεταξύ, ο Κίουμπις είχε απομακρυνθεί πιο γρήγορα και, φθάνοντας στο ποδήλατό του, διαφεύγει με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσε, από τη γέφυρα Τρόγισκα.

Ο Γκάμπκικ, αντιλαμβανόμενος ότι πλησιάζει η Τσεχική Αστυνομία, τρέχει και, μέσα στον πανικό που επικρατεί, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, ανεβαίνει σε ένα διερχόμενο τραμ και χάνεται μέσα στο πλήθος. Μετά από αρκετή ώρα, ο Κίουμπις φθάνει στο σπίτι της οικογένειας Μοράβεκ με τραύμα στο μάτι, ενώ ο Γκάμπκικ βρίσκει ασφαλές καταφύγιο στην οικογένεια Φάφεκ, στο προάστιο Ζίσκοβ. Τον μόνο που βρίσκει τελικά η αστυνομία στο χώρο της ενέδρας είναι τον αιμόφυρτο Χάιντριχ, ο οποίος και μεταφέρεται στο νοσοκομείο με ένα διερχόμενο όχημα. Εκεί διαπιστώθηκε ότι η κατάστασή του ήταν πολύ σοβαρή και για να επιβιώσει θα χρειαζόταν ένα θαύμα.

Το τέλος του Χάιντριχ, τα γερμανικά αντίποινα και το τελεσίγραφο…  

Το ίδιο κιόλας βράδυ, τα κακά νέα φθάνουν στο Βερολίνο. Την επομένη ημέρα, με διαταγή του ίδιου του Χίτλερ, καταφθάνει στην Πράγα ένα επιτελείο αποτελούμενο από τους κορυφαίους χειρουργούς του Βερολίνου. Όλα όμως είναι μάταια. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να παρατείνουν τη ζωή του Χάιντριχ για εννέα μαρτυρικές ημέρες. Στις 4 Ιουνίου 1942, ο αντιστράτηγος υποκύπτει μέσα σε φρικτούς πόνους. Τα θραύσματα της χειροβομβίδας είχαν ανοίξει τόσο μεγάλες τομές στο σώμα του, ώστε κομμάτια μετάλλου και καμένου δέρματος από την ταπετσαρία είχαν εισχωρήσει στη σπλήνα, με αποτέλεσμα να προκληθεί εκτενής μόλυνση του αίματος (σηψαιμία). Η σορός του Χάιντριχ μεταφέρθηκε στο Βερολίνο και, στις 8 Ιουνίου 1942, μέσα σε βαρύ πένθιμο κλίμα, πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, με όλες τις αρμόζουσες τιμές. Τον επικήδειο εκφώνησε ο ίδιος ο Χίτλερ, ζητώντας δημοσίως από τα στελέχη του την ανεύρεση και την υποδειγματική τιμωρία των δραστών.

Το θέμα είχε ήδη λάβει μεγάλες διαστάσεις στην Τσεχοσλοβακία. Οι Κίουμπις και Γκάμπκικ, μέσα στο πανικό τους από την ανορθόδοξη τελικά διεξαγωγή της επιχείρησης, κατά την αποχώρησή τους από το χώρο της ενέδρας άφησαν πίσω τους πολλά ίχνη: ο μεν Κιούμπις άφησε τον σκούφο και την τσάντα μέσα στην οποία μετέφερε τη χειροβομβίδα και άλλα υλικά, ο δε Γκάμπκικ άφησε το όπλο, το παλτό, την τσάντα του και –το κυριότερο– το ποδήλατο, που ανήκε στην κυρία Μοράβεκ.

Η αντίδραση των Γερμανών υπήρξε άμεση. Αρχικά επικήρυξαν τους δύο άνδρες, υποσχόμενοι αμοιβή δέκα εκατομμύρια κορόνες σε όποιους βοηθούσαν σημαντικά στις έρευνες. Παράλληλα εκφόβιζαν τον τσεχικό λαό με τυφεκισμό ολόκληρης της οικογένειας που θα αποδεικνυόταν ότι παρείχε άσυλο στους δράστες. Σε μια βιτρίνα, σε κεντρική πλατεία της Πράγας, τοποθετήθηκαν τα αντικείμενα που ξέχασαν οι δύο άνδρες. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί κυριολεκτικά «πολιορκούσαν» την κοινή γνώμη με συνεχείς περιγραφές των δραστών, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα και την υπέρογκη αμοιβή, που μετά από λίγες ημέρες διπλασιάστηκε. Στον Τύπο δημοσιευόταν συνεχώς μια φωτογραφία της βιτρίνας όπου είχαν τοποθετηθεί τα αντικείμενα. Το τελικό και πιο περιοριστικό μέτρο ήταν η κήρυξη της πόλης σε κατάσταση πολιορκίας, με αποτέλεσμα την απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 09.00 το βράδυ.

Ο κλοιός για τους δύο καταζητούμενους, ημέρα με την ημέρα γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός. Αλλάζοντας συνεχώς κρησφύγετα, οι Κίουμπις και Γκάμπκικ διέφευγαν τη σύλληψη, αλλά η γερμανική προπαγάνδα έσπερνε τον τρόμο, με αποτέλεσμα οι οικογένειες που τους παρείχαν καταφύγιο να διατρέχουν τεράστιο κίνδυνο. Οι γερμανικές έρευνες επεκτάθηκαν αρχικά στα περίχωρα της Πράγας και έπειτα σε όλη την Τσεχοσλοβακία. Τις επόμενες ημέρες ανακρίθηκαν περίπου πέντε εκατομμύρια Τσεχοσλοβάκοι και συνολικά ο αριθμός των Γερμανών στρατιωτών που αναμείχθηκαν στις έρευνες έφθασε τις 450.000! Εκατοντάδες Τσέχοι φυλακίστηκαν και πολλές δεκάδες εκτελέστηκαν για αντίποινα. Όσο οι δράστες παρέμεναν ασύλληπτοι, οι Γερμανοί σκλήραιναν τη στάση τους. Οι δύο κομάντο έβρισκαν πλέον πολύ δύσκολα καταφύγιο, και πραγματικά είχαν φθάσει σε απόγνωση. Τότε εμφανίστηκε κι έδωσε προσωρινή λύση ο διάκονος της ορθόδοξης εκκλησίας Aγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, Βλαντιμίρ Πέτρεκ, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να τους φιλοξενήσει στην εκκλησία. Πράγματι, οι δύο άνδρες έφθασαν χωριστά στο ναό, ενώ μετά από λίγο κατέφθασε ο Βάλτσικ μαζί με τέσσερις άλλους καταζητούμενους πατριώτες.

Οι επτά άνδρες ουσιαστικά διέμεναν στην εκκλησία μόνο τη νύχτα, ενώ την ημέρα περιφέρονταν στην Πράγα ανάμεσα στο πλήθος. Οι Γερμανοί, μη μπορώντας να τους ανακαλύψουν, σκλήρυναν ακόμη περισσότερο τη στάση τους. Στις 11 Ιουνίου, αφάνισαν το χωριό Λίντιτσε και λίγες ημέρες αργότερα, το χωριό Λέκαζι. Αλλά και στην ίδια την Πράγα, εκτελέστηκαν περισσότερα από 1.000 άτομα. Στον ημερήσιο Τύπο και το ραδιόφωνο επαναλαμβανόταν συνεχώς ότι η γερμανική στάση επρόκειτο να γίνει ακόμη πιο σκληρή εάν μέχρι τις 18 Ιουνίου δεν παραδίδονταν οι δράστες.

Παρ’ όλα αυτά, οι γερμανικές δυνάμεις στην  Τσεχοσλοβακία, βρίσκονταν σε αδιέξοδο….

 

Συνεχίζεται… 

 

Most Popular